24/9/17

Μ’ όλη τη θνητότητα, ένας λόγος

ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ

Ρένα Παπασπύρου, Οδός Φραντζή 3- Εικόνες στην ύλη, 2008, αποτοίχηση και σχέδιο με μελάνι, 280 x 185 εκ. 


ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Παράκτιος οικισμός, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 56

Με το τελευταίο της ποιητικό πόνημα, η ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου, στην οποία έχει αποδοθεί ήδη μια ιδιαίτερη θέση μέσα στη γυναικεία ελληνική γραμματεία, εκθέτει για μια ακόμα φορά τις σταθερές ορίζουσές της που εμπεριέχουν μια υπαρξιακή και μια κοινωνική συνιστώσα, σε σφιχτοδεμένους πάντα πλοχμούς.
Με το πρώτο κιόλας ποίημα “Περί το τέλος της ημέρας” που διαλέγει να παρουσιάσει και που, με τον τίτλο του, δεν αποτελεί μόνο αρχή, αλλά συμπέρασμα και τελείωμα, καταδηλώνεται η απουσία και η μοναξιά. Κανένα ίχνος προσώπου που πέρασε από το δωμάτιο δεν υπάρχει και μόνη συντροφιά το αδιάφορο φεγγάρι. Πρωτύτερα το μαχαίρι που κείται στο τραπέζι σαν πτώμα, έχει κόψει ή τραυματίσει. Μια σπαρακτική φωνή του ποιητικού υποκειμένου αυλακώνει τη νύχτα. Σε αυτό το πρώτο, αλλά και στα περισσότερα επόμενα ποιήματα της συλλογής, μια δραματική σκηνοθεσία καθιστά φανερή την οδύνη της ύπαρξης, τη μόνωση του ανθρώπινου όντος που παλεύει με σχέσεις αδιέξοδες και με τον εαυτό του, ο οποίος όμως είναι τελικά η μόνη αξιόπιστη συντροφιά, κάτι που φυσικά στο πρόσωπο της ποιήτριας μας αφορά όλους. Οι άνθρωποι μακρινοί και ξένοι, “δυο χωριστά μνημεία από αλάτι” ακόμα και την θεωρητικά πιο ευτυχισμένη τους στιγμή (όπως απεικονίζονται π.χ. στις φωτογραφίες του γάμου τους), αλλού ένας άνθρωπος μιλάει στο τηλέφωνο μόνος του, ή το κινητό κάποτε “στέκει αχρείαστο στη θήκη”, η ποιήτρια γευματίζει με τον εαυτό της, ακόμα και οι χειρονομίες αγάπης μεταξύ προσώπων, κάποτε είναι δυνατόν να αποβούν άστοχες. Τα όντα ανταλλάσσουν μόνο το ακίνητο βλέμμα τους σε μια βουβή προσπάθεια επικοινωνίας. Οι μέρες μοιάζουν άρρωστες. Η έλευση και της ίδιας της άνοιξης μοιάζει σαν απλό αστείο, όταν δεν μπορεί να είναι εικόνα της καρδιάς, ο ήλιος “θλιμμένο μωρό που του ανεβαίνει ο πυρετός του”, οι “μαργαρίτες σε θρήνο έξαλλο”, ελάχιστες οι ενδείξεις αρμονίας και ευεξίας. Το σκηνικό είναι κυριολεκτικά πεισιθάνατο.

Πάρα πολλές, στα σαράντα ποιήματα της συλλογής οι εκφράσεις που υπενθυμίζουν διαρκώς το αναπότρεπτο, το κραταιό γεγονός. “Δαχτυλίδι σε λειψανοθήκη”, “θάφτηκε στη μορφίνη της γύρης”, “ο λόφος σηκώνεται...σαν κάποιος που ξυπνά στο φέρετρό του”, “η θνητότητα απλώνεται”, “σαπισμένα ξύλα”, “ο κάτω κόσμος ανεβαίνει ανοιχτός”, “κάθε μου πόδι ένα μικρούλι φέρετρο”, “προσκυνητές θαμμένοι σε χοντρά βιβλία”, το βουνό που στέκεται “σαβανώνοντας” τις γενιές, η σκέψη “ρύζι με στάχτη”. “Αν είχα το θάνατο ξεχάσει” λέει κάπου η ποιήτρια, προφανώς στην περίπτωσή της αυτό δεν είναι δυνατό, η ματαιότητα είναι το σαράκι του πνεύματος, που δεν ανακουφίζεται ούτε με την Τέχνη. Διότι τι είναι η Τέχνη -εκτός των άλλων- από μια λήστευση αθανασίας; Αλλά εδώ, φαίνεται ότι η Τέχνη στιγμές-στιγμές πιο πολύ υπενθυμίζει αυτή την οδύνη, παρά την αποσιωπά και την ημερεύει. Το κεντρί της μέλισσας που αισθάνεται να έχει κάτω από το δέρμα η δημιουργός, αποτελεί έκφραση που καταδεικνύει την διαρκή ανησυχία και αγωνία της.
Παρόντα επίσης το γήρας και η φθορά, με αναφορές πχ στην αρθρίτιδα και στην άνοια. Σε άσκηση μιας φιλοσοφικής μελέτης θανάτου, θα δοκιμάσει να φανταστεί τη μέρα της κηδείας της, σαν να κοίταζε από ψηλά την αναχώρηση ενός τρίτου. Τότε πάλι η τραγική διαπίστωση για τη ματαιότητα ακόμα και των στίχων. Των στίχων που “και ο θάνατος και η αθανασία θα χλευάσουν”. Ύστερα, σε άλλο σημείο όμως, μοιραία η αντιστροφή, επειδή :“Μ' όλη του τη θνητότητα ένας λόγος/ Τη φλόγα του ψελλίζει ανάμεσά μας”. Ναι λοιπόν: η Τέχνη μας είναι ακριβή. Η επίγνωση της συγγένειας με το χώμα, οδηγεί σε εξομοίωση των ανθρωπίνων υπάρξεων και στην τεταμένη ενσυναίσθηση. Τη συμπόνοια προς όλα τα ομοιοπαθή όντα, την αδελφοποίηση. “Να πατώ με συμπόνοια/ Ανάμεσα από τις κεφαλές/ Τόσων σωμάτων βυθισμένων στο χώμα.” διαβάζομε κάπου, ή “με ρίζες που γραπώνουν την καρδιά μου”, όταν μιλάει για τα θεωρούμενα αδέλφια της. Ακόμα και τα ζώα που υφίστανται κάποτε το αποτέλεσμα της ανθρώπινης διαστροφής (ο κρεμασμένος σκύλος, η αποκεφαλισμένη γάτα, το τουφεκισμένο γεράκι), υπεισέρχονται στον κόσμο του οίκτου της ποιήτριας. Γι’ αυτά, όπως και για τον άνθρωπο όμως, η σωτηρία είναι προσωρινή. Όπως άλλωστε προσωρινή και η ζωή.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής συνιστώσας συναντάμε εμβόλιμα στίχους για ουρές με καραβάνες (ο σχετικός συνειρμός οδηγεί στη χώρα της οικονομικής κρίσης), την εξ ανάγκης ονομασία του ψωμιού σαν προορισμό (ενώ προφανώς δεν θα έπρεπε να είναι ο μόνος), για πατέρες που τους γηροκομούν βαρυγκωμώντας, παρούσα επομένως θεωρώ και η αξιακή κρίση (διότι δεν φαίνεται εδώ να ομιλεί απλώς για ένα βουνό), πουλιά που συντηρούνται με ένα κόκκο σιταριού (προτείνοντας θεωρώ και εδώ εικόνες αλληγορικές), τοπία με καμμένα σπίτια και ξεχασμένα φονικά, υπερήλικες που συνωστίζονται στα δημόσια ταμία, μηχανήματα τράπεζας που συμμετέχουν στην ταλαιπωρία των ανθρώπων, ένα έθνος άπραγο που περιμένει τη βοήθεια των θεών, μετρά τα τελευταία του τσιγάρα (τις τελευταίες δυνατότητες ή πόρους που διαθέτει), ενώ τα παιδιά του γερνούν χωρίς ελπίδα. Διαπιστώνει την περιρρέουσα μιζέρια, εντοπίζει τα προβλήματα, συμπάσχει. Εκφράζοντας έτσι με μέσα καθαρά ποιητικά -και χωρίς ποτέ αυτό να το απεμπολεί προς χάριν των σημαινομένων- τη μεγάλη μερίδα του κόσμου που υποφέρει. Ίσως λοιπόν ο τίτλος του βιβλίου, εκτός από τον τόπο του ομώνυμου ποιήματος, να αφορά ολόκληρη την με άφθονες ακτογραμμές χώρα μας που αυτή τη χρονική στιγμή βρίσκεται σε δυσκολία και στέρηση. Θα έλεγε κανείς ότι και η αναφορά στον Πλάτωνα σε κάποιο σημείο του κειμένου -υπό την σκιά του ανδριάντα του οποίου τελούνται τα τεκταινόμενα- αποτελεί μια διερώτηση εάν ο κόσμος των ιδεών έχει χρεοκοπήσει. Ή πάλι -και όπως τα moto που επιλέγει για την αρχή του βιβλίου αφήνουν να εννοηθεί- ίσως ο τίτλος να αφορά την αγωνιώδη προοδευτική προσέγγιση ενός αναπόφευκτου τέλους που ήδη το κατοικούμε, ή μας κατοικεί.
Η ποιήτρια -με τον καθιερωμένο ήδη από ετών ιδιαίτερο τρόπο γραφής της- πλέκει τους στίχους της χρησιμοποιώντας πολλαπλές εναλλαγές εικόνων και σκέψεων, μη διστάζοντας να στολίζει κατά περίσταση τα ουσιαστικά της με καίρια επίθετα, που θα αναδείξουν τις σημασίες της. Αναμειγνύει σε αξεδιάλυτο σώμα εικόνες της καθημερινής πραγματικότητας της εποχής με άλλες κατασκευασμένες στη φαντασία και με τολμηρές μεταφορές και αφηγηματικούς ελιγμούς προχωρεί στις επισημάνσεις της αποφεύγοντας να γίνεται άμεσα διδακτική. Μάλιστα οι εναλλαγές αυτές συχνά οικοδομούν μια κρυπτικότητα των επί μέρους θεμάτων της προς όφελος όμως της ποιητικότητας του κειμένου. Αλλά καμία ευφορία δεν αποδίδει σε αυτή τη συλλογή η ποιητική γραφίδα. Ελάχιστες οι στιγμές της χαράς και διακόπτονται σχεδόν πάντα από το αντίθετό τους. Ένα “γλυκό φως φεγγαριού” συνοδεύεται από “χρήσιμες ενοχές”, κάποιος “κλαίει χαρούμενος” την πιο όμορφη μέρα, η άνθηση συμπορεύεται με τη δυσμορφία και μόνο κάπου κάπου μια τρυφερή εικόνα γλυκαίνει την καρδιά, πχ. η θύμηση της ηλικιωμένης δασκάλας, ή του πατέρα με το κοριτσάκι του που βαδίζουν παρέα “με πέδιλα από λευκές πεταλούδες”. Εν μέσω ενός δυστοπικού ρεαλιστικού περίγυρου, μόνο στον ύπνο, δηλαδή στα όνειρα, επιτρέπεται η πολυτέλεια “μιας πηγής με κυκλάμινα”, η πολυτέλεια δηλ. της ακέραιας ομορφιάς.
Σημειώνω επίσης (σε αυτήν μα και σε προγενέστερες συλλογές της) τη χρήση συχνά λέξεων όπως πάπλωμα, παντόφλες, νυχτικό, ρόμπα, μαξιλάρια, σεντόνια (αλλά όχι αυτά του έρωτα), και πίσω της να κλειδώνονται οι πόρτες, που παραπέμπουν σε οικείο περιβάλλον και επιτρέπουν ίσως την κειμενική δόμηση ενός ασφαλούς εσωτερικού χώρου κατάλληλου για την περίσκεψη που το ποιητικό υποκείμενο απαιτεί από τον εαυτό του, ή θέλοντας έτσι να υπονοήσει και εν συνεχεία να εξορκίσει έναν εφησυχασμένο εαυτό, που ωστόσο καθόλου στα δικά μας μάτια δεν είναι τέτοιος. Μετρώντας τις ώρες της, νοιώθει αδύναμο ανδρείκελο και βαριά τη σκιά της ευθύνης, “φοβάται όλα αυτά που αντέχει”, επειδή μάλλον θεωρεί ότι η αντοχή τελικά την αδρανοποιεί, ενώ η στάση της προς το ανώτατο ον -που, αν και αόρατο και φάντασμα, κατά συνεπαγωγή όντως υπάρχει- μοιάζει να είναι η γνωστή μιας θεοδικίας, αφού τα πλάσματα φαίνονται αφημένα στη δυσκολία και το θάνατο. Αλλού όμως και μόνο το φως του ήλιου φέρνει δάκρυα χαράς.
Καθώς, με τον τρόπο της ποίησης και “υπέροχα μόνη” συνεχίζει να αγωνίζεται -και σε αυτό το βιβλίο- η Δ. Χριστοδούλου στον επίπονο στοχαστικό της στίβο, ανακαλούνται στη μνήμη μας τα λόγια του συναδέλφου της, παλαιότερου ποιητή Γιώργου Σαραντάρη- ότι “Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: