4/9/17

Η φωνή των τόπων και η ποιητική τους μνημείωση

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ, Εικονο-γραφίες συν-ηχήσεων. Η σημασία της αναμνημόνευσης στην ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 64

Πρόκειται για μια μελέτη μεθοδική μεν και αρκετά πυκνή ως προς τη διάρθρωσή της, αφού καλύπτει ευσύνοπτα όλο το εύρος των θεματικών και γλωσσικών πεδίων ετούτης της φαινομενικά (θα έλεγα) ευπρόσιτης ποίησης. Μελέτη όμως, από την άλλη μεριά, που είναι εξαιρετικά διαυγής, καθώς η πυκνότητα και η εκ του σύνεγγυς μεθοδική ανάγνωση που τελείται δεν σκοτεινιάζει καθόλου με θεωρητικές αφαιρέσεις τα κριτικά επιχειρήματα και τις ακόλουθες προτάσεις. Και η μελέτη αυτή λοιπόν πράγματι (όπως μαρτυρείται εξάλλου άλλωστε και στον τίτλο της), εστιάζεται από μιας αρχής στη διαπίστωση ότι το κατεξοχήν στοιχείο που ενεργεί πολλαπλά στο έργο του ποιητή είναι η μνημονική ανάκληση. Αλλά εδώ πρόκειται για μια ανάκληση αναγνωρίσιμη εν τόπω και ιστορικώ χρόνω, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους της ίδιας γραμματολογικής ομάδας του ’70· εννοώ: τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Μιχάλη Γκανά, τον Χρήστο Μπράβο, τον Πάνο Κυπαρίσση, τον Απόστολο Ζώτο, τον Θανάση Μαρκόπουλο, τον Ηλία Γκρη κ.α. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος, η εν ορισμένω τόπω σύσταση και ανάπτυξη της ποιητικής φαντασίας, για τον οποίο συνέδεσα[1] τους ποιητές που ήδη προανέφερα, μαζί με κάποιους προγενέστερους, όπως τον Μάρκο Μέσκο, τον Τάσο Πορφύρη, τον Θανάση Τζούλη, σ’ ένα δίχτυ, όπου το καταγωγικό στοιχείο διαδραματίζει έναν σημαίνοντα ρόλο ως προς τη σύνθεση της δημουργικής τους ταυτότητας. Τον θεμελιώδη συσχετισμό του αισθητού (εν τόπω και χρόνω) και του διαισθητού, και την ιδιαίτερη σημασία του στην ποίηση του Βοιωτού στην καταγωγή αλλά και στη διαμονή Γιώργου Θεοχάρη, επισημαίνει η Άννα Αφεντουλίδου στις πρώτες σελίδες της μελέτης της, με έναυσμα τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων Πιστοποιητικά Θνητότητας, 1970-2010 (2014). Τα προσδιορίζει μάλιστα εξαρχής  ως «εικονογραφικά ποιήματα με μουσικό υπόστρωμα: θαλασσογραφίες, οικογενειακές αλλά και ιστορικές φωτογραφίες, προσωπογραφίες και πορτραίτα αυτοπροσωπογραγραφικά, αλλά και θραύσματα ενός πολιτικού χάρτη που σημαδεύτηκε από τη σύγχρονη Ιστορία, με μουσικό χαλί αποσπάσματα κλασικής μουσικής ή τραγούδια παραδοσιακής μουσικής, ρεμπέτικα, ταξίμια ή ηπειρώτικα τσακίσματα» (σ.8), ενώ, σημειώνοντας με έμφαση την εκ των πραγμάτων όχι τυχαία εκ μέρους του ποιητή, «σύσταση» να δοθεί προσοχή στη λειτουργία της μνημονικής ανάκλησης,[2] αναφέρει ότι (σ.9) οι «ποιητικές συλλογές [...] λειτουργούν ως αντηχεία της μνήμης, ως προσπάθεια διάσωσης αυτού που ο χρόνος κατατρώει ή παραλλάσσει, φθείρει ή αποσπασματικά εκτελεί».

`Ομως η μνήμη στην ποίηση του Θεοχάρη δεν είναι μια δέσμη απλώς συνειρμικών εικόνων ‘ είναι ένα εμπράγματο ή ενσώματο σύνθεμα, καθώς οι μορφές και οι καταστάσεις που ξαναζούν μεταφέρουν τα ονόματά τους, έχουν αποτυπώσεις στον ιστορικό χρόνο, είναι οντότητες ή και πράγματα που σήμαιναν και μέσω της ανάκλησής τους σημαίνουν για τον βιωματικό χρόνο της ύπαρξης. Ωστόσο, εδώ, όπως και σε άλλους ποιητές, οι ρίζες της μνημονικής λειτουργίας τρέφονται από βιωματικά εδάφη στα οποία δεν ξεχωρίζει το ατομικό από το γενικό, το προσωπικό από το συλλογικό. «Απολογιζόμενη η ποίησή του», σχολιάζει σχετικά η Αφεντουλίδου, «στρέφεται σε εκείνην την αναμνημόνευση που συναιρεί μάλλον την αληθοφάνεια των γεγονότων παρά τη μεταφυσική ή υπερφυσική διάσταση στοιχείων που χάνονται στο ασυνείδητο του ονείρου»[3] Ασφαλώς το πιο πρόσφορο έδαφος είναι η μικροϊστορία του καθενός (και του ποιητή εν ταυτώ), αλλά στην ουσία- κι αυτό άλλωστε είναι ένα από τα βαθύτερα νοήματα της λογοτεχνίας- καμιά μικροϊστορία δεν έχει τη δυνατότητα να περιχαράξει και να κλείσει τα όριά της. Δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Γιατί αυτό που παραδίδει η μνήμη στην ποιητική φαντασία είναι ήδη «πειραγμένο» από τις μικροϊστορίες των άλλων-ακόμα κι αν δεν το χωράει ο νους του ποιητή! Άλλωστε, όπως λέει κι ο ίδιος ο Θεοχάρης εύστοχα, δεν είναι το ποίημα ένα είδος «εκδρομής στην άλλη μνήμη»; (σ.206)[4] εύστοχα ο ίδιος ο Θεοχάρης.
Μαζεύω ελιές με τη μάνα μου. Τα λιόδεντρα είναι μέρος της προίκας της. Όλα κάποτε αλλάζουν, σκέπτομαι. Η μνήμη μόνο επιμένει. Το πατρικό μου σπίτι πουλήθηκε όταν ήμουνα έφηβος. `Ανθρωποι που αγάπησα φεύγουν από τη ζωή. Πόσοι νεκροί ... πόσοι λησμονημένοι ...Τα δέντρα τούτα ριζωμένα εδώ αιώνες. Πόσοι πριν από μένα έσκυψαν κάτω από το δασύ φύλλωμά τους. Πόσοι με ευλαβικές μετάνοιες μάζεψαν τον καρπό τους. Πού είναι ο πατέρας μου που τα περιποιήθηκε; Πού ο παππούλης μου που έφτιαξε τους αναβαθμούς και τις ξερολιθιές των συνόρων τους; Πού θα βρίσκεται η μάνα μου αύριο; Πού εγώ;[5]
Μ’ αυτή την έννοια η μικροϊστορία, το χωραφάκι του καθενός, γίνεται ένα φίλτρο μέσα από το οποίο διευρύνεται ο ορίζοντας της προσωπικής μνήμης, όπως και ο ορίζοντας του αναστοχαστικού βλέμματος, με κατάληξη να ενωθεί το προσωπικό με το συλλογικό. Το σπουδαίο είναι ότι η ύπαρξη χωρίς να νιώθει μέρος του φυτικού κόσμου που την περιβάλλει, καθώς παλινδρομώντας έχει ενεργή απόλυτα την αίσθηση του χρόνου, δεν αισθάνεται μόνη‘ είναι εμφανές ότι η αίσθηση που την πλημμυρίζει από πάνω ως κάτω είναι η αίσθηση της συνέχειας, της αλυσίδας που παρά τις απώλειες και τα θανατικά συνεχίζει να αντέχει. Έτσι, μέσα από τη φωνή του, μέσα από την ομιλία και τη γλώσσα του ποιήματος, όταν ο ποιητής αναφέρεται στα τοπία της παιδικής και της νεανικής του ηλικίας, όταν αποσπά κομμάτια (πρόσωπα και γεγονότα) από τον ατελείωτο καμβά μιας ιστορικής περιόδου και τα φωτίζει, δίνοντάς τους ιδιαίτερο νόημα, έχει την ελπίδα ότι συμβάλλει ως νοσταλγός, έστω, στο να τους δοθεί μια ακόμα ευκαιρία να ζήσουν. Το ότι η μνήμη των άλλων είναι κατοικία της δικής μου μνήμης ή, αντίστροφα, η μνήμη μου κατοικείται από τις μνήμες των άλλων, αυτό το φαινομενικά αντίρροπο δίπολο που συναιρείται, το βλέπουμε και σ’ ένα άλλο βιβλίο του Θεοχάρη, αυτό για τη σφαγή στο Δίστομο,[6] όπου η αφηγηματική ένταση των σχολίων, τα οποία εισάγουν ή συνοδεύουν τις μαρτυρίες, είναι τέτοια ώστε ο αναγνώστης να έχει πολλές φορές την εντύπωση ότι παρακολουθεί ένα οικογενειακό  χρονικό θανάτου.
Να προσθέσω, μάλιστα, στο σημείο αυτό, ότι η συνύφανση του προσωπικού με το συλλογικό έχει ως οδηγό στην ποίηση του Θεοχάρη όχι μόνο ό,τι διέσωσε η μνήμη του από τη γενεαλογία της δικής του οικογένειας, των ανθρώπων και των φυσικών στοιχείων του τόπου του. Σ’ αυτά τα «πραγματολογικά» προστίθενται πολύ συχνά οι αναγνωστικές του μνήμες, καμιά φορά εξίσου ισχυρές και καταλυτικές με τις άλλες, ο διάλογός του με φωνές άλλων ποιητών. `Η, κυριολεκτικότερα, με τις σκιές άλλων ποιητών τις οποίες επισκέπτεται ως άλλος Ελπήνωρ στον Άδη, όπως για παράδειγμα με τις σκιές του Μιλτιάδη Μαλακάση και του Τάσου Λειβαδίτη που τις αποσπά από το άχρονο του θανάτου και τις απορροφά- δηλαδή, μετουσιώνει τον ποιητικό λόγο τους-στον δικό του λόγο και χρόνο. Αυτό το πανάρχαιο διαλογικό παιχνίδι, όπως σχολιάζει η Αφεντουλίδου «δεν είναι ένα ταξίδι τοπιογραφικής ή βιογραφικής περιπλάνησης, αλλά ένας πολυπλάνητας νόστος στην ενδοχώρα της ποίησης» [7],  κάτι που όντως διακρίνουμε και στο εξής απόσπασμα από έναν ονειρικό και ελεγειακό στην υφή του διάλογο με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, στο κουρείο του πατέρα του, χειμώνα στην Καλαμάτα, με το οποίο και θα κλείσω το κείμενό μου:
Τον είδα να έρχεται από το βάθος του δρόμου [...] Καλημέρα, Γιώργο, του είπα. Καλημέρα, Γιωργούλη, μ’ αντιχαιρέτησε. Προχώρησε στο χωματόδρομο. Μπήκε στον μαγικό κόσμο του κουρείου. Ο πατέρας του έβαζε ταλκ στον φρεσκοκουρεμένο πελάτη. Κόλλησα το μούτρο για λίγο στο τζάμι του μαγαζιού. Ο Γιώργος πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε.»[8]

[1] Αλέξης Ζήρας, Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη. Ο μεταπόλεμος και οι ποιητές της ορεινής ενδοχώρας. `Υψιλον 2016. Στο κεφάλαιο «Οι αναδεκτοί της ήττας» αναφορές για τις επιδράσεις στους νεώτερους ποιητές, του ΄70, του τέλους του μεσοπολεμικού κόσμου των ψευδαισθήσεων. Ιδιαίτερα για τον Γ.Θεοχάρη βλ. σ. 74-75.
[2]Δυο τουλάχιστον από τις συλλογές του Θεοχάρη την προβάλλουν ρητά με τον τίτλο τους: Ενθύμιον (2004) και Από μνήμης (2010), αναφέρει η Μαρώ Τριανταφύλλου σε εύστοχη βιβλιοκρισία της για το Από μνήμης: bookpress.gr, 3 Ιουν.2011.
[3]Άννα Αφεντουλίδου, Εικονο-γραφίες συν-ηχήσεων, ο.π.σ.38
[4]Γιώργος Θεοχάρης, Πιστοποιητικά Θνητότητας. Από Μνήμης. «Εκδρομή στην άλλη μνήμη ή τι ζητούσε ένας Ρουμελιώτης στην Ήπειρο, σ.206-207
[5]Γιώργος Θεοχάρης, Πιστοποιητικά Θανάτου. Από μνήμης, «Σημειώσεις για ένα κείμενο», σ. 186-187
[6]Γιώργος Θεοχάρης, Δίστομο 10 Ιουνίου 1944: Το ολοκαύτωμα (2010)
[7]Εικονο-γραφίες συν-ηχήσεων, ο.π. σ.52
[8]Πιστοποιητικά Θνητότητας. Από μνήμης, σ.219

Μαριγώ Κάσση, Τα κουρέλια, 2017, χειροποίητα κερωμένα χαρτιά, ακουαρέλα, μελάνι, κλωστή, 36 x 32 εκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: