4/3/18

Χριστόφορος Μηλιώνης


«το σκοτεινό κοτσύφι»

Κώστας Τσώλης, Φανοστάτης- Πλατεία Τρικάλων-Οικογενειακή στιγμή (δίπτυχο), 2007-08, ακρυλικό και κάρβουνο σε καμβά, 200 x 160 x 240 εκ.


ΤΗΣ ΠΟΛΥΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ, Καλαμάς κι Αχέροντας, Εκδόσεις Κίχλη 2017, σελ. 168

Τα κοτσύφια, δεν ξέρω πόσο είναι ο μύθος που τα συνοδεύει ή η αλήθεια, αλλά θεωρείται ότι είναι τα πουλιά που έχουν κατ' εξοχήν προσαρμοστεί στις πόλεις. Βρίσκουν μικρές περιοχές αγριότητας, μικρές οριακές νησίδες στο αστικό περιβάλλον και καταφεύγουν. Κάνουν χαρούμενα εκεί την εμφάνισή τους, τις κατοικούν, τις οικειώνονται. Κανείς δεν ξεχνά όμως ότι έρχονται από αλλού. Ανήκουν στην εξοχή σε αντίθεση με τα οικόσιτα πουλιά, τις καρδερίνες, τους φλώρους, τα καναρινάκια και άλλα που ζουν πια στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Με εμβληματικό τρόπο δηλαδή ο κότσυφας, όπως τον άκουσα από τον Χριστόφορο Μηλιώνη πριν οκτώ χρόνια σε μια εκδήλωση προς τιμήν του στην Παλαιά Βουλή, όταν διάβασε το πεζογράφημά του "Τα κοτσύφια της Αθήνας" είναι ο εσωτερικός μετανάστης. Αυτό που ήταν και ο ίδιος ο Μηλιώνης και που εξέφρασε στο έργο του: Την αγωνία και την νοσταλγία των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από την ελληνική επαρχία και ήρθαν στην πρωτεύουσα. Στο πεζογράφημα αυτό συναντά έναν κότσυφα σε ένα σύδεντρο κατηφορίζοντας την Οκταβίου Μερλιέ προς Ασκληπιού και τον "αναγνωρίζει". Είναι αυτός που τσιμπολογούσε τα μαρούλια στην αυλή του πατρικού του σπιτιού, ο κότσυφας της παιδικής ηλικίας και του μιλάει, σαν να είναι αδελφός του, ανακαλώντας όλο το χαμένο έδαφος και το τοπίο του χωριού, τα δέντρα, τις πλαγιές τα χρώματα και τα παιχνίδια. Τον προτρέπει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Μια επιστροφή ανέφικτη για τον ίδιο, που θα παραμείνει, όπως λέει, να βλέπει τα άλλα πουλιά, τα οικόσιτα, στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, στα κλουβιά τους.

Τον κότσυφα αυτόν που είδε στην Αθήνα ο Μηλιώνης μαζί με τα παγωμένα μαρούλια του κήπου έξω μαζί με τους κρυσταλιασμένους ατμούς της ανάσας, τα βραδινά όνειρα αποτυπωμένα στα τζάμια του σπιτιού, τον συνάντησα στις σελίδες του "Κοριαντολίνο". Πρόκειται για ένα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή "Καλαμάς και Αχέροντας" που επανεξεδόθη από την Κίχλη (προηγούμενες εκδόσεις Στιγμή 1985, και Κέδρος 1990) με ένα επίμετρο με κριτικά κείμενα και μελέτες για το έργο του Μηλιώνη των Σπύρου Τσακνιά, Γ. Δ. Παγανού, Αλέξη Ζήρα, Ελισάβετ Κοτζιά. Ένα μνημειώδες αλλά και εις μνήμην - μια και η έκδοση έγινε μετά το θάνατο του συγγραφέα – κλασσικό και σπουδαίο έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο κότσυφας στο Κοριαντολίνο πέφτει νεκρός από το μάνλιχερ του Θοδωρέλου, της ορντινάτσας του λοχαγού της πυροβολαρχίας του ελληνικού στρατού που έχει επιτάξει τον πρώτο όροφο του πατρικού σπιτιού το 1940 και έχει στο τραπέζι του ένα μπουκάλι από αυτό το εξωτικό λικέρ της Ρόδου που από τα κρυσταλλιασμένα από ζάχαρη κλαδάκια στο εσωτερικό του, όπως θα τα παρατηρεί ο αφηγητής σε κάποιο ταξίδι του στη Ρόδο, θα ανακαλέσει όλη την αλυσίδα των συνειρμών προς τον ανέφικτο μη τόπο της παιδικής ηλικίας. Ο Θοδωρέλος του διηγήματος σαν τον Τάκη Πλούμας του Μαλακάση τον κάνει βόλτες καβάλα με το άλογο στα σοκάκια του χωριού και φαίνεται ήταν ο ανομολόγητος έρωτας της αδελφής του.
Συνειδητοποιώ τώρα, κρατώντας στα χέρια μου την έκδοση αυτή, από που πήρα, από πού υποσυνείδητα έκλεψα τον τίτλο ενός εξομολογητικού κειμένου μου για τον Σημαδιακό, τον αρχέτυπα διαφορετικό χαρακτήρα, τον αταίριαστο και τον χρυσομηλιγγάτο που είχα στείλει στη διαδικτυακή ομάδα CRAFT σε ένα αφιέρωμα για την «Ετερότητα». "Εκείνο το καραβάκι..." έγραφα για το καραβάκι που δεν μπορούσε να αποπλεύσει στο «μυρολόγι της φώκιας», μιλώντας για την δυσκολία στην έμπνευση. "Εκείνος ο Σουραυλής" είναι ο τίτλος του διηγήματος του Μηλιώνη το αφιερωμένο στον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, ένα πανόραμα ενθυμήσεων από την Σκιάθο και τις Παπαδιαμαντικές του αναγνώσεις, ένα φιλολογικό μνημόσυνο στον κυρ Αλέξανδρο.
Μια συντροφία φίλων στο Επίμετρο συμπληρώνει με κριτικά κείμενα τον κύκλο των οφειλών, των αφιερώσεων, των επιρροών, των συνομιλιών και των καθρεφτισμάτων που γίνεται στο έργο του ίδιου του Μηλιώνη: Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ισμαήλ Κανταρέ (με το έργο του Ισμαέλ Κανταρέ τον στρατηγό της νεκρής στρατιάς συνομιλεί σε ένα διήγημα), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (βαθύς πνευματικός δεσμός), Δημήτρης Χατζής ("ο τελευταίος ταμπάκος" του Μηλιώνη είναι η συνέχεια τρόπον τινά του ομώνυμου διηγήματος εκείνου). Θυμάμαι πριν δυο χρόνια το είχα διαβάσει για πρώτη φορά στα Γιάννενα, πηγαίνοντας να εξακριβώσω τι απέμεινε από το Γυαλί καφενέ, μυθικό σχεδόν χώρο στον οποίο συμβαίνει η συνάντηση των φίλων στο πρώτο μέρος του διηγήματος.
Το κείμενο του Αλέξη Ζήρα, στο Επίμετρο, είχε διαβαστεί στα μέλη της επιτροπής Κρατικών Βραβείων το 1986, τότε που η συλλογή του Μηλιώνη πήρε επαξίως το Κρατικό Βραβείο διηγήματος. Κάθε συνεισφορά του επιμέτρου, συμπληρώνει τις γνώσεις του αναγνώστη όσον αφορά την θέση του έργου του Μηλιώνη στη γραμματεία, τα θέματά του, τον τρόπο του, τις επιρροές από τη νεωτερικότητα, είναι ένας απολαυστικός οδηγός μεσολάβησης, από τον μαγικό κύκλο των φίλων του συγγραφέα. Εκεί και η ιδέα της Ελισάβετ Κοτζιά για την εσωτερική μετανάστευση, η απόπειρα του Γ. Δ. Παγανού να συρράψει ένα αφήγημα από όλα μαζί τα διηγήματα, να τα εντάξει σε μια ιστορία.
Να προσθέσω κλείνοντας και μια μικρή παρατήρηση για τον συμβολικό ρόλο των πουλιών και των ζώων στα διηγήματα αυτά που φέρουν κάτι από την διευρυμένη συνείδηση του ανθρώπου που μεγάλωσε κοντά στη φύση. Γι’ αυτό και η εμμονή στο ρόλο της φώκιας, στο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη και τα δάκρυα της φώκιας, αλλά και η ταύτιση με το κοτσύφι, τον μετανάστη κότσυφα που έφυγε από το χωριό του Πωγωνίου με τα μαρούλια και ήρθε στην Ασκληπιού. Με τον ίδιο τρόπο ο αναγνώστης ξεβολεύεται με τον θρήνο του τσαλαπετεινού εκείνο το βράδυ που είχε ξενυχτήσει ο αφηγητής στην κοιλάδα για τον αδελφό του – η εμφάνιση των ψυχών στην ομίχλη – και που χρόνια αργότερα συναντά το πουλί σε ένα κλουβί στα ενοικιαζόμενα δωμάτια των διακοπών του. Ομοίως, η συγκλονιστική ταύτιση της Φρύνης, της κοπέλας που ο αφηγητής είδε γυμνή στην εφηβεία του, μέσα στο νερό του καταρράκτη, μα τι άλλο από ένα νέο «Όνειρο στο κύμα» με την Παπαδιαμαντική Μοσχούλα, το κορίτσι που έχει ίδιο όνομα με την κατσίκα. Και η Φρύνη έχει ίδιο όνομα με ένα ζώο, εν προκειμένο τον βάτραχο της στεριάς. Στο διήγημα του Μηλιώνη ο τράγος του Γκόντου −Χριστοδουλή υποθέτω– βατεύει στο τέλος την κατσίκα της, τι φρικιαστικές και αλλόκοτες ταυτίσεις και υποκαταστάσεις…
Τα διηγήματα, με την πιο λεπταίσθητη λογιότητα, ανασκάπτουν το κοινό ανθρώπινο αίσθημα της νοσταλγίας και της απώλειας της παιδικής ηλικίας, του ξεριζωμού αλλά και συνομιλούν με άλλους ομοτέχνους. Ομοτράπεζοι σε θερμό συμποσιασμό με τους ταμπάκους, ο Χατζής, ο Κανταρέ και ο Παπαδιαμάντης, ο Μηλιώνης και ο λόρδος Μπάυρον. Η βουβή σκάλα, που δεν πάει πουθενά και που μόνη απέμεινε από το σπίτι του πολιτικού πρόσφυγα στο χωριό Μπελογιάννης σαν το Παπαδιαμαντικό γιαλόξυλο «διηγείται αφώνους ιστορίας συμφορών και πνιγμών ολέθρου…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: