Εδουάρδος Σακαγιάν, Κοπάδι χωρίς αρχηγό, 1998- 90, τέμπερα και λάδι σε καμβά, 200 x 300 εκ. |
Της Γεωργίας Λαδογιάννη
Το μεταμοντέρνο έχει συνδεθεί με το τέλος πολλών πραγμάτων. Κυρίως σημαίνει το τέλος του μοντέρνου (του νεοτερικού) και της συνείδησης που δημιούργησε ο Διαφωτισμός. Από την δεκαετία του 1980, ή και νωρίτερα, ο Δυτικός άνθρωπος έχει αισθανθεί ως παγίδα τη χειραφέτησή του, που υπήρξε το κύριο πρόταγμα του μοντερνιστικού. Αντί της απελευθέρωσης, ο άνθρωπος βούλιαζε, όπως επιγραμματικά το εξέφρασαν οι M. Horkheimer - Τh. Αdorno, σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα. Η σχέση με τον κόσμο δεν ορίζεται από το cogito, δηλαδή από το έλλογο ον του μοντερνισμού, το οποίο αναζητούσε το όμοιό του, επέβαλε στον κόσμο την λογική τού καθόλου και του αντικειμένου –αφήνοντας απέξω ό,τι ξέφευγε ή δεν μπορούσε να συλλάβει–, αλλά γίνεται μια σχέση απαιτητική, που θέλει να δει ό,τι ήταν πέρα από τις δραστηριότητες (ή τις ικανότητες) της λογικής. Μια σχέση περισσότερο αισθητική παρά λογική, γιατί στον μεταμοντερνισμό (μετανεοτερικότητα) έχει πάψει η διάσταση υποκειμένου και αντικειμένου, εφόσον το δεύτερο θεωρείται έργο/ κατασκευή του πρώτου.
Μια λογοτεχνική langue –παραφράζοντας λίγο τον F. De Saussure– είναι η μεταμυθοπλασία, με την parole του κάθε συγγραφέα να είναι ο διάλογός του με το παρελθόν της γραφής. Είναι φανερό πως, σε μια τέτοια αντίληψη, εκείνο που θεωρείται ότι έχει διαταραχτεί είναι η πλασματικότητα μιας λογοτεχνικής ιστορίας ή, με άλλα λόγια, η συνείδηση ότι η γλώσσα είναι αδύναμη να υπηρετεί μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα.
Είναι, επίσης, φανερό ότι αναγκαίες προϋποθέσεις για τα παραπάνω είναι τόσο η θεωρία της γλώσσας όσο και της φιλοσοφίας, και μάλιστα η χρήση αυτών των μελετών στην κριτική θεωρία της λογοτεχνίας. Η συστηματική μελέτη της λογοτεχνικής γλώσσας από τον Κύκλο της Πράγας –που ενσωματώνει τον Ρώσικο φορμαλισμό–, η φαινομενολογική θεώρηση (W. Benjamin, E. Husserl, L. Goldmann κ.ά.), η παραδειγματική ανάλυση ποιημάτων του Baudélaire (κυρίως από τον Μ. Riffaterre και από τον R. Jacobson), ιδιαίτερα όμως η χειραφέτηση του αναγνώστη και της ερμηνείας –που αφομοιώνει σε μεγάλο βαθμό τις φαινομενολογικές αντιλήψεις (W. Iser)–, μετά τον «θάνατο του συγγραφέα» του γαλλικού στρουκτουραλισμού (R. Barthes) ήταν οι κύριες επιρροές. Κυρίως είναι η κλασική σχέση συγγραφέα – κειμένου – αναγνώστη, που φωτίζει, τώρα, την πλευρά του αναγνώστη και προβάλλει ως σταθερή αξία την ανάγνωση του κειμένου. Πράγμα, βέβαια, γνωστό από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, όπου η εξορία των ποιητών είχε αιτία την ηθική επιρροή τους στο κοινό, όπως και η αριστοτελική κάθαρση, που το κοινό είχε υπόψη της.
Η ανάδυση, ωστόσο, της υποκειμενικότητας του αναγνώστη, του μοναδικού παράγοντα που δίνει ύπαρξη σε ένα λογοτεχνικό κείμενο (E. Husserl), δεν γίνεται ερήμην της ιστορικότητας της ανάγνωσης (M. Heidergger και L. Goldmann). Ο αναγνώστης επηρεάζεται από την εποχή του, το ίδιο και η ερμηνεία (κριτική) του λογοτεχνικού έργου. Οι ερωτήσεις με τις οποίες πλησιάζει ένα κείμενο, οι απαντήσεις που αντλεί, τελικά η όλη ερμηνευτική προσέγγιση, έχει την σφραγίδα του παρόντος, και αυτός ο διάλογος παρόντος-παρελθόντος μας δίνει την παροντική προοπτική. Με άλλα λόγια, κάθε κείμενο εξαρτάται από την επάρκεια του αναγνώστη του, και επαρκής (κατά τον R. Ingarden) είναι εκείνος που ερμηνεύοντας ένα κείμενο μπορεί να απαντά σε κρίσιμα θέματα της εποχής του.
Το κριτήριο είναι η προώθηση μιας νέας σχέσης με την πραγματικότητα. Αν μέχρι τώρα αξιολογούσαμε ένα μυθιστόρημα π.χ. με το γεγονός πόσο αναγνωρίσιμη πραγματικότητα εμπεριέχει, τώρα, στο βαθμό που ο κόσμος έχει «απομαγευτεί» (: κατακερματισθεί) κι έχουμε μόνο θραύσματα στο χάος των γεγονότων και άρα αδυναμία σύλληψης (γνώσης) μιας ενότητας του πραγματικού, η μεταμυθοπλασία έρχεται να μας δείξει μια νέα δυνατότητα σύλληψης: μέσω της αισθητικής γραφής, ως μιας νέας αισθητικής που απέχει της παγιδευτικής πλασματικότητας. Το μεταμυθοπλαστικό κείμενο δεν στοχεύει στην ομοιότητα με την εξωτερική πραγματικότητα –υπάρχει τέτοια;– αλλά στην ίδια του την οντολογία ως «σημείου» (κατά την σημειωτική) της πραγματικότητας. Γι’ αυτό ειπώθηκε «ναρκισιστικό», δηλαδή μιμητικό κείμενο (L. Hutcheon), κείμενο που αντίθετα από το ρεαλιστικό μυθιστόρημα μιμείται την διαδικασία της κατασκευής του. Γι’ αυτό και η κριτική (ανάγνωση) είναι μια μιμητική πράξη, δημιουργική, ρίχνει φως σε όσα ενυπάρχουν. Ιδιαίτερα σε εκείνα που δείχνουν την κατασκευαστική διαδικασία του κρινόμενου κειμένου, όπως είναι η παρώδηση προηγούμενου κειμένου, η αλληγορία, η καθρεπτική («ναρκισιστική»/ αντανακλασιστική) mise en abyme κλπ.
Με αυτή την έννοια, η κριτική ερμηνεία, στο πλαίσιο της μεταμυθοπλασίας, αναλαμβάνει τον δημιουργικό ρόλο να αποκαλύψει μια πραγματικότητα που δεν είχαμε ανακαλύψει: την φύση, την οντολογία, ενός κειμένου-μαρτυρίας του παρελθόντος. Υπάρχουν θεωρητικοί της μεταμυθοπλασίας που βλέπουν στον κριτικό (και στην κριτική) ένα ρόλο ισοδύναμο του ήρωα στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Βέβαια, ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι πάλι ξανασυναντάμε τον Αριστοτέλη και την περί μίμησης ορολογία του, όπως την χρησιμοποιεί η λογοτεχνική θεωρία. Θα ήταν πραγματικά μια πολύτιμη προσφορά η εξέταση της αριστοτελικής θεωρίας μέσα από την χρήση της στη λογοτεχνική θεωρία.
Είναι πάντως γεγονός ότι η μεταμυθοπλασία δεν έχει εκείνο που κάνει την κλασικού τύπου αφήγηση ερεθιστική, γιατί της λείπει (σκόπιμα) η συνεχόμενη αφήγηση, η αριστοτελικού δηλαδή τύπου διήγηση (με αρχή, μέση και τέλος), που τροφοδοτεί την αναγνωστική περιέργεια. Γιατί η μεταμυθοπλασία εκλαμβάνει το λογοτεχνικό έργο ως ντοκουμέντο της εποχής του και την ανάγνωσή του ως μαρτυρία της εποχής της.
Σκέφτομαι ότι αν η φιλολογική μου δραστηριότητα έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο δώσει τις μικρές της απαντήσεις σε ερωτήματα ιστορίας των λογοτεχνικών φαινομένων, πάντα οι απαντήσεις θα αναζητώνται, γιατί η ιστορία θα διαμορφώνει τα νέα της ερωτήματα, ιδιαίτερα σε εποχές που μας έχουν τελειώσει πολλοί μύθοι. Αυτό που κυρίως μένει, είναι να ξαναδούμε από την αρχή ό,τι μας παραδόθηκε, να ερωτήσουμε την ίδια μας την ιστορία και τις σκοπιμότητες που κατά καιρούς υπηρέτησε. Και κυρίως αυτό: να ξαναδούμε τις σκοπιμότητες, και ποιες εξουσίες τις διαμόρφωσαν. Δεν γνωρίζω αν η απάντηση είναι η αφηγηματοποίηση της ιστορίας, ούτε τη διάρκεια αυτής της απάντησης, θα με εύρισκε πάντως σύμφωνη η ανάγκη να ξαναδούμε πολλά πράγματα από την αρχή.
Να δούμε ακόμη και τη μεταμυθοπλασία, στην ιδιαίτερη εκδοχή της στην νεοελληνική πεζογραφία, όπου η διαρκής και πολύπλευρη σχέση της με την ιστορία παράγει, ίσως, μια κριτική στάση απέναντι στο «νέο αβαθές» του μεταμοντερνισμού (Fredric Jameson)...
Η Γεωργία Λαδογιάννη διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου