ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
Ο όρος μεταμυθοπλασία παραπέμπει, μέσω του προθέματος «μετά», σε ένα πλήθος άλλων σύγχρονων όρων, όπως μετα-γνώση, μετα-γλώσσα, μετα-ψυχολογία, μετα-δομισμός, μετα-βιομηχανική κοινωνία κ.ά. Καθώς ένας αυστηρός ορισμός όλων αυτών των όρων μάλλον δεν είναι εφικτός, στον βαθμό που οι περισσότεροι δεν μπορούν να χωρέσουν μέσα σε πλήρως οριοθετημένες περιοχές, ή εν πάση περιπτώσει προϋποθέτουν έναν βαθμό ασάφειας ο οποίος συναρτάται απόλυτα από το είδος της ερμηνείας η οποία υποκρύπτεται πίσω από τη διατύπωσή τους, μια επαρκής αφετηρία διαύγασης των όρων θα ήταν, κατά την αντίληψή μου, η εστίαση του ενδιαφέροντος κατ’ αρχάς στην έννοια και στην ιδιαίτερη σημασία του προθέματος «μετά», κατά τρόπον ώστε να αναδυθούν τα κίνητρα της χρήσης του στις περιοχές της γνωσιοθεωρίας, της γλωσσολογίας, της ψυχολογίας, καθώς των φιλοσοφικών, κοινωνικών και αισθητικών συλλήψεων και εναισθήσεων.
Μια πρώτη επισήμανση θα ήταν ότι το πρόθεμα «μετά», μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα ουδόλως δηλώνει, όπως πιθανώς να εκλαμβάνεται, μια χρονική διαδοχή σε σχέση με κάποιο «πριν», το οποίο λογικά προηγείται μέσα στον χρόνο και στην ιστορικότητα, σύμφωνα με την ψευδαίσθηση του χρόνου και της ιστορίας εν προόδω: μιας ψευδαίσθησης γραμμικότητας η οποία διαμορφώνει τις συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται η κλασική αντίληψη της γνωσιοθεωρίας, της γλωσσολογίας, της ψυχολογίας και/ή της φιλοσοφικής, κοινωνικής και αισθητικής θεωρίας. Αντιθέτως μάλιστα, η χρήση του προθέματος ενέχει τη θέση της αξίωσης μιας ερμηνείας του μέλλοντος (το οποίο δηλώνεται από αυτή τη χρήση) ως αναπαράστασης, όχι μόνο του παρόντος αλλά και του παρελθόντος, πάντα μέσω της παρακαμπτήριας οδού, από το παρελθόν στο παρόν του παρελθόντος, και στο παρόν του μέλλοντος. Από αυτό συνάγεται ότι η χρήση του προθέματος ακυρώνει πλήρως την γραμμική ανάγνωση των όρων και επιπλέον ακυρώνει την χρονικότητα και την ιστορικότητά τους.
Ο όρος μεταμυθοπλασία αφορά εξίσου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της μυθοπλασίας, σε μια κίνηση παλινδρομική από τη γλώσσα της κλασικής μυθοπλασίας στη μετα-γλώσσα της, δηλαδή στη διαρκή ρήξη και επαναδόμηση της μυθοπλαστικής γλώσσας, έξω και πέρα από το αφηγηματικό συνεχές και την ψευδαίσθηση αυτού του συνεχούς. Ένα είδος «αιώνιας επιστροφής» εγκαθιδρύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μέσω του προθέματος και της χρήσης του, δηλώνοντας ότι η μυθοπλασία, ακόμη και στην πλέον κλασική της μορφή, εγκυμονεί το μέλλον της, ακολουθώντας την παρακαμπτήρια οδό του παρελθόντος της.
Προκύπτει έτσι μια καινούργια χαρτογράφηση των μορφών, οι οποίες απελευθερώνονται μέσω της μεταμυθοπλασίας. Διότι πράγματι η χρήση του προθέματος προϋποθέτει τη δημιουργία νέων μορφών, νέων τρόπων και νέων τροπισμών, όχι πλέον ως εγκαθιδρυμένων από το παρόν, αλλά ως αναγκαία σχάση παρελθόντος και παρόντος για την ανάδυση μιας άλλης διαλεκτικής ποιότητας, η οποία μετα-μορφώνει τις μορφές μέσα σε μια «συναστρία», όπως θα έλεγε ο Walter Benjamin, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Όμως, οι νέες μορφές της μεταμυθοπλασίας μιλούν μέσα από τα βάθη του παρελθόντος τους και ταυτόχρονα συγκροτούν ένα καινούργιο μέλλον γι’ αυτές και για τη γλώσσα τους. Με αυτόν τον τρόπο, το «Εγώ» της κλασικής μυθοπλασίας τροποποιείται και μετατίθεται· παρακάμπτει τη χρονικότητα και την ιστορικότητά του και διανοίγεται σε regions non explorees, αξιώνοντας την καινούργια χαρτογράφησή του και ταυτόχρονα την ανακατασκευή του. Αυτό σημαίνει ότι το «Εγώ» της μεταμυθοπλασίας προκύπτει πάντα ως ρήξη και ως ασυνέχεια, αλλά προκειμένου −ξεκινώντας από ένα ενεργό «μηδέν της γραφής»− να δημιουργήσει μια διαφορετική ποιότητα μορφής, να αποτινάξει την καταδυνάστευση της χρονικότητας και να διανοιχθεί στο πέλαγος της ενδεχομενικότητας των μορφών, χωρίς να έχει ανάγκη από την οριοθέτηση των «ακτών» της κλασικής χαρτογράφησης της μυθοπλασίας.
Βέβαια, μέσα στην καινούργια χαρτογράφηση της μεταμυθοπλασίας ενσωματώνονται και οι περιοχές του μη αναπαραστήσιμου, τα κενά και οι σιωπές, όπως και η αμορφία μέσα στη μορφή. Οι νέες μορφές της μεταμυθοπλασίας «καλούν», όπως θα έλεγε ο Jean-Francois Lyotard, μια αδιανόητη υπερπολυπλοκότητα και ετερογένεια του κοινωνικογλωσσολογικού κόσμου, έτσι ώστε το μη αναπαραστήσιμο, το κενό και η σιωπή να εγκαθίστανται μέσα στην αισθητική μορφή και να μεταβάλλονται σε αναπαράσταση και ομιλία, ακριβώς εξαιτίας της αισθητικής μορφής. Πράγματι, η θεμελιώδης αξίωση των μορφών της μεταμυθοπλασίας είναι να καταστήσουν ισχυρότερο το μη αναπαραστήσιμο, επειδή αυτό ωθεί στη δημιουργία της αναπαράστασης, μέσω της έλλειψης και/ή της νοσταλγίας της αναπαράστασης.
Αυτό σημαίνει ότι οι αισθητικές μορφές της μεταμυθοπλασίας παρέχουν ένα είδος υποκατάστατου του μη αναπαραστήσιμου, και αυτή ακριβώς η λειτουργία τους είναι που τις καθιστά ριζικά νέες ποιότητες μορφής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκύπτει η ανάγκη μιας βαθύτερης σύγκρισης και ταυτόχρονα αξιολόγησης των αισθητικών μορφών, κατά το μέτρο που οι μορφές της μεταμυθοπλασίας αξιολογούν, μέσω της εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης των κειμένων, το παρελθόν των μορφών, χωρίς ωστόσο να αντιπαρατίθενται σε αυτές και χωρίς να περιπίπτουν στην κατάσταση αμοιβαίων απωθήσεων. Εκείνο το οποίο κατ’ εξοχήν συναρμόζει τις μορφές της μεταμυθοπλασίας είναι αποκλειστικά ο εσωτερικός βαθμός της ανακατασκευής της αισθητικής τους διείσδυσης μέσα στο ίδιο το γεγονός της ανάγνωσης, ως δημιουργικής πράξης και θεώρησης, που εκπορεύονται από τον αναγνώστη με στόχο την επαναδημιουργία του κειμένου, την υπενθύμιση των κενών και των σιωπών του, και τέλος τη διεύρυνση του υπαρκτικού του βάθους.
Η μεταμυθοπλασία εντάσσεται μέσα στη μετανεωτερική συνθήκη, αν και υπάρχει πριν από αυτήν, τουλάχιστον με τους όρους του ακραίου μοντερνισμού του Jοyce ή του Pound, για να περιορισθώ μόνο στις πιο γνωστές για τη λογοτεχνία μορφές του. Μιλώντας, αίφνης για το Finnegans Wake του Joyce, ο Gerald L. Burns επισημαίνει ότι «το τέλος της ανάγνωσης δεν λειτουργεί πλέον προκειμένου να καθοριστεί το οποιοδήποτε νόημα [του έργου], αλλά μάλλον διανοίγει τη θέαση της βαθύτερης δομής ή του τρόπου παραγωγής που κάνει δυνατή την ύπαρξη νοήματος ή όπως αλλιώς μπορούμε να το αποκαλέσουμε». Ακριβώς αυτή είναι η βαθύτερη λειτουργία της μεταμυθοπλασίας: διανοίγει τη θέση της εσωτερικής δομής, η οποία είναι η μορφοποιούσα δύναμη των μυθοπλαστικών στοιχείων ως πλέγματος νοημάτων και σημασιών.
Τι μας διασφαλίζει, ωστόσο, αυτή η βαθύτερη λειτουργία; Όχι, βέβαια, να μεταγράψουμε αυθαίρετα την κλασική ή τη μοντέρνα λογοτεχνία μέσα στους χώρους της μεταμυθοπλασίας, και ούτε προπαντός να «διασκευάσουμε» τον μοντερνισμό, έστω και με τους ακραίους όρους του, κατά τρόπον ώστε να τον μετα-μορφώσουμε σε ένα μεταμοντερνικό μυθοπλαστικό πρόταγμα. Αυτό θα σήμαινε ασφαλώς μιαν εκτροπή, τόσο του μοντερνισμού όσο και του μεταμοντερνισμού, προς ένα ολοκληρωτικό μοντέλο κατανάλωσης της γραφής και ανάγνωσης των κειμένων. Όπως ορθά έχει επισημάνει ο Fredric Jameson, με μια τέτοια διασκευή-προσαρμογή ο Flaubert γίνεται μοντερνιστής όταν τον «αποστηθίζει» ο Joyce, και μετατρέπεται σε «μεταμοντέρνο» όταν τον «αφηγείται» η Nathalie Sarraute. Η λειτουργία της μεταμυθοπλασίας, όμως, είναι κατηγορηματικά διαφορετική: μέσα από τις καινούργιες μορφές της τις οποίες απελευθερώνει, όχι μόνο καταδεικνύει τις ρήξεις και τις ασυνέχειες που ήδη εμπεριέχονται μέσα στα κείμενα και στη διαδικασία της γραφής τους, αλλά επιπλέον αναδεικνύει ένα καινούργιο «εκτός χρόνου», το οποίο, όμως, είναι μέσα στο χρόνο της γραφής και της ανάγνωσης, ως το κρίσιμο «μετά» των κειμένων.
Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Κένταυρος- Παππάς, 2009, τέμπερα σε χαρτόνι, 21 x 15 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου