ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΙΖΑΝΙΑ
Μια
αντινομία ταλανίζει την ιστορική ταυτότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων, και
αυτή ξεκινάει να εγχαράσσεται ήδη από την παιδική ηλικία. Πρόκειται για την
αντινομία μεταξύ της πολύ παλαιάς εμφάνισης των Ελλήνων στην ιστορία και της
ιστορικά πρόσφατης κοινωνικής και πολιτικής μας συγκρότησης ως λαού.
Το
βάρος της ιστορίας
Οι
Έλληνες αποτελούμε ασφαλώς έναν από τους αρχαιότερους πληθυσμούς του πλανήτη οι
οποίοι, όπως έχω πει αλλού, έχασαν την πολιτική κυριαρχία τους με την
Μακεδονική κατάκτηση, και βαθμιαία εξέπεσαν σε έναν από τους πολλούς
πληθυσμούς, μια από τις πολλές εθνοπολιτισμικές ομάδες υπό αλλεπάλληλες
αυτοκρατορικές κυριαρχίες, ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική. Οι Έλληνες, ήδη πριν
την κατίσχυση του χριστιανισμού, είχαν καταλήξει διάσπαρτοι ανώνυμοι πληθυσμοί
οι οποίοι κατοικούσαν στις αρχαίες ελληνικές περιοχές, τοπικές κοινωνίες, χωρίς
κανένα ιδιαίτερο γνώρισμα πολιτιστικό, χωρίς προσίδιο πολιτικό κέντρο.
Παρέμειναν απλά ελληνόφωνοι ακόμη και κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο τότε
που στα υπολείμματα της χριστιανικής αυτοκρατορίας αναπτύχθηκαν κάποιες τάσεις
πολιτικού εξελληνισμού. Προερχόμαστε από χωρικούς, ποιμένες, τεχνίτες, μικρούς
ναυτικούς οι οποίοι αποτελούσαν επί αιώνες τουλάχιστον το 90% των ελληνικών
πληθυσμών. Το υπόλοιπο; Κάποιος μικρής σημασίας αστικός πληθυσμός, αλλά από τον
οποίο άρχισαν να αναδύονται από τον 17ο αιώνα οι πρώτες, μετά από
αιώνες, σημαίνουσες αστικές ηγετικές ομάδες [1].
Με δυο λόγια για αιώνες οι Έλληνες υπήρξαν
ένας ανώνυμος πληθυσμός, όπως εκατοντάδες άλλοι στον πλανήτη, για τούτο και η
αναφορά στο όνομα Έλληνας δήλωνε μόνο
τους αρχαίους. Η οθωμανική κατάκτηση επιδείνωσε αυτό το καθεστώς αρχικά, όχι
μόνο επειδή η Οθωμανοί ήταν αλλόγλωσσοι, αλλόθρησκοι, ξένοι, αλλά και ακόμη
επειδή το Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο που ανέλαβε για λογαριασμό του
οθωμανικού κράτους την επιτήρηση των ορθόδοξων ραγιάδων ήταν (και παραμένει)
αυτό που λέει το όνομά του: οικουμενικό και όχι ελληνικό, ανεξαρτήτως του γεγονότος
ότι τα ιερά του κείμενα ήταν στα ελληνικά. Μάλιστα για τους ορθόδοξους
κληρικούς το όνομα Έλληνας αποτελούσε
τον κατεξοχήν άθεο, παγανιστή, το απείκασμα του κακού. Ακόμη και η κοινή αρχαία
ελληνική γλώσσα στην οποία εκφωνούνταν η πίστη από τον άμβωνα, ήταν απολύτως
ακατανόητη για τους ελληνόφωνους πληθυσμούς -και για τους περισσότερους αστούς.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί, συνεπώς, όχι μόνο δεν διέθεταν κάποιο επίπεδο σχετικής ενοποίησης,
αλλά ούτε καν μια ενιαία γλώσσα κατανοητή από όλους, καθεστώς πολιτιστικό το
οποίο άλλωστε ίσχυε και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τα ιερά τους κείμενα στα
λατινικά. Όμως εκεί οι Διαμαρτυρόμενοι από τον 16ο αιώνα έσπασαν
γρήγορα αυτό το καθεστώς γλωσσικής ακαταληψίας για τους πολλούς. Μετέφρασαν σε
κοινές τρέχουσες γλώσσες τα ιερά τους κείμενα και η εφεύρεση της τυπογραφίας
έκανε τα υπόλοιπα. Το όπλο του Λούθηρου ήταν η μετάφραση και η τυπογραφική
πρέσα. Στις ελληνικές περιοχές η τυπογραφία εισήχθη τρεισήμισι αιώνες αργότερα
όταν οι Έλληνες επαναστάτες αποβιβάζονταν στην Ύδρα, στην Πελοπόννησο με όπλα,
πυρομαχικά, χρήματα και φορητές τυπογραφικές πρέσες. Έως τότε οι Έλληνες
διανοούμενοι τύπωναν τα βιβλία και τα περιοδικά τους σε ευρωπαϊκές πόλεις.
Τι εννοώ με όλα αυτά; Πως εμείς οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είμαστε όντως
ένας εξαιρετικά αρχαίος πληθυσμός με πολλά και μεγάλης σημασίας επιτεύγματα
στην παλαιά ιστορία μας. Αλλά η νεωτερική αστική κοινωνική μας συγκρότηση
ξεκινάει περίπου δεκαεννέα αιώνες μετά την μάχη της Χαιρώνειας, και η
πολιτική-κρατική μόλις με τα πρώτα Τοπικά πολιτεύματα την Άνοιξη του 1821, τις
πολλές επαναστατικές συνελεύσεις που συγκροτήθηκαν τοπικά και ανέλαβαν πρωτόλειες
κρατικές λειτουργίες στο όνομα της Επανάστασης. Εισήλθαμε στην χορεία των
ευρωπαϊκών κρατών το 1830, έξι περίπου αιώνες αργότερα στην διάρκεια των οποίων
τα ευρωπαϊκά κράτη οσμώνονταν μεταξύ τους με κάθε είδους ανταγωνισμούς και
συμμαχίες. Πριν απλώς δεν υπήρχαμε πολιτικά.
Οι
απαρχές της πολιτικής ύπαρξης
Η μακραίωνη, λοιπόν, απουσία ενός ίδιου ελληνικού πολιτικού κέντρου (ας
μην μιλάμε για κράτος), μας θέτει ενώπιων ενός μεθοδολογικού ερωτήματος όταν
ξεκινάμε να μελετήσουμε την Επανάστασή, το ιδρυτικό γεγονός του έθνους μας.
Ποια είναι η σημασία και οι συνέπειες του γεγονότος ότι το ’21 αποτελεί την
μετάβαση από το καθεστώς των κατακτημένων τοπικών πληθυσμών σε μία αλλότρια
θεοκρατική δεσποτεία με αρχαϊκούς θεσμούς, στο καθεστώς του πολίτη σε
ανεξάρτητο νεωτερικό εθνικό κράτος; Ή για να το θέσω συγκριτικά, ποια είναι η
σημασία του δεδομένου πως η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους ξεκίνησε
από το μηδέν, σε αντίθεση με άλλες επαναστάσεις όπως η αγγλική, η γαλλική, η
ρωσική κ.α. στις οποίες οι επαναστατικές δυνάμεις συγκρούστηκαν και ενσωμάτωσαν
λίγο πολύ προϋφιστάμενες και πολιτισμικά δικές τους κρατικές δομές οι οποίες σχηματίζονταν
με την μορφή της μοναρχίας ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα; Στην ελληνική περίπτωση
έπρεπε να καλυφθεί ένα τεράστιο κενό, εκείνο το οποίο χώριζε το αρχέγονο
αυτοκρατορικό από το νεωτερικό εθνικό κράτος που επιδίωκαν οι αντίστοιχες ελίτ
των Ελλήνων.
Στην αφετηρία, αυτό το χάσμα
καλυπτόταν από το γεγονός πως τόσο στην Φιλική Εταιρεία όσο και στην Επανάσταση
οι ίδιες τοπικές ομάδες που ήταν ηγετικές κοινωνικά και οικονομικά πριν το ’21,
ανέλαβαν την οργάνωση της Φιλικής από το 1818, και την πολιτική ηγεσία της
Επανάστασης. Ήταν έμποροι, καραβοκυραίοι, διανοούμενοι οι οποίοι αποτελούσαν
τον ευρύ πυρήνα του νεωτερικού Νέου Ελληνισμού, με συμμάχους τους τοπικούς
προεστούς ιδίως της Πελοποννήσου, αρματολούς της ορεινής Στερεάς και του
Ολύμπου, λίγους αξιωματούχους του κλήρου και μικρές τοπικές ένοπλες
αριστοκρατίες, Μανιάτες, Σουλιώτες, Βαλτινούς αλλά και τμήματα ιδιαίτερων
εθνοπολιτισμικων ομάδων, όπως οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες. Αυτοί όλοι
συμφωνούσαν σε ένα ελάχιστο στόχο: να διώξουν τους Οθωμανούς ώστε να είναι
αυτεξούσιοι στους τόπους τους. Οι προεστοί της Πελοποννήσου, οι μόνοι στα
Βαλκάνια που διέθεταν κάποια συλλογική συγκρότηση όπως και οι αρματολοί με
άλλους όρους, επιδίωκαν, ανεξάρτητα οι μεν από τους δε, να ελέγξουν τις
περιοχές τους ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα, τουλάχιστον. Οι
αυτονομιστικές τους τάσεις είχαν, λοιπόν, σημαντικό παρελθόν και με αυτές τις στοχεύσεις
εισήλθαν στην Επανάσταση –αν και οι νεωτερικές ιδέες δεν τους ήταν τελείως
ξένες.
Ο
τύπος του κράτους και η ελευθερία
Οι στρατηγικές διαφορές μεταξύ
των παλαιών ελίτ οι οποίες αποτελούσαν χαμηλά γρανάζια του οθωμανικού κράτους στους
μικρούς τόπους τους, με τις νεωτερικές ομάδες των εμπόρων και διανοουμένων διαμόρφωναν
ένα δίλλημα στρατηγικής επιλογής: εθνικό κράτος ή τοπικές αυτονομίες. Ή αλλιώς
τι είδους κράτος και πως θα οργανωνόταν σε αυτό η ελευθερία το όνομα της οποίας
ήταν αναρτημένο σε όλα τα επαναστατικά λάβαρα, της στεριάς και της θάλασσας; Με
άλλους όρους, οι Έλληνες θα ήταν πολίτες του κράτους τους ή κάποιου τύπου
υπήκοοι τοπικών αυθεντιών; Ή ακόμη, ανεξάρτητο κράτος ή τοπικά προτεκτοράτα υπό
τον Σουλτάνο και την εγγύηση κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης -κάτι το οποίο είχε
προτείνει ο Τσάρος το 1824 και υιοθέτησαν αργότερα Βρετανία και Γαλλία.
Οι στρατηγικές διαφορές για το κράτος λύθηκαν εν
μέρει από την περιδίνηση όλων στην επαναστατική δυναμική, από την διαλεκτική
της ετερογονίας των σκοπών. Αλλά οι διαφορές λύθηκαν οριστικά με τον εμφύλιο
από το 1824 (που τόσο ανόητα και μίζερα αντιμετωπίζουν όλοι όσοι φοβούνται τις
ουσιώδεις συγκρούσεις) οπότε επικράτησαν οι νεωτερικές δυνάμεις και οι ιδέες
του έθνους. Αυτό που επικράτησε με την νίκη των νεωτερικών δυνάμεων στον
εμφύλιο ήταν το προσίδιο, ελληνικό, πολιτικό κέντρο να αποτελεί ηγεσία όλων των
Ελλήνων. Αυτό δημιουργήθηκε για πρώτη φορά μετά από είκοσι και πλέον αιώνες
στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822. Αποτυπώθηκε στο
σχετικό Προσωρινό Πολίτευμα, σημειωτέων Λαϊκό Πολίτευμα (République), με ανώτερα πολιτικά του όργανα το Βουλευτικό και
το Εκτελεστικό, με την Εθνοσυνέλευση ως ανώτατο πολιτικό όργανο του Έθνους του
οποίου οι Παραστάτες επιλέγονταν με εκλογές ήδη για την Εθνοσυνέλευση του
Άργους του 1823. Η εισαγωγή των πολιτικών δικαιωμάτων και της Λαϊκής
κυριαρχίας, όσο ατελής και αν ήταν, αποτέλεσαν μια μετάβαση μείζονος ιστορικής
σημασίας: οι Έλληνες μετασχηματίζονταν από ραγιάδες σε πολίτες. Και οι
διοικητικές δομές, το κράτος, άρχισαν να χτίζονται αμέσως, συνήθως από το μηδέν
ή με βάση τους στοιχειώδεις παλαιούς τοπικούς θεσμούς, αρχικά για να διαχειρίζονται
τις ανάγκες των επαναστατικών πολέμων. Και πολύ γρήγορα άρχισαν να ενσωματώνουν
εν μέρει τους πληθυσμούς στα εθνικά πρότυπα, εκλογές, πόλεμος, φόροι, κ.α.
Αν συγκριθούμε με τις κοινωνίες εκείνες με
τις οποίες είμαστε πολιτιστικά συγγενείς, τις ευρωπαϊκές, θα διαπιστώσουμε πως
το αχνοχάραμα στην ιστορία των δικών μας ηγετικών ομάδων τον 17ο
αιώνα, αυτών που διαμόρφωσαν τον νεωτερικό Νέο Ελληνισμό και αργότερα οργάνωσαν
και κέρδισαν την Επανάσταση, ξεκίνησε τέσσερις περίπου αιώνες αργότερα από την
ανάδυση των αντίστοιχων Ευρωπαίων συγγενών μας. Μάλιστα οι νεωτερικές αστικές
δυνάμεις στην Βόρεια Ευρώπη αναπτύχθηκαν λίγο πολύ υπό την πολιτική προστασία ενός
προσίδιου πολιτιστικά πολιτικού κέντρου μοναρχικού τύπου, τα οποία συγκροτούνταν
σχεδόν ταυτόχρονα ιστορικά με τις αστικές κοινωνίες από όπου αναπήδησε η νεωτερικότητα.
Παράδειγμα της υψηλής κρατικής προστασίας στις βλέψεις των ανερχόμενων αστών η
επέκταση του βορειοευρωπαϊκού εμπορίου στον πλανήτη, ο Μερκαντιλισμός.
Οι
Έλληνες, αντίθετα, έχτισαν την δική τους ιδιαίτερη οικονομική και άλλη νεωτερικότητα
με ιδιωτικά μέσα. Την στήριξαν σε ιδιωτικού χαρακτήρα κοινωνικές σχέσεις χωρίς
καμία κρατική ή πολιτική προστασία διότι δεν την διέθεταν. Εμπειρικά μιλώντας,
τα πέτυχαν όλα με δικά τους μέσα, έτσι και την Επανάσταση του ’21. Ήταν οι
ίδιες οι ελληνικές ηγετικές ομάδες οι οποίες οργάνωσαν, ηγήθηκαν και αρχικά χρηματοδότησαν
την Επανάσταση. Χαρακτηριστικά, οι καραβοκυραίοι των ναυτικών νησιών,
πολεμούσαν και κάλυπταν ταυτόχρονα τα έξοδα των πλοίων τους, εκείνων με τα
οποία οι ίδιοι και οι συντροφοναύτες τους ναυμαχούσαν, ενώ κάποια από αυτά
έκαναν εμπόριο για να κερδίζουν τα έξοδα κάλυψης των πολέμων.
Ένας
λαός με ειδικό βάρος, αλλά μικρός
Οι Έλληνες κέρδισαν την Επανάσταση ασκώντας
εντυπωσιακά θαρραλέες και ευφυείς πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τοπικά. Ακόμη
και μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και την πτώση του Μεσολογγίου
συνέχισαν να πολεμάνε, αντιστρέφοντας αργά την ήττα, αναγκάζοντας τους
Ευρωπαίους να στρατιωτικοποιήσουν την διπλωματία τους σχετικά με το ελληνικό
ζήτημα τον Ιούλιο του 1827, και τελικά υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να στραφούν
εναντίων των Τουρκο-αιγυπτίων στο Ναβαρίνο τον Οκτώβριο. Ωστόσο, τα άλματα της
μετάβασης από το αλλότριο αυτοκρατορικό στο προσίδιο νεωτερικό κράτος που
επέτυχαν σε ελάχιστα χρόνια οι Έλληνες, έφτασαν σε ένα όριο με το τέλος του Ρωσσο-τουρκικού
πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1829. Τότε αντιμετώπισαν ταυτόχρονα τρία στρατηγικά
διλλήματα, κυρίως όμως τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής για πρώτη φορά να
συναινούν όλες έναντι του ελληνικού ζητήματος, ακυρώνοντας έτσι την στρατηγική εκμετάλλευσης
των ευρωπαϊκών αντιθέσεων που εφάρμοζαν έως τότε οι Έλληνες.
-Το πρώτο δίλλημα ήταν μικρή ή διευρυμένη επικράτεια
όπως προέβλεπε το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Οι Έλληνες δεν διέθεταν επαρκή
στρατιωτική ισχύ ώστε να περάσουν με τις δικές τους δυνάμεις βορείως των ορίων
του άξονα Λαμία-Άρτα αλλά και να διατηρήσουν τον έλεγχο στο Νότιο και Ανατολικό
Αιγαίο. Έτσι το εύρος της εθνικής επικράτειας συσχετίσθηκε αποκλειστικά με τις
εδαφικές απαιτήσεις της νικήτριας Ρωσίας από την ηττημένη Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Αν οι ρωσικές απαιτήσεις θα ήταν περιορισμένες και εκτός
Βαλκανίων, τότε οι Έλληνες θα έπρεπε να αρκεστούν σε όσες περιοχές είχαν
κατορθώσει να απελευθερώσουν μόνοι τους και είχαν διατηρήσει. Και έτσι έγινε.
-
Το δεύτερο δίλλημα ήταν Λαϊκό πολίτευμα (République) ή απόλυτη μοναρχία; Το Λαϊκό
πολίτευμα που είχαν καθιερώσει οι Έλληνες στην διάρκεια της Επανάστασης με
θαυμαστή ταχύτητα και ικανοποιητική αρτιότητα, και για πρώτη φορά στην Ευρώπη
μετά την ήττα του Ναπολέοντα, εισήγαγε τα πολιτικά δικαιώματα και την Λαϊκή
κυριαρχία. Ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή η επαναφορά των αρχών της Γαλλικής
Επανάστασης από ένα μικρό λαό όταν κυριαρχούσαν τέσσερις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις
με καθεστώτα απολυταρχικά (οι τρεις με καθεστώς δουλοπαροικίας) με την Βρετανία
μόλις μια συρρικνωμένη ολιγαρχία; Αν και οι Έλληνες κέρδισαν, και πάλι μόνοι
τους, τα πολιτικά τους δικαιώματα λίγο αργότερα, τότε περιορίστηκαν στην
κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων.
-Και το τρίτο δίλλημα ήταν προτεκτοράτο ή ανεξάρτητο κράτος; Αυτό το ζήτημα το
απέσυραν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις το 1829 μετά την απόλυτη άρνηση των Ελλήνων. Αλλά
αντί άλλων σχολίων, ας μεταφέρω μια φράση και το πλαίσιο όπου συντάχθηκε. Τον
Απρίλιο του 1826 η Βρετανία και η Ρωσία υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Αγίας
Πετρούπολης το οποίο προέβλεπε λήξη της Επανάστασης με την δημιουργία ενός ελληνικού
προτεκτοράτου υποτελούς στο Σουλτάνο. Υπολόγιζαν για την αποδοχή του στις αλλεπάλληλες
ήττες των Ελλήνων με πρόσφατη την πτώση του Μεσολογγίου. Όταν η πολιτική ηγεσία,
δηλαδή οι Α. Μαυροκορδάτος, Ι. Κωλέττης, Γ. Κουντουριώτης κ. ά, ενημερώθηκαν σχετικά, συνέταξαν μια επιστολή
την οποία έστειλαν στον Πρωθυπουργό της Βρετανίας Γεώργιο Κάνινγκ όπου μεταξύ
άλλων έγραφαν: «Είναι αλήθεια ότι μπορεί
να καταστραφεί πλήρως ένας στρατός αλλά ποτέ ένας λαός ολόκληρος … στα βουνά,
στις σπηλιές, … στα σκιώδη ελληνικά δάση θα συνεχίσουν οι Έλληνες να πολεμάνε
τους Οθωμανούς».
[1] Πέτρος Θ. Πιζάνιας, Η ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400 έως
το 1820, εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου