14/1/18

Ο παρίας γλύπτης και η μινωική πριγκίπισσα

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ, Δύο γυναίκες, δύο θεές, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 204
    
Η Ρέα Γαλανάκη επιστρέφει σε οικείες πρακτικές μυθοπλαστικής αφήγησης με δύο νουβέλες φαινομενικά ασύνδετες που αφορούν σε δύο γοητευτικά πρόσωπα της ιστορίας και του μύθου. Τον παρία γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και το έργο της ωριμότητάς του σε πηλό «Αθηνά βοσκοπούλα» και την Αριάδνη, την εμβληματική πριγκίπισσα της Κνωσού. Η πρώτη νουβέλα είναι μια ιδιότυπη συνομιλία της συγγραφέως με τον καλλιτέχνη, σε δεύτερο πρόσωπο. «Ως εάν» να ήταν παρών. «Ως εάν» να καθόταν δίπλα της, σεμνός, λιγομίλητος και στοχαστικός όπως υπήρξε σε όλη τη διάρκεια του βίου του. Μια στοργική απεύθυνση, με άκρατο σεβασμό, εκτίμηση, θαυμασμό και τρυφερότητα. Μια συνομιλία με τον ιδιόρρυθμο μοναχικό δημιουργό που βασανίστηκε δια βίου από την ψυχική ασθένεια, τις καλλιτεχνικές αγωνίες, τον άγονο νεανικό έρωτα, την αυταρχικότητα του πατέρα και τη χειραγώγηση της ανυποψίαστης μάνας όσο λίγοι, αλλά βγήκε στο τέλος νικητής, λυτρωμένος και ελεύθερος.
Η δεύτερη νουβέλα δίνει το λόγο στην ίδια την Αριάδνη, την αγέρωχη μινωική ιέρεια, τη βλαστική θεά του αρχαίου κόσμου, την περήφανη πριγκίπισσα της Κνωσού, καλώντας την να αφηγηθεί εκείνη σε πρώτο πρόσωπο τη δική της εκδοχή του μύθου. Να μιλήσει εκ βαθέων για την προδοσία, τον θάνατο του Μινώταυρου, τον παράφορο έρωτα και την εγκατάλειψη από τον Θησέα.

Η Ρέα Γαλανάκη είναι φανερό ότι εμπλέκεται συναισθηματικά με τα δύο πρόσωπα των οποίων τα πάθη εξιστορεί, κάτι που αποσαφηνίζεται και στο επίμετρο που ακολουθεί τις δυο νουβέλες. Τα κείμενα αποπνέουν μια ειλικρινή συγκίνηση, χωρίς στοιχεία φιλολογικής εκζήτησης, μελοδραματικού λυρισμού ή σχολαστικής διαχείρισης των ερευνητικών τεκμηρίων και των αρχειακών πηγών, που σίγουρα είναι πολλές και έγκυρες. Γι’ αυτό και ο αναγνώστης ακολουθώντας το μονοπάτι που εκείνη χαράζει διεισδύει με τόση ευκολία στο σώμα του κειμένου. Σαν να ήταν έτοιμος γι’ αυτήν την εμπνευσμένη, ώριμη και υποβλητική αναγνωστική εμπειρία.
Η συγγραφέας επιλέγει να αφηγηθεί τον τελευταίο κύκλο της πολύπαθης ζωής του Γιαννούλη Χαλεπά. Τα εικοσιοκτώ χρόνια που έζησε στην Τήνο μετά τον πολυετή εγκλεισμό του στο φρενοκομείο της Κέρκυρας. Μια σκληρή περίοδος, σχεδόν δεκατεσσάρων ετών, την οποία πέρασε ο Χαλεπάς βυθισμένος στη μοναξιά, τη στέρηση, τη σιωπή και την καλλιτεχνική απραξία. Μια περίοδος που λήγει με τον θάνατο του πατέρα και την ελευθέρωση του από τη μάνα. Τη μάνα-σωτήρα που ταξιδεύει μέχρις εκεί σε προχωρημένη ηλικία για να τον πάρει και να επιστρέψουν μαζί στα πατρογονικά χώματα, αλλά και τη δεσποτική χειραγωγό μάνα-Μήδεια που του απαγορεύει να ασκεί την τέχνη του αφού τη θεωρεί μοναδική αιτία των δεινών του. Εκεί στον Πύργο, στο τηνιακό κεφαλοχώρι των φημισμένων μαρμαρογλυπτών, ο πασίγνωστος παράφορος δημιουργός της «Ωραίας Κοιμωμένης» με τις εξαίρετες σπουδές στο Μόναχο και την Αθήνα, ο ανυπέρβλητος νεοκλασικιστής καλλιτέχνης, που δίνει πνοή στο μάρμαρο και το ζωντανεύει, δεν θα πλησιάσει ξανά το παγωμένο, άκαμπτο, σκληρό και πάλλευκο υλικό των έργων της νεότητας του. Των μεγαλόπνοων μνημειακών δημιουργιών, με το αποτύπωμα της αιωνιότητας και της αθανασίας, του πάθους και της έμπνευσης, που συγκίνησαν το κοινό, τους ειδήμονες και τους ομοτέχνους του. Θα αρκεστεί στον ταπεινό πηλό ή καλύτερα θα τον επιλέξει.
Ο παρίας γλύπτης, ο λωλός του χωριού που κάνει αγόγγυστα θελήματα, ο έκπτωτος άγγελος με το θείο χάρισμα, περιπλανάται στα άγονα πετρώδη όρη, βόσκοντας ως ταπεινός ποιμένας τα λίγα πρόβατα της οικογένειας, σύμφωνα με τη θέληση της μάνας και ζει πια «ως ήσυχος». Εκεί συλλέγει μυστικά φούχτες χώματος, που βρίσκει στις κοιλότητες των βράχων και μ’ αυτό το ταπεινό υλικό της γης, που κρατά κάτι από τη θέρμη των δακτύλων που το πλάθουν, δίνει υπόσταση στις παθιασμένες ιδέες και στα πυρετικά οράματά του. Στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού πειραματίζεται με φρενήρη ορμή, σκιτσάροντας στους τοίχους, δημιουργώντας και καταστρέφοντας, πρώτα κρυφά από τη μάνα και μετά τον θάνατο της φανερά. Πλάθει και χαλά, αναζητώντας το μη-νοητό, το άπιαστο στην απόδοση των μυθολογικών μορφών που στοιχειώνουν το μυαλό του. Ανάμεσα σ’ αυτές δημιουργεί και την «Αθηνά βοσκοπούλα», το γλυπτό που απεικονίζει τη θεά της σοφίας χωρίς την πολεμική της περιβολή, την περικεφαλαία και το δόρυ. Σμιλεύει μια ειρηνική θεά, μια μητρική φιγούρα με αγέρωχο ύφος, μια ταπεινή βοσκοπούλα με το κατσικάκι να χαϊδεύεται στο χέρι της. Μια σοφή τηνιακή αγρότισσα με ανασκουμπωμένα μανίκια, που φορά περίτεχνα το κεφαλομάντηλο της, όπως διασώζουν οι γκραβούρες της εποχής.  
 Όταν θα ανακαλυφθεί για δεύτερη φορά από διανοούμενους, καλλιτέχνες, φιλότεχνους και δημοσιογράφους στον τόπο του να μονάζει, να δημιουργεί αλλά και να βόσκει πρόβατα, δίνοντας σ’ αυτά τα πλάσματα της πραότητας και της αγαθοσύνης όλη του τη στοργή, δεν θα αλλάξει τίποτα στη ζωή του. Ακόμα και όταν με τη δική του βούληση επιστρέψει στην Αθήνα για να ζήσει, σεβάσμιος γέροντας πλέον και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, ανάμεσα στους συγγενείς του. Λες και η ταπεινότητα και η απόσυρση είναι το καταφύγιό του. Εκεί όπου ασκητικός και απόμακρος, αφοσιωμένος και απερίσπαστος από κοσμικές συμβάσεις και καλλιτεχνικούς πειθαναγκασμούς, παραδίνεται ολόψυχα στη θεία τρέλα της τέχνης του. Πρωτοπόρος, «μοντέρνος» και επιτέλους ελεύθερος.
Η Αριάδνη, η  ηρωίδα της δεύτερης νουβέλας της Ρέας Γαλανάκη, η μυθική πριγκίπισσα της Κνωσού, η ερωτευμένη κόρη, η γυναίκα, η θεά, μετεωρίζεται στο μεταίχμιο δύο κόσμων. Η ιστορία της κείται ανάμεσα στο λυκόφως του αρχαίου κόσμου και στην αυγή ενός νέου, καθώς με τη δική της παρέμβαση αλλάζουν οι συσχετισμοί της εποχής και η σκυτάλη της ηγεμονίας περνά από τη θαλασσοκράτειρα Κνωσό στην μέχρι χθες υποτελή Αθήνα. Ο φόνος του Μινώταυρου, ο άναρχος ανάρμοστος έρωτας για τον Θησέα και η φυγή μαζί του δεν είναι μόνο η απερίσκεπτη παρέκκλιση μιας ανυποψίαστης ξελογιασμένης κοπέλας που εγκαταλείπει την πατρική εστία, αλλά το οργανικό κομμάτι μιας νέας κοσμογονίας, που εγκαθιδρύει νέες ισορροπίες σε στεριά και θάλασσα, καθώς νέοι θεοί και νέα φύλα αναδύονται. Η δική της αφήγηση, με την εμφατική χρήση του «εγώ», δίνει μια άλλη διάσταση στον μύθο. Άλλη από αυτήν που διασώζει η ελληνική γραπτή παράδοση, η οποία εμπιστεύεται την μετάδοση και την ερμηνεία των όσων διαδραματίστηκαν στον τροπαιοφόρο αλαζόνα άντρα. Τον Θησέα που βγήκε σώος από τον λαβύρινθο ξετυλίγοντας τον μίτο που εκείνη του έδωσε, που σκότωσε τον Μινώταυρο με τη δική της συνδρομή, ώστε να επιστρέψει νικητής και να αποσπάσει τον θρόνο της Αθήνας από τον γέροντα πατέρα του. Η φράση κλειδί που φωτίζει τις κρύφιες και αδιόρατες πτυχές του μύθου είναι και η εισαγωγική στην εξιστόρηση: «Έκανα πως κοιμόμουν και τον άφησα να φύγει. Κατόπιν παραδόθηκα σε έναν βαθύ, παυσίλυπο ύπνο. Τον είχα απόλυτη ανάγκη»
Όχι η Αριάδνη, εκπρόσωπος των αγέρωχων και ελεύθερων γυναικών της Κνωσού που συμμετέχουν ισότιμα στα κοινά, δεν εγκαταλείπεται από τον Θησέα στο ακρογιάλι της Νάξου μετά την πρώτη και μοναδική νύχτα του έρωτα. Εκείνη αφήνει τον ωραίο ξένο να φύγει αφού η ερωτική μύηση που την οδήγησε από την παρθενική αθωότητα στην επώδυνη ενηλικίωση έχει συντελεστεί. Ως ιέρεια της υφαντικής τέχνης κλώθει και υφαίνει τη συνέχεια του μύθου, διαισθανόμενη ότι όλα έχουν αναπότρεπτα διακυβευτεί στους λαβυρίνθους του χρόνου. Ως βλαστική θεότητα γνωρίζει τη σημασία της κυκλικής εναλλαγής των εποχών. Ο φόνος του σκοτεινού έγκλειστου και τερατόμορφου αδελφού της σηματοδοτεί τη γένεση μιας διαφορετικής τάξης πραγμάτων. Η πτώση της ανοίγει μια νέα προοπτική και δίνει άλλο νόημα στην έγερσή της. Ο Διόνυσος, ο τοπικός Κρήσιος θεός, ο αγαπημένος των ανθρώπων, που δεν ανήκει στο νέο δωδεκάθεο, της προσφέρει τον έρωτά του και την παντρεύεται για να διασφαλιστεί η όσμωση και η συνέχεια των δύο κόσμων και να γίνουν όλα σωστά. Όπως εκείνη το ονειρεύτηκε πρώτη στην έρημη ακρογιαλιά της Νάξου.
Οι δύο νουβέλες της Ρέας Γαλανάκη χαρακτηρίζονται από πλούσιες καταθέσεις ψυχής και αίματος, μνημονικών θραυσμάτων και πρωτογενούς βιωματικής ύλης. Δεν ξεχωρίζουν από τα άλλα πολλά και μη εξαιρετέα παραδείγματα του είδους από την ευφυέστερη διαχείριση κάποιων σαγηνευτικών πληροφοριών για τη ζωή των ηρώων ή από την πιο εμπνευσμένη ανάδειξη κάποιων ιδιαίτερων πτυχών της ιστορίας ή του μύθου. Δεν διαφέρουν από την πλέον επιτυχημένη ανασύνθεση και ανασυγκρότηση του διαθέσιμου πραγματολογικού υλικού και των ιστορικών τεκμηρίων ή από την στέρεα τεχνική, τη μαστοριά και την μυθοπλαστική δεινότητα. Σημαντικές παράμετροι που δεν είναι καθόλου αμελητέες στην δημιουργία του ιστορικού αφηγήματος. Αλλά από αυτήν την προσωπική εμπλοκή της συγγραφέως με το θέμα που της δίνει τη δυνατότητα να φτιάξει έναν νέο κόσμο, αυτόνομο και αυτόφωτο, και να του εμφυσήσει πνοή μετουσιώνοντάς τον σε κάτι ζωντανό. Με σάρκα και αίμα.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας  

Στεφανία Στρούζα, Συνθήκες (α)πιθανότητας, 2010, εγκατάσταση, 250 x 210 x 160 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: