Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Ολυμπείο, 2002, τέμπερα σε χαρτόνι, 8,3 x 27,5 εκ. |
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
Έχοντας ήδη εντοπίσει μεταμυθοπλαστικές τεχνικές
σε τρία κομβικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα (Φιλοθέου Πάρεργα, Παπατρέχας
και Πάπισσα Ιωάννα)[1],
θα περιοριστώ εδώ στην ανάδειξη στοιχείων που δείχνουν όχι μόνο, ή τόσο, την
επαφή αυτών των κειμένων με το μέλλον της πεζογραφικής παραγωγής, ήτοι τη
μεταμυθοπλαστική πραγματικότητα του 20ού αιώνα, αλλά τη σχέση τους με στοιχεία
του παρελθόντος, της ελληνόγλωσσης παράδοσης από την Αρχαιότητα έως και τον 18ο
αιώνα. Αυτά τα στοιχεία αναδεικνύουν α) την έννοια της «λογοτεχνικότητας» ή
αλλιώς της επιδίωξης του «κάλλους» του λόγου, του «ύψους» στο αίσθημα κατά την
πρόσληψη, εξαιτίας της καλλιτεχνικής υφής του λόγου και β) τις τεχνικές εκείνες
και τις ειδολογικές ταυτότητες που εμπεδώνουν τη συνειδητοποιημένη
αυτοαναφορικότητα του λόγου και τον παλίμψηστο (διακειμενικό) του χαρακτήρα.
Το πρώτο χρονολογικά από τα μυθιστορηματικά
υβρίδια, που διαφοροποιούνται σε σχέση με το παρελθόν του εκτεταμένου
αφηγηματικού μυθοπλαστικού λόγου, πατώντας ταυτόχρονα και στην παράδοση, είναι
το μυθιστόρημα Φιλοθέου Πάρεργα, γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα. Μη
θέλοντας ο Μαυροκορδάτος, όπως και αργότερα ο Κοραής, να χρησιμοποιήσει ένα
είδος που συνδέθηκε με τη φαντασία και το παραμυθιακό ή αλληγορικό στοιχείο,
δηλαδή τη μυθιστορία αλλά και τις νέες τολμηρές εκδοχές του μυθιστορήματος,
επιλέγει να χρησιμοποιήσει έναν όρο του παρελθόντος, το «πάρεργον», που
παραπέμπει σε μια ειδολογική κατηγορία[2].
Εκτός αυτού του πλατωνικού όρου, υπάρχει κι ένα ακόμη σημείο που συνδέει το εν
λόγω μυθιστόρημα με την κειμενική παράδοση, το οποίο αφορά στην έννοια της
Βιβλιοθήκης ή των Αναγνώσεων που προτείνει ο συγγραφέας[3]. Από τον
Απολλόδωρο έως τον Φώτιο, η Βιβλιοθήκη είναι ένα είδος λόγου το οποίο εγκιβωτίζει
πολλά έργα του παρελθόντος, βάζοντας τον αναγνώστη στο παιχνίδι της
περιπλάνησης στον κειμενικό κόσμο. Ο Μαυροκορδάτος συνδυάζει στοιχεία της
κειμενικής παράδοσης και τα συνθέτει σε ένα ρεαλιστικό, φιλοσοφικού τύπου
αφήγημα, μεταξύ σοβαρού και παιγνιώδους λόγου ή, κατά Schaeffer,
λογοτεχνικού και επικοινωνιακού λόγου.
Ο Κοραής επιλέγει έναν εξίσου παλιό, αλλά καίριο
για το θέμα που μας απασχολεί, ειδολογικό χαρακτηρισμό για τον Παπατρέχα,
το «παίγνιο», συνδυάζοντας έτσι τη σοβαρή και επικοινωνιακή λειτουργία των
«Προλεγομένων» με την παιγνιώδη, ήτοι λογοτεχνική λειτουργία. Ταυτόχρονα,
επιλέγει να τα συνδυάσει όλα αυτά με την επιστολική μορφή, ως πολύ αγαπημένη
στον Διαφωτισμό, για λόγους εγγύτητας με το κοινό και ευκολότερης εκλαΐκευσης.
Ακολουθώντας την ευρύτερη εκδοτική τακτική του, της Βιβλιοθήκης, ο Κοραής
επιλέγει να εμπλέξει τον αναγνώστη στην περιπέτεια της ανάγνωσης, αλλά και της
γραφής, με τρόπο δραστικότερο και χρησιμοποιώντας απλούστερη γλώσσα.
Τέλος, ο Ροΐδης αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση
και η Πάπισσα Ιωάννα το μοναδικό από
τα τρία μυθιστορήματα που είναι ολοκληρωμένο, αν και το τέλος του κάθε άλλο
παρά συμβατικά κλειστό είναι. Εκτός αυτού, πρόκειται για μεταμυθοπλασία που
λίγο διαφέρει από εκείνες του 20ού αιώνα. Ο Ροΐδης καταφέρνει να φτιάξει ένα
μυθιστόρημα που να διαβάζεται από τους πολλούς αλλά και από τους λίγους, το
οποίο βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία σε σχέση με τις νεοτερικές τεχνικές
και την ανανέωση του μυθιστορικού είδους. Ο «χαμαιλεοντισμός» του παρασύρει
πολλούς κατά τον 19ο αιώνα (αλλά έως και τον 21ο) να διαβάζουν την Πάπισσα ως ιστορικό μυθιστόρημα, όπως
φαίνεται π.χ. από τον πρόλογο της πρώτης γαλλικής μετάφρασής της (1878).
Ωστόσο, αν δούμε την ανάλογη μεταμυθοπλαστική
τακτική που ακολουθεί ο Ροΐδης και σε άλλα, μικρότερα κείμενά του, που
παρουσιάζονται ως μελέτες, αλλά δεν είναι ακριβώς, τότε θα καταλάβουμε ότι ο
ειδολογικός χαρακτηρισμός «διηγηματική εγκυκλοπαίδεια» που ο συγγραφέας δίνει
στο όλο έργο του δεν είναι τίποτα άλλο από μια αφήγηση à la manière de Pierre Bayle.
Για τη χρήση του λεξικού του Βαΰλου από τον
Ροΐδη έχω ήδη εντοπίσει την ενσωμάτωση ενός λήμματος, θραυσματοποιημένου και
αναδομημένου, με τελική αναίρεση της ιδεολογικής θέσης του γάλλου πρώιμου
διαφωτιστή στο ροϊδικό ομώνυμο «Καϊνίτες», ενώ κάτι ανάλογο ισχύει και για το
ροϊδικό κείμενο «Χρυσηίς», αλλά και για την Πάπισσα Ιωάννα σε πολλά της
σημεία. Κατά ανάλογο τρόπο, στο κείμενο «Ορέστης και Πυλάδης» ο Ροΐδης
εγκιβωτίζει μέρος της Histoire
comique des Etats et Empires du Soleil του Cyrano de Bergerac. Φυσικά, κάποιοι στέκονται στις παραπομπές που
ο Ροΐδης δίνει, και όχι στα κείμενα που κρύβει, και το κάνει με σκοπό να
ψαρεύει τους επαρκείς αναγνώστες κι όχι επειδή είναι λογοκλόπος που δεν μπορεί
να γράψει κάτι «πρωτότυπο».
Αν διαβάσει κανείς λήμματα του Λεξικού
του Bayle, θα διαπιστώσει ότι η παιγνιώδης διάθεσή του
είναι πολύ κοντά στον αφηγηματικό τρόπο του Ροΐδη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι
ο Έλληνας έχει απλά μιμηθεί τον Γάλλο. Η επάρκεια του αναγνώστη και γνώστη της
κειμενικής παράδοσης Ροΐδη είναι πέραν πάσης αμφιβολίας και δεν εμφιλοχωρεί η
επίδειξη γνώσεων. Γνωρίζει δε και την ελληνόφωνη παράδοση, κι αυτό που φαίνεται
να είναι μεταμυθοπλαστική τεχνική avant la lettre, στην
ουσία πατάει και στην παράδοση ειδών όπως η «Βιβλιοθήκη», η παρωδία και δη η
Λουκιανική, και η υστεροβυζαντινή παρωδία, όπως η Ακολουθία του Σπανού.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι για όλα αυτά τα
παραδείγματα χρειάζεται προσεκτική επανεξέταση του λογοτεχνικού υλικού και η
επανεκτίμησή του, υπό το φως της θεωρίας της λογοτεχνίας. Προκύπτει δε, εξ
αυτών των ευρημάτων, η ανάγκη της απομάκρυνσης από το ευρωπαιοκεντρικό μοντέλο
προσέγγισης, που δίνει έμφαση στο μύθο της καθυστέρησης και της υστέρησης τής
καθ’ ημάς παραγωγής έναντι των από δυσμάς κειμένων.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία
στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
[1]
«Η “ναρκισσιστική αφήγηση” της πρώιμης νεοτερικότητας και η περιοδολόγηση της
ελληνικής δημιουργικής πεζογραφίας», Πρακτικά
8ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων του Τμήματος
Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α., Τόμος Α΄: Βυζαντινή Φιλολογία, Νεοελληνική Φιλολογία,
Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα 2017, 123-140.
[2] Ό.π..σελ. 136.
[3] Ο Μαυροκορδάτος συνδυάζει τον τύπο των Βίων
Φιλοσόφων, με την αναφορά στη Βιβλιοθήκη και τον κατάλογο ονομάτων επιφανών
ανδρών, όπως το είδος “Περί ομωνύμων συγγραφέων” που ο Bayle εντοπίζει την ίδια εποχή στο λήμμα για τον Λ. Αλλάτιο, και το θεωρεί
χαρακτηριστικό των Αρχαίων, Βυζαντινών και υστεροβυζαντινών Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου