ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
MARK MAZOWER, Όσα
δεν είπες. Ένα ρωσικό παρελθόν και το ταξίδι προς την πατρίδα. Φόρος τιμής,
μτφρ. Παλμύρα Ισμιρίδου, εκδόσεις Άγρα, σελ. 434
«Αυτό που με
εντυπωσιάζει είναι πως όταν εξερευνάς μια ζωή ή τις ζωές μιας οικογένειας ανά
τις γενιές, είναι ότι αυτές κάνουν επιλογές που καθορίζουν τις επιλογές των
επόμενων γενεών [...] Ξεκίνησα αυτή την αναζήτηση για να δω τους τρόπους με
τους οποίους η πολιτική και η προσωπικότητα είναι απόλυτα αξεδιάλυτες –όπως
συχνά συμβαίνει. Οι ιστορικοί συνήθως δεν μπορούν να εξερευνήσουν αυτή την
πτυχή γιατί δεν γνωρίζουν τους ανθρώπους»[1]. Αυτά
τα λόγια του Μαρκ Μαζάουερ συμπυκνώνουν πολύ εύστοχα την ουσία και το
διακύβευμα του τελευταίου του βιβλίου, υπονοώντας και τον
ιστό που δένει το έργο και το καθιστά τελικά κάτι παραπάνω από ένα αξιόλογο
ιστοριογραφικό πόνημα: τη βαθιά ανθρώπινη υπόσταση και τη συγκίνηση που το
διατρέχουν. Άλλωστε, όλο το βιβλίο είναι κατά κάποιον τρόπο αφιερωμένο στον
πατέρα του, που πέθανε το 2009∙ τίποτα δεν είναι πιο ενδεικτικό από τον ίδιο
τον τίτλο του έργου και από το β' ενικό στο οποίο είναι γραμμένος.
Ο Μαρκ Μαζάουερ
είναι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας, λόγω της ενασχόλησής του με την ελληνική
και ευρύτερα με τη βαλκανική ιστορία. Είναι, ταυτόχρονα, ένας διεθνώς
αναγνωρισμένος μελετητής της ευρωπαϊκής, κυρίως, ιστορίας του 20ού αιώνα. Αυτός
ο συνδυασμός είναι σπάνιος για τα ελληνικά δεδομένα, στοιχείο που καθιστά κάθε
βιβλίο του εκδοτικό γεγονός στην Ελλάδα[2].
Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε ένα βιβλίο που είναι εντυπωσιακό ακόμα και
για τα δεδομένα ενός τόσο σημαντικού επιστήμονα: μπορεί να μην είναι τόσο
ογκώδες όσο το Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ ή
τόσο περιληπτικό μιας τεράστιας χρονικής περιόδου όσο το Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων∙ είναι όμως ένα βιβλίο που θα
μπορούσε να γράψει μόνο ένας άνθρωπος με ιδιαίτερη εποπτεία του πεδίου του, με
συγγραφικό ταλέντο και με βαθιά ευαισθησία. Σε αυτό το βιβλίο, ο Μαζάουερ
εκκινεί από τη ζωή του πατέρα του, για να καταπιαστεί με την πορεία όλης της
οικογένειάς του από εκείνη την πλευρά, ξεκινώντας από τον παππού του, Μαξ –έναν
Εβραίο σοσιαλιστή και επαναστάτη της δυτικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας των αρχών
του 20ού αιώνα, που μετεγκαταστάθηκε στο Λονδίνο– και φτάνοντας κυκλικά και
πάλι στον πατέρα του, και τελικά στον εαυτό του –δηλαδή στον αφηγητή αυτής της
ιστορίας και ταυτόχρονα στον πιο πρόσφατο κρίκο αυτής της μεγάλης αλυσίδας. Ο
Μαζάουερ εξιστορεί αυτή την πορεία μιλώντας ταυτόχρονα ως ιστορικός και ως
μέλος αυτής της οικογένειας∙ αναμειγνύοντας την ενδελεχή ιστορική τεκμηρίωση
των «σκληρών» καταλοίπων του παρελθόντος –αρχεία, δημοσιεύματα, ημερολόγια,
αλληλογραφία, φωτογραφίες, κ.ά.– με τον προσωπικό του λόγο, με τα βιώματά του
και με ένα αναστοχαστικό βλέμμα στην ίδια τη διαδικασία αυτής της σαγηνευτικής
ανάμειξης. Με αυτά τα εργαλεία πλάθει μια αφήγηση που κινείται σε πολλαπλά
επίπεδα, τονίζοντας όμως πάντα ορισμένα στοιχεία που αναδεικνύονται ως τα
κέντρα γύρω από τα οποία εκτυλίσσεται όλη του η προσπάθεια –όπως θα έκανε,
δηλαδή, ένας ικανός ιστορικός.
Διαβάζοντας το
βιβλίο, ακόμα κι αν κάποιος δεν εστιάσει στα ιστορικά στοιχεία, είναι σαφή τα
νήματα της αφήγησης. Υπάρχουν θέματα και μεθοδολογικές επιλογές του Μαζάουερ
που καθιστούν την πολυεπίπεδη αφήγησή του προσιτή και στοχοπροσηλωμένη: καταρχάς,
όλο το έργο αφορμάται από την έννοια της σιωπής ως κινητήριας δύναμης για την
αναδήφιση του παρελθόντος –άλλωστε το ίδιο το βιβλίο τιτλοφορείται «Όσα δεν είπες». Ο παππούς Μαξ σιωπούσε για
το επαναστατικό του παρελθόν, θέλοντας να εξαφαλίσει ένα ήρεμο παρόν και μέλλον
στην οικογένειά του∙ ο πατέρας Μπιλ σιωπούσε κι αυτός για μεγάλα τμήματα του
παρελθόντος του, έχοντας διαμορφωθεί ως προς αυτό από την επιλογή του δικού του
πατέρα να αφήσει τα παιδιά του να «δημιουργήσουν τη δική τους σχέση με το
παρελθόν και το μέλλον, αντί να τους επιβάλει κάποιου είδους υποχρεωτική θλίψη
απέναντι σε αυτά» (σ. 124). Ένα άλλο σημαντικό θέμα γύρω από το οποίο
περιστρέφεται η αφήγηση είναι οι μετακινήσεις των ανθρώπων, η μετανάστευση και
ο χώρος ως συγκροτητικό στοιχείο της ιστορίας. Εδώ ο Μαζάουερ επιδεικνύει
ταυτόχρονα, αφενός, επιστημονική πληρότητα, εστιάζοντας σε ζητήματα που
βρίσκονται στην αιχμή των ιστορικών σπουδών –όπως η λεγόμενη «χωρική στροφή» (spatial turn) και η έμφαση στις μετακινήσεις πληθυσμών– αφετέρου, μια
ευαισθησία σε ένα από τα κυριότερα επίδικα του σύγχρονου κόσμου –τις
μεταναστευτικές ροές και τη διαδικασία επανεγκατάστασης σε ένα ξένο περιβάλλον.
Μάλιστα, η ιδιαίτερη περίπτωση των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης δίνει στον
συγγραφέα την ευκαιρία να μιλήσει εις βάθος για το πώς λειτουργεί ο θεσμός της
οικογένειας σε αυτές τις συνθήκες διαρκούς μετακίνησης, αντιμετωπίζοντας το
οικογενειακό του δίκτυο ως ένα παλίμψηστο διαφορετικών εκδοχών ενός κόσμου που είτε
χάθηκε είτε εν μέρει αφομοιώθηκε με καταλύτη τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Σε αυτό
το παλίμψηστο, σημαίνουσα θέση έχει η έννοια της ήττας· όπως το θέτει ο
Μαζάουερ σε ένα από τα πιο δυνατά αποσπάσματα του βιβλίου: «η τάση του να
ενδιαφέρεται κανείς για τους χαμένους της ιστορίας γοητεύει περισσότερο το
μυαλό μου από την εύκολη ταύτιση με τους νικητές της –κι ένας από τους βασικούς
λόγους είναι ότι στο τέλος κανείς δεν νικά στ’ αλήθεια. Ελάχιστοι θα ήταν σε
θέση να κατανοήσουν καλύτερα από τους μπουντιστές της γενιάς του Μαξ ότι η
λατρεία της επιτυχίας δεν είναι παρά μια άλλη μορφή φυγής από την
πραγματικότητα» (σ. 112).
Αξεδιάλυτο με αυτή
την πτυχή είναι και το μεγάλο ζήτημα της επίδρασης της ιστορίας στις ζώες των
ανθρώπων. Ο Μαζάουερ χειρίζεται εντυπωσιακά το υλικό του, ισορροπώντας ανάμεσα
στην ενδεχομενικότητα και στη διαμορφωτική –συχνά σαρωτική– ισχύ της ιστορίας,
και αντλώντας από τη μεγάλη παράδοση της βρετανικής κοινωνικής ιστορίας. Σε
αυτές τις περιπτώσεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον ιστορικό να μην
υποπέσει, από τη μία, στον ντετερμινισμό των ιστορικών γεγονότων, από την άλλη,
σε έναν εύκολο ψυχολογισμό που αγνοεί το πόσο βαθιά χαράζει η ιστορία την
πορεία των υποκειμένων. Η ισορροπία του Μαζάουερ είναι εδώ υποδειγματική και
ανάγεται τελικά σε έναν στοχασμό για το πώς μιλά κανείς για το παρελθόν
συνδυάζοντας τη μακροσκοπική με τη μικροσκοπική ματιά. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα
η γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό, στοιχείο που
αναδεικνύεται τόσο στην ανάλυση της εμπλοκής του παππού Μαξ στο σοσιαλιστικό κίνημα
του Μπουντ, όσο και στα πιο ήρεμα χρόνια της συμμετοχής του πατέρα του στον
μεταπολεμικό βρετανικό σοσιαλισμό. Έτσι, το Μπουντ λειτούργησε ως οικογένεια
για τον Μαξ, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις του πατέρα του συγγραφέα πλαισιώνονται
από την πολιτική του δραστηριότητα. Μάλιστα, οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους
δεν εμφανίζονται ως ψυχρά συστατικά ενός αποστειρωμένου δικτύου, αλλά ως δρώντα
υποκείμενα με ορίζοντες προσδοκιών, πεδία εμπειριών, όνειρα και ματαιώσεις. Σε
αυτό συμβάλλει τόσο η οικειότητα του συγγραφέα με τα βιογραφούμενα πρόσωπα, όσο
και η προγραμματική του επιλογή να αφηγηθεί «την ιστορία όχι ως μια ιστορία
τραύματος, θυσίας ή ματαιωμένων ταυτοτήτων, αλλά ως μια ιστορία αποδοχής ενός
νέου περιβάλλοντος χωρίς να παραιτείται κανείς από όσα εκτιμούσε στο παλιό»[3]. Ο
τρόπος που γίνεται αυτή η ανάλυση εμπίπτει στο επόμενο σημαντικό σημείο του
βιβλίου, τις μεθοδολογικές επιλογές.
Ο Μαζάουερ είναι
γνωστός για την ευρυμάθειά του και για την ικανότητά του να υποτάσσει
τεράστιους όγκους υλικού στο ιστορικό σχήμα που συγκροτεί. Στο συγκεκριμένο
βιβλίο αυτή η αρετή του λαμβάνει μια νέα μορφή, καθώς χειρίζεται οικογενειακό
υλικό που πρέπει να εγγράψει στο ευρύτερο χαώδες ιστορικό πλαίσιο. Αυτό το
κάνει κυρίως μέσω παρεκβάσεων από την ήδη πολυεπίπεδη αφήγησή του, όπου
κατορθώνει να εντάξει την ιστορία της οικογένειάς του στις μεγάλες ιστορικές
τάσεις κάθε είδους, από τις μετακινήσεις πληθυσμών και τη διανοητική ιστορία
μέχρι τις τεχνολογικές εξελίξεις –προσωπικά ξεχώρισα την εντυπωσιακή παρέκβαση
για την ιστορία της γραφομηχανής (σ. 76)– και τον «χάρτη του συναισθηματικού
τοπίου της Αγγλίας κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο» (σ. 368). Μέσα από αυτές τις
παρεκβάσεις αναδεικνύεται η άνεση με την οποία κινείται ανάμεσα σε διαφορετικά
πεδία της ιστοριογραφίας, χωρίς ποτέ να μοιάζει με ιστοριοδίφη που στιβάζει
πληροφορίες και χωρίς ποτέ να γενικολογεί. Αυτές οι παρεκβάσεις τοποθετούν τους
ανθρώπους μέσα στον μεγάλο καμβά της ιστορίας, και δείχνουν ταυτόχρονα πώς
διαμορφώνονται από αυτήν και πώς τη συνδιαμορφώνουν. Αυτή η μεθοδολογική
επιλογή του Μαζάουερ μπορεί να προσφέρει γόνιμους προβληματισμούς σε μια εποχή
που η ιστορική έρευνα φαίνεται να διαχωρίζεται σε όλο και περισσότερα υποπεδία
και να εξειδικεύεται –αναπόφευκτα ίσως, στο πλαίσιο του γενικού κατακερματισμού
της γνώσης– χάνοντας συχνά τη μεγάλη εικόνα, που είναι απαραίτητη για να
εξαχθούν χρήσιμα επιστημονικά συμπεράσματα. Ταυτόχρονα, αυτή η τάση έχει ως
αντίβαρο τη σχετικά πρόσφατη έμφαση στη διεπιστημονικότητα, αλλά παραμένει το
γεγονός ότι η καλή γνώση μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου συχνά
προϋποθέτει την ελλιπή γνώση άλλων, ακόμα και ιδιαίτερα συγγενικών.
Το βιβλίο του
Μαζάουερ –που εντάσσεται σε ένα σύνολο πρόσφατων ιστορικών διαγενεακών
αφηγημάτων[4]–
αποτελεί, λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα και πολύτιμη προσθήκη στη σύγχρονη
ιστοριογραφία, βασισμένη στην επίπονα αποκτημένη βαθιά γνώση της ευρωπαϊκής
ιστορίας του 20ού αιώνα και σε δύο στοιχεία που συχνά οι ιστορικοί αποφεύγουν ή
αδυνατούν να διαχειριστούν: τη συναισθηματική εμπλοκή με το εξιστορούμενο
αντικείμενο και τη φροντίδα της γραφής καθαυτής. Με λίγες, δυστυχώς,
εξαιρέσεις, οι ιστορικοί εκτιμούν την αποστασιοποίηση και την αποστειρωμένη
γραφή περισσότερο απ’ όσο ενδεχομένως θα ήταν ωφέλιμο. Ο Μαζάουερ έχει την
ικανότητα και το κύρος για να δοκιμάσει έναν διαφορετικό δρόμο, γράφοντας απολαυστικά
και με συναισθηματικό βάθος, χωρίς να καταφεύγει ποτέ σε απλουστεύσεις ή σε
συναισθηματικό εκβιασμό του αναγνώστη. Η αγάπη του για την οικογένειά του
γίνεται φακός υπό τον οποίο εξετάζει τόσο την ιστορία όσο και την ίδια του τη
συγγραφική πρακτική, πλάθοντας έναν φόρο τιμής στις προηγούμενες γενιές –με
έμφαση στην Οκτωβριανή Επανάσταση, πάνω στην επέτειο των 100 ετών από την
έκρηξή της– και στην ιστορική γραφή. Η εκτεταμένη χρήση των φωτογραφιών σε όλο
το βιβλίο το καθιστά ταυτόχρονα ένα οικογενειακό λεύκωμα και έναν πλήρη οδηγό
στην οπτική κουλτούρα της εποχής που εξιστορεί. Με το πέρας της ανάγνωσής του,
ο αναγνώστης μένει ταυτόχρονα με ένα αίσθημα ιστοριογραφικής πληρότητας και
βαθιάς συγκίνησης –πράγμα το οποίο ενισχύεται ιδίως από το τέλος του βιβλίου
και το οποίο σπάνια απαντάται σε ιστορικές μελέτες. Έτσι, ο Μαζάουερ δείχνει
ότι η ιστορική γραφή είναι, τελικά, πάνω απ’ όλα γραφή – και όπως κάθε καλή
γραφή, μπορεί να ανοίξει απάτητους δρόμους, τόσο διανοητικούς όσο και, εξίσου
σημαντικά, συναισθηματικούς.
Ο Χρήστος
Τριανταφύλλου είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών
[1] Σχόλιο του
συγγραφέα στο κανάλι youtube του
εκδοτικού οίκου που εξέδωσε το βιβλίο στα αγγλικά. Διαθέσιμο στη διεύθυνση:
https://www.youtube.com/watch?v=Hgwu6xDeYJw.
[2] Βλ. και τη
συνέντευξη που έδωσε στους ιστορικούς Βαγγέλη Καραμανωλάκη και Έφη Γαζή στο
πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Η ελληνική ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα.
Η συγκρότηση των νεοελληνικών σπουδών», διαθέσιμη στη διεύθυνση:
http://historiography.gr/index.php/en/encounters-with-historians-5/mark-mazower.
[3] Απόσπασμα
από το σχόλιο του συγγραφέα, βλ. σημ. 1.
[4] Βλ. την κριτική του Gavin Jacobson για το βιβλίο στους Financial Times (20.10.2017) στη διεύθυνση:
https://www.ft.com/content/fc6a3518-b25a-11e7-8007-554f9eaa90ba.
Κορνήλιος Γραμμένος, Καθεδρικός, 2016, ξύλο, μάρμαρο, 84 x 25 x 16 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου