15/4/18

Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης


(το παρελθόν ως ιστορία και πρακτική)

ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΔΟΥΚΑ

[Το κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση στην Αθήνα του βιβλίου της Αιμιλίας Σαλβάνου, Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης (εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 256), στις 22/3/2018, και διατηρεί τον προφορικό του χαρακτήρα]

Καθώς προσπαθούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, αναζητώντας τον τρόπο για την παρουσίαση του βιβλίου της Αιμιλίας σκεφτόμουν τον Γιάννη Δουβίτσα, τον ιδρυτή των Εκδόσεων Νεφέλη. Πέθανε ακριβώς πριν από 15 χρόνια, στις 18 Μαρτίου.
Και έχει μεγάλη σημασία για όλους μας, πιστεύω, ότι οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι, μιας και τη σκυτάλη του Εκδοτικού παρέλαβε επάξια ο γιος του Περικλής.
Ποτέ δεν τόλμησα να δηλώσω ιστορικός κι ας έχω τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό του Καποδιστριακού. Τόλμησα όμως ως μυθιστοριογράφος να συναναστραφώ, αν θα μπορούσε να ειπωθεί αυτό, την Ιστορία, να συνομιλήσω μαζί της, να τη σεβαστώ αλλά και να την προκαλέσω, επιμένοντας στις διαστρεβλωμένες, συσκοτισμένες, αποσιωπημένες περιοχές της, πάντα ως πεζογράφος που φιλοδοξεί να εξανθρωπίσει το γεγονός.
Έχω διαβάσει κείμενα της Αιμιλίας στην Εφημερίδα των Συντακτών, γνωρίζω τη συνεργασία της με τη Μυρσίνη Ζορμπά στο «Δίκτυο για τα δικαιώματα του παιδιού», τη συμμετοχή της σε πολλές δράσεις για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες της εποχής μας--την ορατή πάντα υπενθύμιση της πολλαπλώς δοκιμαζόμενης ευθύνης μας απέναντι στο μέλλον.

Για την αξία, τη βαθύτερη σημασία, την αναγκαιότητα αλλά και την προσφορά του βιβλίου για το οποίο βρισκόμαστε απόψε εδώ, στη σύγχρονη ιστοριογραφία (όπως επισημαίνεται ήδη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου από τους πανεπιστημιακούς Αντώνη Λιάκο, Τόμας Γκάλλαντ, Αλέξανδρο Κιτροέφ) θα μιλήσουν απόψε οι κατάλληλοι, εγώ, θα περιοριστώ σε μια δική μου περιδιάβαση, θαυμάζοντας την πολυεπίπεδη διευθέτηση, διαρρύθμιση και τακτοποίηση του υλικού από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο.
Γεννημένη η Αιμιλία Σαλβάνου το 1972 στην Καλιφόρνια, στον Πρόλογο του βιβλίου της αναφέρει ότι οι ιστορίες της γιαγιάς της από τη Σμύρνη είχαν πάρει τη θέση των παραμυθιών στα παιδικά της χρόνια. Και όπως σημειώνει η ίδια αμέσως παρακάτω αυτές οι περιπέτειες-αφηγήσεις ήταν που κέντρισαν την περιέργειά της για τη μελέτη εκείνων των χρόνων, των γεγονότων, των παθημάτων.
Κι εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στην πολύ αγαπητή μου λέξη περιέργεια, που επιλέγει εύστοχα η συγγραφέας προκειμένου να ορίσει όχι μόνο την απαρχή της εμπλοκής της με το θέμα αλλά και να ρυθμίσει, κατά τη γνώμη μου, την περπατησιά και τις ισορροπίες της. Εφόσον ναι, εναρκτήριο λάκτισμα για να βγούμε από τη σπηλιά, δεν θα μπορούσε να είναι παρά μόνο η περιέργεια πλαισιωμένη από την ικανότητά μας να τη θέσουμε στην υπηρεσία της ανάγκης, μέσα από τη σύμπλευση πάντα της λογικής με το συναίσθημα.
Η Αιμιλία ανήκει στην τρίτη γενιά Μικρασιατών προσφύγων, το τραύμα της, επομένως, δεν είναι προσωπικό, η επιστημονική ενασχόλησή της, όμως, με το συγκεκριμένο θέμα ούτε τυχαία, ούτε αναίτια θα μπορούσε να θεωρηθεί. Πίσω από αυτή την ενασχόληση υπάρχει το επίκτητο βίωμα, ο οικογενειακός μύθος, που καλείται να διαχειριστεί η ίδια ως ιστορικός, κατακτώντας για λογαριασμό της επιστήμης της τη νηφάλια αφήγηση, και θέτοντας στην υπηρεσία των θεωρητικών, ή και ιδεολογικών, αποσκευών της, εκείνη την αντικειμενικότητα που θα την βοηθούσε να υποστηρίξει, να συντηρήσει, αλλά και να ελέγξει ταυτόχρονα, τον διάλογο και τον αναστοχασμό της συλλογικής μνήμης με την ατομικότητα.
Και από τον κατατοπιστικό Πρόλογο στην υποδειγματική Εισαγωγή για τις έξι ενότητες που ακολουθούν, με την εύστοχη, την ικανή να ανακινήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, επικεφαλίδα της η καθεμιά: Ο Μοντέρνος πρόσφυγας, Ο πόλεμος και οι πρόσφυγες ως ιστοριογραφικό γεγονός, Οι διαμεσολαβητές της μνήμης, Η ιστορία ως πρακτική, Η ιστορία ως γραφή, Συμπεράσματα. Έπονται: Παράρτημα, Πηγές, Βιβλιογραφία, Ευρετήριο--(όλα όσα δηλαδή πλαισιώνουν και επιβεβαιώνουν επιλογικά, σαν μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, τη σκευή, τον μόχθο και την επιστημοσύνη του ιστορικού).
Η παράθεση όλων αυτών δεν έχει να κάνει παρά μόνο με την επιγραμματική, κατά κάποιο τρόπο, παρουσίαση της κεντρικής ιδέας, της ουσίας αλλά και της χρηστικότητας του βιβλίου. Κι εδώ είναι η κατάλληλη, πιστεύω, στιγμή, να αναφερθώ στον πυκνό, ζωηρό αλλά και νηφάλιο αφηγηματικό λόγο της συγγραφέως. Μεθοδική ως προς τη διάταξη του υλικού της, σαφής, με άποψη, με καθαρό βλέμμα, επίμονη, αλλά χωρίς εμμονές, κατορθώνει με εξαιρετικά, κατά τη γνώμη μου, ευθύβολο τρόπο, αναζητώντας τη συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης, να αποτυπώσει τη σύγχρονη Ελλάδα όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από τη συγκρότηση της σύγχρονης Ευρώπης.
Και από αυτή την άποψη, Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης έχει τη χρηστικότητα επιτομής Ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από την οπτική των βίαιων (ακόμη και όταν προτάσσεται η βούληση) μετακινήσεων των πληθυσμών, καθώς απειλείται, περιορίζεται ή διώκεται, αλλά και αναζητείται, η εθνική και πολιτιστική-θρησκευτική τους ταυτότητα από τον 19ο αιώνα στον 20ό.
Πώς ο κάτοικος γίνεται λαός; Πώς ο μισθοφόρος εθνικός στρατιώτης; Πώς το γεγονός γίνεται φαινόμενο; Πώς το φαινόμενο γίνεται πρόβλημα; Πώς ποιήθηκαν η μνήμη και η ιστορία των προσφύγων, λοιπόν, πώς εντάχθηκαν στην εθνική μνήμη, μέσα από ποιες διαδικασίες, με ποιους κοινωνικούς μηχανισμούς;
Το Ανατολικό Ζήτημα, ο εξολοθρευτής πρώτος παγκόσμιος, οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13. Οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των Οθωμανών υπό διάλυση. Η Οκτωβριανή επανάσταση. Σταδιακός μετασχηματισμός της πολυεθνικής ρωσικής αυτοκρατορίας σε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Οι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, από τα μικρασιατικά παράλια, οι μετανάστες από τη μια αυτοκρατορία στην άλλη, οι περιπέτειες, οι μετακινήσεις, οι αναγκαστικές, οι εθελούσιες, οι προσωρινές, οι οριστικές, από τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στη Συνθήκη του Βερολίνου. Κι έπειτα από 42 χρόνια στη Συνθήκη των Σεβρών. Για να καταλήξουμε στη Συνθήκη της Λωζάννης. Ο Εθνικός Διχασμός. (Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. Βασιλόφρονες και αντιβασιλικοί). Η Μικρασιατική Καταστροφή. Ποιοι ακριβώς είναι οι Πρόσφυγες; Ομάδες ανθρώπων που δεν βρίσκονται στον τόπο τους; Ξεριζωμένοι, διωγμένοι, ηττημένοι; Πρόβλημα που πρέπει να διευθετηθεί από την κρατική παρέμβαση;
Πυρήνας του βιβλίου: Τραύμα-συλλογική μνήμη-ταυτότητα, μέσα από τις πολλαπλές παραμέτρους και διαμεσολαβήσεις τους. Ποικίλες οι εκδοχές, αντικρουόμενες οι αφηγήσεις. Οι πατριαρχικοί, οι εξαρχικοί, πληθυσμιακές ομάδες που καλούνται ή και εξαναγκάζονται να επιλέξουν, να αποφασίσουν, να οδοιπορήσουν. Με ή χωρίς ιθαγένεια, σε αναμονή. Πρόσφυγες από μια πατρίδα που δεν είναι πια δική τους και πρόσφυγες σε μια πατρίδα που δεν είναι ακόμη δική τους. Πώς ορίζεται η αμφίδρομη σχέση μεταξύ κράτους και προσφύγων, στην προσπάθεια ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία;
Στις 30 Ιουλίου του 1928 διαβάζουμε στην Καθημερινή : «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας. Αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα». Διότι βέβαια, άλλο να αγωνίζεσαι για τους «αλύτρωτους» αδελφούς και άλλο να μοιράζεσαι μ’ αυτούς το κηποχώραφό σου.
Τέλος της μεγάλης Ιδέας για τους Έλληνες. Το ελληνικό κράτος δεν θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει τον ελληνισμό, προκαλείται όμως να τον απορροφήσει. Ο πρόσφυγας ως μοχλός για τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα οδηγήσουν στην αγροτική μεταρρύθμιση, στη διαμόρφωση συστήματος υγείας και κοινωνικών ασφαλίσεων. Θα αναδυθεί η εργατική τάξη δίνοντας ώθηση στους κοινωνικούς αγώνες, που θα αποκτήσουν τη συνέπεια και την ορμή των ταξικών διεκδικήσεων. Έναν χρόνο έπειτα από την Οκτωβριανή επανάσταση θα ιδρυθεί Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος που θα μετονομαστεί έξι χρόνια αργότερα σε Κομμουνιστικό, προτάσσοντας δυναμικά τη διεθνή επαναστατική εμπειρία.
Ανάμεσα στην ενσωμάτωση και την αφομοίωση, στις πρώτες δεκαετίες έπειτα από τη Μικρασιατική καταστροφή, το πρόβλημα περιοριζόταν στην απόδοση ευθυνών και στην όποια κοινωνική αποκατάσταση των προσφύγων. Αφομοίωση ή αποκλεισμός; Αν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες ήθελαν να ενταχθούν στο εθνικό φαντασιακό διατηρώντας την πολιτισμική τους ταυτότητα, θα έπρεπε να δημιουργήσουν μόνοι τους τις προϋποθέσεις. Κι εδώ ο ρόλος της λογοτεχνίας, θα είναι εξαιρετικά δραστικός, καθώς διαμεσολαβεί αναδεικνύοντας το τραύμα, την αποξένωση, τη νοσταλγία για την πατρίδα που έμεινε πίσω, συμβάλλοντας έτσι στην ενσωμάτωση της εμπειρίας των προσφύγων στο εθνικό αφήγημα. Η μνήμη οριστικά πλέον δεν διεκδικείται ως δικαίωση αλλά ως πολιτισμική ταυτότητα.
Κι όπως θα περνούν οι δεκαετίες, (θα το οφείλουμε στον Μπένγιαμιν) ο χρόνος θα μας αποκαλύπτεται κατοικημένος από συνδυασμούς γεγονότων, νοημάτων, συνειδήσεων θα πυκνώνει ή θα αραιώνει ανάλογα, φέρνοντας κοντά το παρόν με το παρελθόν. Και καθώς θα σχετικοποιείται στις συνειδήσεις όλων η αντικειμενικότητα της εμπειρίας μέσα στα ιστορικά της συμφραζόμενα, θα κλείνει το χάσμα ανάμεσα σε μυθοπλασία και ιστορία στη λογοτεχνία, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξερεύνηση της υποκειμενικής εμπειρίας.
Ιστορία πια δεν θα είναι μόνο οι πόλεμοι, οι πολιτικές μεταβολές, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, θα είναι, θα δικαιούνται να είναι, και οι τραυματικές εμπειρίες των θυμάτων. Για να μετατραπεί, όμως, κάτι σε αντικείμενο ιστορίας χρειάζεται η αίσθηση, πραγματική ή φανταστική, της απώλειας του, διαπιστώνει εύστοχα ο Αντώνης Λιάκος. Και στην περίπτωση των προσφύγων η απώλεια ήταν όχι μόνο παρούσα αλλά και ικανή να αποτελέσει τον μοχλό του προσφυγικού αφηγήματος με τον καθοριστικό ρόλο των διανοουμένων, ως διαμεσολαβητών μνήμης.
Από την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα (1929) στο Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη (1931) (εμπειρίες από τα εφιαλτικά Αμελέ Ταμπουρού) κι από εκεί στο Οι νεκροί περιμένουν (1959) και Τα ματωμένα χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου έως το επίτευγμα του Κοσμά Πολίτη Στου Χατζηφράγκου (1963 ) (που θα δημοσιευτεί πρώτα σε 36 συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», 1962-63, μνημόσυνο στα σαραντάχρονα της Μικρασιατικής Καταστροφής) θα ανακύπτουν τα ερωτήματα: Πώς και γιατί συμπορεύεται η μνήμη με τον χώρο; Τι ακριβώς σημαίνει η υποκειμενικότητα των προσφύγων; Πώς ορίζεται η δυναμική του Λόγου (αλλά και της εικόνας) στην ανάπλαση του χώρου με μυρωδιές, αναμνήσεις, εικόνες, γεύσεις, ακούσματα; Πώς συνομιλεί το παρόν με το παρελθόν προσβλέποντας στο μέλλον με την ονοματοδοσία που παραπέμπει στις παλιές Πατρίδες των προσφύγων;
Με το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, Το Αρχείο Μικρασιατικής Λαογραφίας (που θα μετασχηματιστεί έπειτα από τον πόλεμο σε Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), με τους προσφυγικούς συλλόγους αρωγούς, ικανούς να μεταλαμπαδεύουν από γειτονιά σε γειτονιά το πολιτιστικό βίωμα, η Μικρασιατική Καταστροφή, από δεκαετία σε δεκαετία, έπειτα κυρίως και από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, (όπως καταλήγει συμπερασματικά η συγγραφέας) θα αυτονομείται όλα και πιο σταθερά ως εμπειρία ώσπου θα αποτελέσει από μόνη της τόπο μνήμης, πολιτισμική εμπειρία του ελληνισμού, αφορώντας όχι μόνο τους παθόντες αλλά το σύνολο των Ελλήνων. Η ατομική μνήμη θα μετατραπεί σε συλλογική μνήμη και η συλλογική μνήμη θα μετατραπεί σε ιστορία.
Κι έπειτα πώς η προσπάθεια διάσωσης της μνήμης θα μετασχηματιστεί σε προσπάθεια να καταστεί χρήσιμο για το παρόν το παρελθόν, επιλέγοντας ανάλογα από τη δεξαμενή των εμπειριών και των αναφορών; Πώς δηλαδή το ιστορικό παρελθόν θα αξιοποιηθεί ανάλογα με τη χρηστικότητα ή και την πρακτικότητά του; Πώς το αφήγημα για το χθες θα μπορούσε να έχει νόημα για το παρόν; Ποιο είναι το πρακτικό, ποιο το ιστορικό παρελθόν; Αν στο ιστορικό παρελθόν ανατρέχουμε για να ικανοποιήσουμε τη διανοητική μας περιέργεια, στο πρακτικό παρελθόν ανατρέχουμε για απαντήσεις που έχουν σχέση με το παρόν μας και τον τρόπο με τον οποίο θα πορευτούμε στο μέλλον. Το πρακτικό παρελθόν έχει συναισθηματική φόρτιση. Προσπαθώντας να το κατανοήσουμε και να το αφηγηθούμε κατανοούμε και νοηματοδοτούμε το παρόν μας. Κι έτσι, καθώς ισορροπούν η μνήμη και η λήθη σε ένα νέο εθνικό πλαίσιο αναφοράς, οδηγούμαστε σε μια νέα ιστορική συνείδηση που επιτρέπει την ενσωμάτωση και εθνικοποίηση των προσφύγων.
Τέλος, η επικέντρωση της συγγραφέως, συμπερασματικά, στον τρόπο που διαχειρίστηκαν το τραύμα οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από την Ανατολική και Βόρεια Θράκη βοηθάει στο να συναισθανθούμε πώς μια ομάδα μετατρέπεται σε κοινότητα που δεν μένει προσκολλημένη στο τραυματικό παρελθόν της αλλά με αφορμή το τραύμα συγκροτείται και κατευθύνεται προς το μέλλον. Πώς υποστηρίχτηκε, επίσης, μέσα από την εκδοτική προσπάθεια του Θρακικού Κέντρου, η διακριτότητα της Θράκης ως αναγνωρίσιμης γεωγραφικής ενότητας στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ταυτοχρόνως πώς μέσα από την επεξεργασία της μνήμης των προσφύγων αναδείχτηκε με επιχειρήματα η υπαγωγή της στο πολιτισμικό πλαίσιο της ελληνικότητας.
Πρέπει όμως να τελειώνω. Ευχαριστώντας την Αιμιλία Σαλβάνου για το ταξίδι προς τη συλλογική ενσυναίσθηση που μας προσφέρει — δεν θα μπορούσα να κλείσω αλλιώς την περιδιάβασή μου στο βιβλίο της, παρά μόνο με τη δική της καταληκτική διαπίστωση: Μέσω της συγκρότησης της προσφυγικής μνήμης οι πρόσφυγες επινόησαν τον εαυτό τους. Αυτή η διαδικασία όμως δεν αφορούσε μόνο τους πρόσφυγες, εγγράφηκε στην εθνική μνήμη. Σήμερα είμαστε όλοι πρόσφυγες. Και να λοιπόν πώς η Ιστορία ως πρακτική θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια κοινωνία ικανή να επανασχεδιάσει τις δομές της, ώστε να ζούμε όλοι μαζί ελεύθεροι, διαφορετικοί και ισότιμοι, ξεπερνώντας με συνοχή και αλληλεγγύη τα προβλήματα.

Βαγγέλης Γκόκας, Bluntness of affect, 2010, λάδι σε καμβά, 192 x 210 εκ., παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Elika Gallery

1 σχόλιο:

Diotima είπε...

Απαραίτητη ανάγνωση,,,
( Εμαι κι εγώ πρόσφυγας απο την γιαγιά μου, Θεοκτίστη/ Δοχτινιώ Ηλιάδη και την μάνα μου, απο τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης. Πρόσφυγας μιά ζωή.... )
Βασια Καρκαγιάννη Καραμπελιά