Ινώ Βαρβαρίτη, Expédition scientifique de Morée (1829- 2014), 2014, εγκατάσταση (25 σχέδια, μολύβι σε χαρτί, ξύλινες βάσεις), 110 x 370 εκ. |
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ
Το κείμενό του Κώστα Βούλγαρη «Τέχνη και πολιτισμός σε
μια χώρα της περιφέρειας», δημοσιευμένο στις «Αναγνώσεις» της Αυγής (22.10.2017), ξεκινά εν πολλοίς
από το ερώτημα αν η τέχνη σε μια χώρα της περιφέρειας μπορεί να σταθεί ισότιμα
απέναντι στην τέχνη των κυρίαρχων δυτικών χωρών. Η απάντησή του είναι ανέλπιστα
αισιόδοξη χάρη στην αποκαλούμενη δημοκρατία των μορφών. Κριτήριο της ισοτιμίας
είναι η μορφή ενός έργου τέχνης, η οποία ξεπερνά τις κυρίαρχες αφηγήσεις, επιβαλλόμενες άμεσα ή έμμεσα από το κέντρο στην περιφέρεια:
«Ποιο είναι όμως το κριτήριο της ισοτιμίας, ανάμεσα
στις εθνικές λογοτεχνίες, ανάμεσα στις εθνικές παραδόσεις των τεχνών; Κατά τη
γνώμη μου, μόνο το κριτήριο της μορφής. Η ιστορία των μορφών είναι, τελικά,
πολύ ανθεκτικότερη από κάθε άλλη ιστορική αφήγηση των πολιτισμών.»
Τα παραδείγματα που επικαλείται για τη δυνατότητα
έργων τέχνης της εγχώριας περιφέρειας να σταθούν ισότιμα έναντι του, υποθέτω
δυτικού, κέντρου είναι ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Ροΐδης. Συνήγορο στην προσέγγισή
του θα μπορούσε να βρει μια από τις πιο σημαντικές φιγούρες του μοντερνισμού,
τον Έζρα Πάουντ. Περιοριζόμενος στην ποίηση, ο Πάουντ υποστηρίζει ότι η
καλύτερη ιστορία της ποίησης είναι εκείνη στην οποία κάθε ποίημα θα επιλεγόταν,
«όχι απλά επειδή είναι ένα ωραίο ποίημα, ή ένα ποίημα που άρεσε σε κάποιον
κριτικό ή ανθολόγο, αλλά γιατί περιέχει μια επινόηση, μια συγκεκριμένη συμβολή
στην τέχνη της ρηματικής έκφρασης» (Ποιητική
Τέχνη, εκδ. Αστρολάβος/Eυθύνη, σελ. 51). Η αναζήτηση μιας «συγκεκριμένης
συμβολής στην τέχνη της ρηματικής έκφρασης» είναι ευθέως ανάλογη της «ιστορίας
των μορφών» που επικαλείται ο Βούλγαρης. H ποίηση και στους δύο αντιμετωπίζεται ως ένα πεδίο που συγκροτείται ιστορικά,
τεχνοτροπίες ανανεώνονται ή επανέρχονται, εν μέρει ή εν τω συνόλω, όπως συμβαίνει
στη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία (πεζογραφία και ποίηση) αλλά και
νεότερες τέχνες όπως ο κινηματογράφος.
Όμως η διατύπωση του Βούλγαρη καθιστά ορατή μια
ένταση: κυρίαρχη αφήγηση από τη μια πλευρά, καλλιτεχνική αξία από την άλλη. Όπως
αναφέρει, η καλλιτεχνική αξία ως μορφή είναι εκείνη που μπορεί να αντισταθεί
στην κυρίαρχη αφήγηση περί του τι αξίζει ή όχι σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο. Αλλά γιατί
η κυρίαρχη αφήγηση να μην συγκλίνει προς την καλλιτεχνική αξία, ή μάλλον, υπό
ποιές συνθήκες αποκλίνει αυτής; Προτού αναμετρηθούμε με το ερώτημα αυτό, ας
γίνει μια απόπειρα αποσαφήνισης του τι εστί κυρίαρχη αφήγηση.
Η κυρίαρχη αφήγηση είναι η αφήγηση που φτιάχνεται από
όσους έχουν κυρίαρχη θέση σε μια πρακτική, δηλαδή όσους έχουν την ισχύ να
διαμορφώνουν τους κανόνες των πρακτικών, τα κριτήριά τους. Αν περιοριστούμε
στην πρακτική της λογοτεχνίας, θέση ισχύος στα κριτήρια έχουν λογοτέχνες με το
ίδιο το έργο τους, εφόσον έχουν ήδη κερδίσει αναγνωρισιμότητα, διευθυντές
σύνταξης και κριτικοί σε εφημερίδες ή περιοδικά, μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι διά
των αποφάσεων κυκλοφορίας και προώθησης συγκεκριμένων έργων, πανεπιστημιακές έδρες,
επιτροπές αξιολόγησης και βράβευσης έργων, και φυσικά, τελικός κριτής είναι οι
ίδιοι οι αναγνώστες, ή αλλιώς, το αγοραστικό κοινό.
Κάπως έτσι, έργα στις περιφέρειες ή ομιλούμενα από μια
γλώσσα με μικρό αγοραστικό κοινό, όπως η ελληνική, εκ των πραγμάτων δεν μπορούν
να μετάσχουν ισότιμα στη διαμόρφωση των κριτηρίων. Η κυρίαρχη αφήγηση μπορεί
απλά να αγνοεί την ύπαρξή τους λόγω ελλιπούς βάθους αγοράς. Άλλη η θέση ισχύος
ενός αγγλόφωνου έργου και το κοινό στο οποίο απευθύνεται ή οι επιλογές του βραβείου
booker, και άλλη η θέση ισχύος ενός έργου περιφερειακής
γλώσσας ή η βράβευση από μια επιτροπή κάποιας αποικίας. Τούτη η εκ των
πραγμάτων ανισότητα κέντρου και περιφέρειας, με όρους αγοράς ή μεγέθους,
ενδυνάμωσε τις πολιτισμικές σπουδές στην Αμερική, αλλά παραμένει υπό συζήτηση
αν τα έργα της περιφέρειας που μεταφράζονται και ενίοτε έχουν αγοραστική
απήχηση, αντιμετωπίζονται ως φρούτα εξωτικά ή ως συμμετέχοντα δημιουργικά στη
διαμόρφωση κριτηρίων και τη ζύμωση περί καλλιτεχνικής αξίας.
Τηρουμένων των αναλογιών, η ένταση ανάμεσα σε κυρίαρχη
αφήγηση και καλλιτεχνική αξία ανιχνεύεται και εντός της περιφέρειας. Γι’ αυτό
κι εντέλει δεν είναι μόνο ποσοτικό ζήτημα η απόκλιση τούτων των δύο. Πόσω
μάλλον σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, όπως ο δικός μας, στον οποίο η διαπάλη για
ισχύ εντός των πρακτικών και το συνακόλουθο πλέγμα σχέσεων ή αλληλοεξυπηρετήσεων,
υπερισχύει κατά κράτος του όποιου αιτήματος για δημιουργικότητα και ανανέωση
στις πρακτικές αυτές, όπως αποδεικνύεται από την ατροφική τους υπόσταση.
Όμως τι οδηγεί εκ των πραγμάτων στη διάσωση της
καλλιτεχνικής αξίας, αντιστεκόμενο στις όποιες κυρίαρχες αφηγήσεις και τις ενίοτε
αποσιωπήσεις τους; Τι προκαλεί άρση της
έντασης ανάμεσα σε καλλιτεχνική αξία και κυρίαρχη αφήγηση; Ο Βούλγαρης δεν κάνει
την εύκολη αναφορά στον πανδαμάτορα χρόνο, τον τελικό κριτή των έργων τέχνης.
Επικαλείται τη στιγμή που ένας άλλος καλλιτέχνης θα βρεθεί αντιμέτωπος με το
έργο τέχνης του, πάνω σε μια λευκή σελίδα, έναν άδειο καμβά, ή μια λευκή
παρτιτούρα. Εκεί αναγκαστικά θα αναμετρηθεί με άλλες μορφές, εκεί θα αναδειχθεί
η όποια καλλιτεχνική αξία των άλλων έργων: «Γιατί η
ίδια η διαδικασία της τέχνης αναγκάζει τον καλλιτέχνη, τον κάθε καλλιτέχνη,
όταν βρίσκεται μπροστά στη λευκή σελίδα ή μπροστά στον λευκό καμβά, να δει πέρα
από τις κυρίαρχες αφηγήσεις του καιρού του· τον αναγκάζει να οριστεί μέσα στην
ιστορία των μορφών.»
Όντως κατά τη δημιουργική πράξη ένας καλλιτέχνης
αναμετράται με προγενέστερες μορφές, ψηλαφίζει λεπτομέρειες της τέχνης του και ανεξάρτητα
από τυχόν ασυμμετρίες ισχύος, θα αναγνωρίσει σε ομότεχνους την τάδε ή δείνα αξία.
Έχει ενδιαφέρον το κείμενο του Ελύτη με τίτλο «Oι σημειώσεις ενός λυρικού», από τη συλλογή Εν Λευκώ, στο οποίο κάνει ακριβώς αυτό,
εν είδει κριτικού δοκιμίου: απομονώνει στίχους άλλων ποιητών και δι’ αυτών και
μόνο φτιάχνει μία ταξινόμηση μορφικών τεχνοτροπιών που συνιστά και τη δική του
αφήγηση κριτηρίων, επιρροών και καλλιτεχνικής αξίας. Όπως κάθε αφήγηση, φυσικά,
υπόκειται και τούτη σε κρίση όσον αφορά το πώς ταξινομεί, τι αναγνωρίζει και τι
παραμερίζει.
Δύο τινά προκαλούν εντύπωση στην προσέγγιση του
Βούλγαρη για την άρση της έντασης ανάμεσα σε καλλιτεχνική αξία και κυρίαρχη
αφήγηση. Πρώτον, υπάρχει η σιωπηρή παραδοχή ότι ένας καλλιτέχνης θα πρέπει να
επισκοπεί το έργο των συγχρόνων του και δη μιας περιφερειακής λογοτεχνίας.
Δεύτερον, δεν εμφανίζεται πουθενά ο κριτικός
λόγος ως στοχασμός πάνω στην αξία ενός έργου τέχνης και τα κριτήρια αποτίμησής
του στην ιστορία του πεδίου που ανήκει. Έμμεσα μοιάζει σα να καταδικάζεται
εξαρχής ως έρμαιο της διαπάλης μεταξύ θέσεων ισχύος, χωρίς την υπόσχεση ότι
μπορεί, έστω και υπό συνθήκες, να αμφισβητήσει την εκάστοτε κυρίαρχη αφήγηση,
να διακρίνει την εξέλιξη μιας μορφής και το τι συνιστά καλλιτεχνική αξία.
Όμως ο κριτικός λόγος, προερχόμενος είτε από
λογοτέχνες είτε από κριτικούς, είναι συνήθως εκείνος που μπορεί με τη
διεισδυτικότητα του να διευρύνει, να δοκιμάσει αντοχές και, γιατί όχι, να ανατρέψει
καθιερωμένες αντιλήψεις. Κάτι που ο Βούλγαρης το γνωρίζει καλά, αν κρίνουμε από
τα κείμενά του. Ο κριτικός λόγος είναι εκείνος που κατεξοχήν οφείλει να άρει
την ένταση καλλιτεχνικής αξίας και κυρίαρχης αφήγησης, ψηλαφίζοντας αδιόρατες
γωνίες έργων τέχνης, εφόσον τούτες υπάρχουν. Οφείλει εντέλει στην ίδια του την
υπόσταση να διαβεί τον Ρουβίκωνα, μεταβαίνοντας από την περιοχή του
παραγοντισμού σ’ εκείνη της δημιουργίας, συμμετέχοντας έτσι στο δημιουργικό
διάλογο περί κριτηρίων και αισθητικών/ερμηνευτικών προτάσεων, ή αλλιώς, περί
καλλιτεχνικής αξίας.
Εδώ τώρα εισερχόμαστε στο κατεξοχήν ανοιχτό και
κρίσιμο ζήτημα, αν και κατά πόσο στην περιφέρεια υπάρχει συζήτηση και ζύμωση
επί των κριτηρίων, αν και κατά πόσο προκύπτουν αισθητικές προτάσεις, καλλιεργώντας
συνθήκες δημιουργίας έστω και διά της εναντίωσης. Αν προκύπτει αυτοσυνειδησία
και τριβή που με τη σειρά της μεταφέρεται στα καλλιτεχνήματα, ή αν μόνη
εναντίωση είναι η ad hominem. Όμως όσο επικρατεί η νοοτροπία του μεταπράτη, δεν
υφίσταται αυτοσυνειδησία έργων και κριτηρίων, ακόμα και για τα άξια έργα. Δεν
υπάρχει το αίτημα της δημιουργίας, παρά μόνο η αναμονή του μεταπράτη και ο
διαγκωνισμός για τη μετακένωση: ποιος θα πρωτοφέρει στην περιφέρεια την
καινούργια τάση από τον κέντρο.
Κάπως έτσι η, μάλλον τραγική, απουσία έστω και μίας
διατριβής για την Πάπισσα Ιωάννα,
όπως μας θύμισε ο Βούλγαρης, δεν μένει χωρίς συνέπειες στις εγχώριες ζυμώσεις
περί του τι αξίζει και τι όχι. Δεν μπορεί να προκληθεί ένταση και ζύμωση
ανάμεσα σε αισθητικά προτάγματα χωρίς αυτοσυνειδησία, αν τελικά δεν έχει
σημασία το τι λες αλλά σε ποιο στρατόπεδο ανήκεις, ή αν κυριαρχεί το μοντέλο
του κριτικού ως αρχιπαράγοντα και πέριξ αυτού η συνάθροιση λογής λογής
καλλιτεχνίσκων να εκλιπαρούν για ένα του νεύμα. Μέχρι τότε, η πρωτοπορία θα
παραμένει προνόμιο του εκάστοτε κέντρου, ή αλλιώς, σχηματισμών που έχουν αυτοσυνειδησία
και είναι ανοιχτές σε συγκρούσεις για αισθητικές καταθέσεις, με αιτήματα
ανανέωσης πρακτικών και κριτηρίων. Ανανεώνοντας έτσι μορφή κι ερμηνεία εαυτού
και κόσμου.
Ο Πέτρος Πολυμένης είναι συγγραφέας και διδάκτορας
φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου