ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
MILLIEX ROGER (Συλλογή- Παρουσίαση), Φόρος
Τιμής στην Ελλάδα 1940 -1944. Κείμενα και μαρτυρίες Γάλλων πολιτών,
Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, 2018, σελ. 213
Μας ξάφνιασε ευχάριστα τούτη η σημαντική και άψογη έκδοση. Δεν μας
έχει συνηθίσει το Υπουργείο Άμυνας σε τέτοιου είδους εκδοτικές πρωτοβουλίες,
και είναι προς τιμή του τότε αναπληρωτή Υπουργού Άμυνας, Δημήτρη Βίτσα, που
είχε την πρωτοβουλία αυτής της έκδοσης. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή κατάθεση
μνήμης, Γάλλων γνωστών κι αγνώστων στους πολλούς, όλων των πολιτικών, πολιτιστικών
και θρησκευτικών αποχρώσεων, καθώς και από τον γαλλικό παράνομο τύπο, τη Φωνή της Ελεύθερης Γαλλίας, όπως και ψηφίσματα
φοιτητών, μα και του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, τα οποία αποτελούν ελάχιστο
φόρο τιμής προς τον Ελληνικό Λαό.
Ανοιχτή επιστολή «προς μια Ελλάδα ηρωική και παραδειγματική … έκφραση
λατρείας …. της Γαλλίας προς τον ελληνικό λαό», την χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Milliex. Μια επιστολή η οποία −λόγω των ανώμαλων ελληνικών
πολιτικών συνθηκών– έφτασε πολύ αργοπορημένα στον παραλήπτη της. ενώ είχε συνταχθεί
ανάμεσα στα 1945-48, είδε το φως της δημοσιότητας σε έκδοση του Γαλλικού
Ινστιτούτου Αθηνών, στα γαλλικά, μετά σχεδόν τριάντα χρόνια, μόλις στα 1979, και
χρειάστηκαν άλλα σχεδόν σαράντα για να εμφανιστεί φέτος επιτέλους και στα
ελληνικά. Μια επιστολή που δεν χάνει όμως την επικαιρότητά της, ιδιαίτερα στις
σημερινές συνθήκες, όπου, όπως ανέφερε ο P. Bourdan −και καταγράφει ως προφητική δήλωση ο Milliex− από το 1942 στο BBC «Κάθε αχαριστία απέναντι στην Ελλάδα ισοδυναμεί με προδοσία κατά της
Ευρώπης»!
Μια επιστολή που συνοδεύεται επίσης από 44έργα τέχνης −πίνακες,
γκραβούρες, σχέδια γλυπτών και 2 βιβλία− τα οποία επίσης το 1979 κατατέθηκαν στην
Εθνική Πινακοθήκη και πολλά από αυτά, όπως και σπάνιο φωτογραφικό υλικό της
περιόδου, πλαισιώνουν την παρούσα έκδοση. Την ιδέα και την επιμέλεια −αξίζει να
το καταγράψουμε− είχε ο καθηγητής Αριστείδης Γιαπαλής, Γενικός Επιστημονικός
Διευθυντής του Ινστιτούτου Διαρκούς Επιμόρφωσης του ΓΕΕΘΑ, πλαισιωμένος από μια
ομάδα εξειδικευμένων φιλολόγων, που εργάστηκε εθελοντικά, αποδίδοντας τα
κείμενα άρτια στα ελληνικά, αποτελούμενη από τους Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο,
Ειρήνη Χριστοπούλου, Ιωάννα Γιαννακοπούλου και Γιάννη Δεληγιάννη, και των
οποίων τα ονόματα, απλά και σεμνά, αναφέρονται στο τέλος του βιβλίου.
Προφανώς, είναι αδύνατον να
συνοψισθούν τα κείμενα που έχει συλλέξει ο Milliex , αυτός ο όχι απλά φιλέλληνας –αλλά, όπως εύστοχα
παρατηρεί στον μικρό του πρόλογο ο Βίτσας–«έγινε
ένα Έλληνας»! Που άλλωστε επέλεξε να αναπαυθεί στην Αττική Γη, το 2006. Δεν
πρόκειται για απλές δηλώσεις θαυμασμού, αλληλεγγύης και μιας έντονης ουμανιστικής
ελληνολατρίας αλλά πολλά από αυτά είναι ποιήματα και εξαίσια λογοτεχνικά
σπαράγματα, τα οποία σε οδηγούν να συλλαβίζεις φωναχτά, λέξη τη λέξη, έννοιες
και αισθήματα, που αναβιώνουν βιωματικά μέσα στην ουσιαστικά συνθηκολογημένη
Γαλλία, την ελπίδα και την χαρά που γεννούσε η ήττα της φασιστικής Ιταλίας στα
Αλβανικά βουνά, ως «πρώτο βάλσαμο στην
πληγή, πρώτο φως στη νύχτα» (Vidrag), ο ηρωισμός απέναντι στην Γερμανική εισβολή και την μάχη
της Κρήτης, αλλά και τον πόνο και την αλληλεγγύη την ώρα της πείνας, μα και την
αίσθηση της Ελευθερίας που έφερνε η ομολογημένη και από την Βερμαχτ, Ελληνική
Αντίσταση, τόσο των βουνών όσο και των πόλεων, χαρακτηρίζοντάς την Αθήνα «πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής αντίστασης» (Bayet).
Πολύ περισσότερο, δεν θα
επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τα ονόματα όλων όσοι έδωσαν την συμβολή τους σ’
αυτόν τον φόρο τιμής στον Ελληνικό Λαό, από τον Ντε Γκολ, μέχρι τον Σαρτρ, τον
Καμύ, τον Ζιντ, τον Κλωντέλ, τον Μωριάκ, τον Λε Κορμπυζιέρ, τον Μαλρό, και
βέβαια τον Οκτάβιο Μερλιέ, αυτόν τον «πνευματικό πατέρα» του Μιλλιέξ, που
επίσης έγινε, από φιλέλληνας ελληνιστής, Έλληνας, ή τους ζωγράφους, χαράκτες
και γλύπτες που κατέθεσαν έργα τους, όπως ο Πικάσο, ο Ματίς, ο Γαλάνης.
Πρόκειται τελικά για μια συστηματική
δουλεία, που «υπηρετεί την ιστορική
μνήμη», όπως αναφέρει στον χαιρετισμό του στην παρουσίαση του βιβλίου ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποσπάσματα της οποίας εμπεριέχονται στην έκδοση.
Δουλεία μερμηγκιού, η οποία άρχισε −όπως καταγράφει ο ίδιος ο Μιλλιέξ στον
πρόλογό του το 1979, που επίσης περιέχεται στην έκδοση− σε συνθήκες παρανομίας
στη Μασσαλία και την Λυών, και συνεχίστηκε μετά την επιστροφή του στην
μεταπολεμική Ελλάδα. Δουλειά συμβολής στην αυτογνωσία μας, που δεν πρέπει να
μείνει στα 1100 αντίτυπα της παρούσας έκδοσης.
Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Francesco Morosini, 2012, λάδι σε καμβά, 33 x 21 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου