1/10/17

Οκτώβρης

Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσανται παντός αγαθού. Αυτό άκουγε ο ερημίτης και την ίδια στιγμή άκουσε και τον λόγο υπέρ ισχυρού και όχι υπέρ αδυνάτου, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και εκ νέου συνειδητοποίησε το φρικώδες της αντίστιξης. Την άφατη υποκρισία που βλέπει τον Όλον Άλλον ως ένα παρακολούθημα έσχατο μια μονάδα χαμένη στο στατιστικό λάθος. Το έδιωξε αμέσως από το μυαλό του τούτο το παράλογο πράγμα. Γιατί πως μπορείς ταυτόχρονα να υμνείς τον Κύριο και να ετοιμάζεις την σφαγή των αμνών; Αλλά αυτή η σφαγή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ακόμη μια στιγμή μίσους για τον Λαό, για τον Λαό που απαρτίζεται από τους Όλους Άλλους χωρίς καμία έκπτωση, χωρίς κανένα χαμένο μέρος της ύπαρξής τους. Γιατί όταν τεμαχίζεις τον Λαό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας εκδοροσφαγέας που δουλικά εξυπηρετείς τα αφεντικά σου.
Τα άφησε πίσω του ο ερημίτης αυτά τα σκαιά και γύρισε στο κονάκι του να διαβάσει τους ψαλμούς του Δαβίδ. Ότι τις αμαρτίες μου εγώ γιγνώσκω Κύριε, και αφού τις γνωρίζω σκέφτηκε ο ερημίτης τις αγαπώ γιατί είναι κομμάτι από το είναι μου. Είναι αυτές που με οδήγησαν μέσα από μια ατελείωτη νύχτα στην ηρεμία του μετά-πόνου.  Γιατί έπρεπε να ενωθεί ο θρήνος των χαμένων με την ελπίδα μιας ζωής που ακόμη υπάρχει. Γιατί έπρεπε να πένθος μιας μητέρας να χαθεί να σβήσει από την μνήμη να ταπεινωθεί να πάψει να είναι ένα κυριαρχικό είδωλο.
Αυτά σκεφτόταν ο ερημίτης στις άκρες του βουνού εκεί που ψάλει ο άστεγος και ο άκληρος την θλίψη του. Και σκεφτόταν πάνω στην έννοια του Ελέους, κάτι που βρίσκονταν μακριά από τον Νόμο αλλά και που δεν άγγιζε καθόλου την ιταμή έννοια της φιλανθρωπίας. Γιατί σκέφτηκε πως το Έλεος είναι μια επί της ουσίας επανασύσταση της σχέσης με τον Άλλον, δεν είναι μια τυπική εγκαρτέρηση για τα βάσανα του άλλου. Για να μπορέσεις να ελεήσεις τον Άλλον πρέπει να έχεις καταφέρει να ελεήσεις τον εαυτό σου και αυτό γίνεται όταν φτάσεις στην άκρα ταπείνωση απέναντι στο εγώ σου. Δεν πρόκειται για την γοητευτική ακηδία που προσφέρει απλόχερα την μελαγχολία του εγώ σου, αλλά για κάτι στ' αλήθεια σημαντικό. Ας είναι σκέφτηκε αυτά είναι πράγματα που θέλουν δουλειά.

Σκέφτηκε το σφιγμένο δάκρυ της αγαπημένης του φίλης που την είχε δει σε μια εκκλησιά, εκείνη δεν τον είχε καταλάβει, αλλά αυτό συνέβαινε κάποιες φορές. Ύστερα από καιρό θα έλεγε ότι είχε νοιώσει την παρουσία του. Σπάνια εκδήλωνε τα συναισθήματά της. Κυρίως την λύπη της και ό,τι αυτή γεννούσε. Ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό αλλά δεν της το έλεγε. Όχι γιατί ήθελε να την βασανίσει, κάθε άλλο, αλλά πίστευε ότι οι άνθρωποι βρίσκουν μόνοι τους τα κλειδιά τους, γιατί ακόμη και να τους το δώσεις το κλειδί στο χέρι δεν θα το πάρουν γιατί θα χάσουν την περιπέτεια του δικού τους ψαξίματος.
Άκουσε ένα θόρυβο κι' ένα κλειδί να γυρίζει στην πόρτα. Ήταν εκείνη που είχε έρθει γεμάτη με πολλά πράγματα. Καλό καφέ, ένα παλιό ρούμι και πούρα. Έρχεται ο Οκτώβρης του είπε, έρχεται το προεόρτιο του χειμώνος. Εκείνος χαμογέλασε και πήρε τα πράγματα από τα χέρια της. Δεν πήρες τίποτε χρήσιμο της είπε. Εκείνη γέλασε, αφού ξέρεις δεν αγαπώ τα χρήσιμα πράγματα, εκείνα που μου θυμίζουν συνέχεια ότι πρέπει να κάνω κάτι, ότι έχω μια υποχρέωση απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι. Πάντα αυτά την εντύπωση έδινε στους άλλους, ότι ήταν μια υποχρεοφόρος, αλλά επί της ουσίας δεν ήταν έτσι. Εκείνος το είχε καταλάβει εδώ και χρόνια. Το γέλιο της είχε γεμίσει το κονάκι της και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. Έρχεται ο καιρός που θα ανάψεις το τζάκι και θα καθόμαστε εδώ του είπε. Εκείνος της χάιδεψε  το μάγουλο και έβαλε δύο ποτήρια ρούμι να πιούνε.
Ακόμη ο καιρός είναι καλός της είπε και την πήρε από το χέρι να βγούνε έξω να θαυμάσουν την ανέσπερη νύχτα. Οκτώβρης του είπε και εκείνος θυμήθηκε έναν άλλο Οκτώβρη χρόνια πριν που είχε κοντέψει να σκοτωθεί σ’ ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Οκτώβρης της είπε και είμαστε ζωντανοί. Δεν έχουμε τίποτε άλλο παρά την χαρά της ζωής μας του είπε εκείνη. Το δάκρυ της είχε χαθεί σαν μια παλιά ανάμνηση, σαν μια στιγμή ενός παρελθόντος χρόνου. Κάτω από τα πόδια τους η Αθήνα έσφυζε από ζωή, από ζωές που έψαχναν την άκρη τους.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Νίκος Αλεξίου, Χωρίς τίτλο, 1981, υδατοδιαλυτά χρώματα σε χαρτί επικολλημένο σε χαρτόνι, 20 x 17,6 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: