Απόστολος Γεωργίου, Άτιτλο, 2007, ακρυλικό σε καμβά, 170 x 200 εκ. |
ΤΗΣ
ΛΙΑΝΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΤΟΥ
Η λογοτεχνία
είναι τελείως απρόβλεπτη, και μάλιστα αναιδής. Αρνείται να πάρει σταθερό σχήμα
και να οριστεί με τρόπο αυστηρό και καθορισμένο. Στην πραγματικότητα, δεν
υπάρχει ουσία της λογοτεχνίας. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι ίσως η
ικανότητά της να προσλαμβάνει διαφορετικές μορφές, επίμονα και ακούραστα, να
μεταναστεύει, να ταξιδεύει, να μετακινείται, συχνά μακριά από τον εαυτό της,
κατά μήκος κάθε είδους συνόρων, και συχνά σε σχέση με άλλα μέσα. Πράγματι, μέσα
σε αυτή την παράφρονη κυκλοφορία –αυτή την ακαταμάχητη κίνηση μετατόπισης, μεταμόρφωσης
και αναπαραγωγής– πώς μπορούμε να πούμε τι είναι η λογοτεχνία; Τι είναι αυτό
που κάνει την λογοτεχνία λογοτεχνία, σε αντίθεση με κάτι άλλο; Πώς ξέρουμε τι
είναι η λογοτεχνία, αφού παρουσιάζεται με τόσες διαφορετικές αμφιέσεις;
Ανατρέχοντας
στην ιστορία της λογοτεχνίας, το μόνο που μπορούμε να πούμε με μια κάποια σιγουριά
είναι ότι η λογοτεχνία δεν είναι ποτέ ένα μόνο πράγμα, δεν έχει ποτέ μια
σταθερή μορφή και ποτέ δεν ταυτίζεται με τον εαυτό της. Αντίθετα, αλλάζει
συνεχώς, μεταμορφώνεται, κυκλοφορεί, κι είναι εξ ορισμού περιπλανώμενη. Θα μπορούσαμε
να πούμε ότι η λογοτεχνία αναδύεται μόνο ως αποτέλεσμα μετατόπισης και
περιπλάνησης, και ως μέσο μεταφοράς. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η μελέτη
της λογοτεχνίας πρέπει να είναι πάντα συγκριτική, και μεταμυθοπλαστική, δηλαδή,
πολυφωνική, μη αναγώγιμη σε έναν μόνο συγγραφέα, και πότε δυνατή χωρίς την
ενεργή και δημιουργική συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος δεν είναι ποτέ μόνο
ένας.
Ας
ανατρέξουμε στο Εμφύλιο Σώμα. Πολυφωνική
μεταμυθοπλασία (2014), του Κώστα
Βούλγαρη, ένα βιβλίο –αν μπορούμε να το ονομάσουμε βιβλίο– το οποίο, με τα δικά
του λόγια (αλλά είναι τα λόγια του ποτέ μόνο δικά του;) «περιέχει τα βιβλία [τ]ου
Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο, Τα άλογα της Αρκαδίας, ο Καρτέσιος στην Τρίπολη, καθώς και μέρη
ή σπαράγματα απ´ όλα τα υπόλοιπα, ενώ και αυτά με τη σειρά τους περιέχουν
σπαράγματα από άλλα κείμενά [τ]ου. Όλα τους βέβαια ενσωματώνουν σελίδες,
φράσεις, λέξεις, ήχους, από άπειρα άλλα βιβλία, από κείμενα παντός είδους,
άπειρων άλλων ανθρώπων, όπως και οι φωνές που μιλούν εδώ αμέτρητες είναι. Το
κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμική ακολουθία λέξεων, απ’ όπου
αναδύεται μια έννοια μοναδική, αλλά είναι ένας χώρος όπου συνυπάρχουν και
αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές, από τις οποίες καμιά δεν είναι η αρχική,
αλλά και καμιά δεν έχει τον τελευταίο λόγο».
Τα
ίδια ισχύουν και για το βιβλίο του Η
μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία (2017), αν μπορεί, και πάλι, να
ονομαστεί βιβλίο. Πράγματι, κάθε κείμενο σε αυτή την συλλογή κειμένων του
Βούλγαρη συνδέεται με τα άλλα μέσω της ετερότητάς του –μιας ετερότητας που
εντείνεται όταν το κείμενο πολλές φορές πολλαπλασιάζεται, αντιστρέφεται,
μετατοπίζεται, ή απλά μπαίνει σε μια ακολουθία– που σημαίνει ότι αυτά τα
κείμενα δεν «συνδέονται», τουλάχιστον όχι με κάποια καθορισμένη σχέση συγγένειας.
Είναι «μαζί», αλλά αυτό το «μαζί» εδώ σημαίνει ετερότητα – είναι αυτό που
απομακρύνει το κείμενο από τον εαυτό του, αυτό που το εμποδίζει να υπάρχει
καθεαυτό, αυτό που του εξασφαλίζει ότι θα μεταμορφωθεί και θα μεταβληθεί σε
σχέση με τα άλλα κείμενα. Ενώ κάθε κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποκτά την
ύπαρξή του από την αλληλουχία στην οποία ανήκει, το καθένα φέρει μέσα του μια
πολλαπλότητα, το κάθε «ένα» είναι ήδη «πλέον του ενός». Με άλλα λόγια,
αυτά τα κείμενα μας λένε κάτι που ισχύει για κάθε κείμενο: κάθε κείμενο είναι
διάτρητο, λόγω της σχέσης του με άλλα κείμενα, αλλά αυτή η σχέση δεν μπορεί να
εννοηθεί ως γραμμική με την έννοια της μονόδρομης διαδοχής. Και αυτό γιατί η
γλώσσα δεν είναι ποτέ απλά διαδοχική, αφού κάθε λέξη ή φράση εμπεριέχει ήδη
αναφορές και νύξεις σε άλλη γλώσσα, αφού είναι ήδη στοιχειωμένη από την ιστορία
και πιο συγκεκριμένα από την ιστορία της γλώσσας. Το νόημα μιας φράσης δεν είναι
κάτι που μπορεί να διαβαστεί διαδοχικά, αλλά απαιτεί να τοποθετηθεί η φράση σε
σχέση με άλλες φράσεις που υπάρχουν πριν ή μετά από αυτήν.
Αυτό
είναι που μας λέει και ο αγαπημένος του Βούλγαρη, o Μπόρχες, στο «Aleph» του: κάθε
φράση ή σπάραγμα είναι ένα είδος αρχείου, και επομένως ήδη εμπεριέχει τα ίχνη «ενός
παρελθόντος που μοιράζονται από κοινού οι συνομιλητές του». Εφόσον η γλώσσα του
χαρακτήρα του Μπόρχες, του Danieri, δεν αρχίζει από αυτόν –χρησιμοποιεί μια γλώσσα που δεν
του ανήκει, γιατί, όπως λέει, την μοιράζεται με άλλους– η ιστορία υποδηλώνει
ότι όλα αρχίζουν κάπου αλλού. Έτσι κι εγώ πρέπει να ομολογήσω, αποτίνοντας φόρο
τιμής στους αφηγητές του «Aleph» και του «Pierre Menard», ότι κάθε φράση που εκφέρω εδώ εκπορεύεται από κάπου
αλλού, δεν είναι ποτέ μόνο δική μου.
Όπως
λέει ο αμερικανός συγγραφέας, Ralph Waldo Emerson, «Μόνο ένας εφευρέτης ξέρει πώς να δανείζεται, και ο
κάθε άνθρωπος είναι ή θα έπρεπε να είναι εφευρέτης». Ή όπως λέει ο Βούλγαρης,
ακολουθώντας τον Λουτσιάνο Κάνφορα, «κάθε συγγραφέας, είτε το γνωρίζει είτε
όχι, είναι αντιγραφέας κάποιου τόμου που έχει ήδη γραφτεί... Ο αντιγραφέας
είναι αυτός που στην κυριολεξία γράφει το κείμενο... Θα πρέπει να νοηθεί
πρωτίστως ως αναγνώστης, ή μάλλον ως ο μόνος πραγματικός αναγνώστης ενός
κειμένου. Κι αυτό διότι η μόνη ανάγνωση που οδηγεί σε μια πλήρη ιδιοποίηση του
κειμένου είναι η πράξη της αντιγραφής... Η μόνη μορφή πραγματικής ιδιοποίησης
ενός κειμένου έγκειται στην αντιγραφή του... Έτσι ο αντιγραφέας ακριβώς επειδή
αντέγραψε, έγινε ενεργός πρωταγωνιστής του κειμένου. Γιατί είναι αυτός που
περισσότερο από όλους το κατάλαβε. Ο αντιγραφέας έγινε συν-γραφέας του κειμένου».
Εφόσον,
όπως αυτά τα δύο βιβλία μας λένε επανειλημμένα, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που
θα μπορούσα να πω που δεν έχει ειπωθεί προηγουμένως, θα ήθελα απλά να τους
προσφέρω ένα αντίδωρο, σε μορφή τριών παραθεμάτων που έρχονται από την Αμερική,
όχι μόνο γιατί έχω περάσει εκεί το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων τριών
δεκαετιών, αλλά και γιατί αυτά τα παραθέματα προέρχονται από τον αμερικανό
συγγραφέα Ralph Waldo Emerson. Αλλά,
παρόλο που έρχονται από το 19ο αιώνα, απευθύνονται στα υπό συζήτηση βιβλία:
Πρώτο:
«Ο κόσμος υφίσταται για να μπορεί ο άνθρωπος να μορφώσει δική του αντίληψη. Δεν
υπάρχει εποχή ή κοινωνία ή πράξη στην ιστορία που να μην έχει την ανταπόκρισή
της στη ζωή του. Πρέπει να το νιώσει πως μπορεί να ζήσει μέσα του ολόκληρη την
ιστορία. Ας στρέψει τον φακό μέσα από τον οποίο αβασάνιστα κοιτάζεται η
ιστορία· κι από τη Ρώμη και την Αθήνα και το Λονδίνο ας τον φέρει στον εαυτό
του. Ας αξιωθεί να φτάσει και να κρατήσει εκείνη την υψηλή σκοπιά, από όπου τα
γεγονότα φαίνονται να αποκαλύπτουν το μυστικό τους και το χρονικό να ταυτίζεται
με την ποίηση. Από το πώς θα χρησιμοποιήσει τα σημαντικά περιστατικά της
ιστορίας μπορεί να φανερωθεί και ποιος είναι ο σκοπός της φύσης και η βαθύτερη
συγκρότηση του πνεύματος. Ο χρόνος εξαερώνει σε φωτεινό αιθέρα τη γωνιώδη
στερεότητα των γεγονότων. Ούτε άγκυρα, ούτε παλαμάρι, ούτε φραγές μπορούν να
κάνουν το γεγονός να παραμείνει γεγονός. Η Βαβυλώνα, η Τροία, η Τύρος, η
Παλαιστίνη, ακόμα και η αρχαία Ρώμη, έχουν όλες περάσει στο χώρο του μύθου. Ο
κήπος της Εδέμ, ο ήλιος που στάθηκε ακίνητος απάνω από την Γαβαών, είναι από
τότε ποιητικά οράματα για όλους τους λαούς. Ποιος νοιάζεται τώρα από ποιο
γεγονός να γεννήθηκαν αυτοί οι θρύλοι, όταν μες την φαντασία μας είναι αθάνατα
σημάδια, μετέωρα κάπου στον ουρανό; Το Λονδίνο και το Παρίσι και η Νέα Υόρκη,
αν είναι να ζήσουν στη μνήμη, θα ζήσουν μονάχα με τούτη τη μορφή. "Τι άλλο
είναι η ιστορία", είπε ο Ναπολέων, "παρά ένας μύθος που τον παραδεχτήκαμε
για αληθινό"».
Δεύτερο:
«Οι περισσότερες παραπομπές σε κλασικούς συγγραφείς που θα ακούσετε ή θα
διαβάσετε, στα περιοδικά που κυκλοφορούν ή σε λόγους, δεν προέρχονται από τα
πρωτότυπα, παρά από προηγούμενες αναφορές σε αυτούς σε αγγλικά βιβλία· και
μπορείτε εύκολα να αποφανθείτε, από την χρήση και την συνάφεια της φράσης, αν
αυτή έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στο παρελθόν – αν το διαμάντι σας εχει
αποκτηθεί από ορυχείο ή από πλειστηριασμό. Η μεγαλοφυία ενός συγγραφέα
διακρίνεται τόσο σε αυτά που επιλέγει όσο σε αυτά που επινοεί. Διαβάζουμε την
παραπομπή με τα μάτια του και ανακαλύπτουμε ένα καινούργιο νόημα· όπως ένα
ποιητικό απόσπασμα ωραία απαγγελμένο αποκτά νέο ενδιαφέρον από την απόδοση.
Όπως λένε στα περιοδικά, «τα εισαγωγικά είναι δικά μας». Η αξία ενός βιβλίου
εξαρτάται από την ευαισθησία του αναγνώστη. Η πιο βαθιά σκέψη μπορεί να
κοιμάται στα βάθη ενός ορυχείου μέχρις ότου ένας αντάξιος
νους τη βρει και την δημοσιεύσει».
Τρίτο:
«Τα πάντα ρει. Είναι αναπόφευκτο να είμαστε υποχρεωμένοι στο παρελθόν. Ανατραφήκαμε
και διαμορφωθήκαμε από αυτό. Η γνώση μας είναι η συσσωρευμένη σκέψη και εμπειρία
από αναρίθμητες διάνοιες: τη γλώσσα μας, την επιστήμη μας, τη θρησκεία μας, τις
απόψεις μας, τη φαντασία μας, τις κληρονομήσαμε. Τη χώρα μας, τα έθιμά μας,
τους νόμους και τις φιλοδοξίες μας, την αίσθηση του δικαίου – όλα αυτά δεν τα
δημιουργήσαμε εμείς, τα βρήκαμε έτοιμα. Αλλά τα οικειοποιούμαστε. Ο Goethe το είπε
καθαρά "Τι θα απόμενε από μένα αν όλη αυτή η τέχνη της οικειοποίησης ήταν
υποτιμητική για μια μεγαλοφυία; Καθένα από τα γραπτά μου μού τα έχουν κληροδοτήσει
χιλιάδες διαφορετικοί άνθρωποι, χιλιάδες πράγματα: σοφοί και ανόητοι, χωρίς να
το υποψιάζονται, μου πρόσφεραν τη σκέψη τους, τις ικανότητές τους, την εμπειρία
τους. Το έργο μου είναι ένα άθροισμα όντων από ολόκληρη την φύση· φέρει το
όνομα του "Goethe"».
Στον Επίλογο του «Ποιητή» του ο Μπόρχες φαντάζεται
έναν άνθρωπο που περνά τη ζωή του δημιουργώντας και συλλέγοντας εικόνες, και ο οποίος,
κοντά στο τέλος του, καταλαβαίνει ότι οι διάφορες διαδρομές της ζωής του
σχηματίζουν την εικόνα, τις γραμμές και το περίγραμμα του προσώπου του,
παρουσιάζοντας, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας, αλλά μιας
προσωπογραφίας που, καθώς απαρτίζεται από όλα όσα είδα και έζησε, δεν είναι
ποτέ μόνο προσωπογραφία του εαυτού του αλλά και όλων των σχέσεων που συνέβαλαν
στο να γίνει αυτός που είναι, δηλαδή αυτός που δεν είναι ποτέ μόνο ο εαυτός
του.
Θα ήθελα
να κλείσω με αυτή την αναφορά, γιατί πιστεύω ότι μέσα σε όλα τα πράγματα που αυτά
τα δύο βιβλία μας έχουν δώσει, είναι και μια προσωπογραφία όλων αυτών που είναι
ο συγγραφέας τους – κάποιος που καταλαβαίνει τις σχέσεις που συνθέτουν και
αποσυνθέτουν την έννοια του εαυτού, τη συνεχή αλληλεπίδραση μνήμης και λήθης
που βρίσκεται στην καρδιά της γραφής, κάποιος που καταλαβαίνει ότι ούτε τα
κείμενα ούτε οι συγγραφείς είναι ποτέ μόνο «ένα», και που αντιλαμβάνεται ότι είμαστε
υποχρεωμένοι να παραδώσουμε τη μοναδικότητα της φωνής μας σε όλες τις φωνές που
συνέβαλαν στη δημιουργία της. Αυτή η υποχρέωση σκιαγραφεί τα διακυβεύματα όλων
των κειμένων του Βούλγαρη. Επίσης, εξηγεί γιατί πιστεύει ότι πρέπει να μάθουμε
να διαβάζουμε το παρελθόν, και, πιο συγκεκριμένα, τις μη ανακτήσιμες εικόνες
του παρελθόντος, γνωρίζοντας, όπως και ο Benjamin, ότι αυτές
οι εικόνες απειλούν να εξαφανιστούν όσο δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα
τους. Γι’ αυτό, όπως θα έλεγε και ο ιταλός εικαστικός Salvatore Puglia, «αυτό που
μας απομένει είναι το ενδεχόμενο μιας χειρονομίας: να κρατήσουμε, μέσα στις
διασκορπισμένες μνήμες στις οποίες έχουμε καταδικαστεί, κάποια vestigia, κάποιες
εκφράσεις μιας πολλαπλής ανάμνησης». Αυτό που απομένει είναι ίσως τα σπάνια
δώρα που μας έχουν προσφέρει αυτά τα κείμενα, το καθένα από τα οποία ελπίζει να
ανοίξει τουλάχιστον μια πόρτα, αν όχι πολλές, για να μπορέσουμε ίσως να μάθουμε
να διαβάζουμε λίγο καλύτερα κάθε μέρα.
Η
Λιάνα Θεοδωράτου είναι καθηγήτρια Ελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας
Υόρκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου