Τα νερά της Μεσογείου ήταν μπροστά τους. Είχαν αφήσει πίσω τις μέρες του νοσοκομείου και την φιλόξενη Μασσαλία. Βρισκόντουσαν σε ένα ιστιοφόρο που διέσχιζε την ακύμαντη θάλασσα. Ο ερημίτης σκεφτόταν τις μέρες του πόνου και της σιωπής. Τις μέρες που βυθιζόταν στην μορφίνη, τις μέρες που ήταν ακίνητες. Ήξερε ότι αυτές οι ημέρες θα είχαν μείνει εντός του. Γιατί έτσι συμβαίνει. Πάντα οι μέρες του πόνου αφήνουν ένα έρμα σημαντικό εντός μας. Έπινε το ποτό του στο κατάστρωμα και χάζευε την φίλη του. Εκείνη σαν να κατάλαβε το βλέμμα του και την σκέψη του γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε. Μπορείς να καταλάβεις την θλίψη μου τον ρώτησε. Πίστεψα, φοβήθηκα ότι θα σε έχανα. Από ένα μαχαίρι της είπε, ένα μαχαίρι. Τις μέρες του νοσοκομείου του είπε, σκεφτόμουν πολύ. Αυτό το παιχνίδι του θανάτου, τις αλήθειες που δεν είπαμε, ή δεν προλάβαμε να πούμε, αυτές που νοιώσαμε αλλά δεν είπαμε, την ζωή μου, αυτά που δεν έκανα, που φοβήθηκα να κάνω. Λειτουργούσες σαν ένας περιστρεφόμενος καθρέφτης που μου άδειαζε το μυαλό από άχρηστα πράγματα. Το κορμί σου στο κρεβάτι, η ακανόνιστη ανάσα σου, όλα αυτά γινόταν καθρέφτης για την ζωή που θα μπορούσα να ζήσω. Είναι καλοκαίρι της είπε εκείνος και αυτές οι σκέψεις είναι για τον χειμώνα. Πλησιάζει ο Ιούλιος, είναι μπροστά σου ο καιόμενος μήνας. ξέρω καλή μου της είπε πως σε πλακώνει ο φόβος του θανάτου. Όταν κάποιος αγαπημένος πεθαίνει, ναι είναι αλήθεια βιώνουμε και εμείς ένα κομμάτι του θανάτου, η απουσία γεννά θλίψη.
Αλλά μετά έρχεται η μνήμη για να θεραπεύσει μέσα από την οδύνη της την απουσία. Εκείνη δεν του απάντησε. Ποτέ δεν του απαντούσε κατευθείαν. Πρώτα απαντούσε με το βλέμμα της ύστερα με το χαμόγελο της και τέλος τέλος με τον λόγο. Πώς είναι να μιλάς με το βλέμμα; Πώς είναι να κοιτάς τον άλλο και να βλέπεις τον εαυτό σου, όχι με τρόπο εγωιστικό, αλλά με τρόπο δοτικό, αυτόν τον τρόπο που κάνει τις σχέσεις των ανθρώπων πραγματικές; Ο ερημίτης δεν μπορούσε να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Γύρισε το βλέμμα του προς την θάλασσα, περνούσαν έξω από την Ταγγέρη. Είχε πάρει να βραδιάζει, αυτά τα γαλήνια βράδια του καλοκαιριού που ο ουρανός είναι γεμάτος από αστέρια, αυτά τα βράδια που ξεκουράζουν την γη από το μαστίγωμα του ήλιου. Θέλω να κόψω τα γένια σου του είπε η φίλη του. Γιατί θέλω να ξαναδώ το πρόσωπο σου. Έχω χρόνια να το δω ολόκληρο. Εκείνος χαμογέλασε και της το επέτρεψε. Τον ξύρισε και το πρόσωπο του ένοιωσε ξαφνικά να δροσίζεται. Ήμουν στο έλεος σου της είπε χαμογελώντας. Για μια στιγμή ένοιωσα πως δεν ήσουν εσύ και πως το ξυράφι ήταν το μαχαίρι, για μια μόνο στιγμή είδαν πάλι εκείνη την στιγμή. Το βλέμμα του γέμισε ανησυχία. Αυτή η υπόθεση της είπε, σε ταλαιπώρησε και αυτό φαίνεται. Τον πήρε από το χέρι και περπάτησαν στην γέφυρα. Δεν ήθελες πλοίο της γραμμής της είπε. Δεν μας ταιριάζει το πλοίο της γραμμής και όχι δεν με ταλαιπώρησες του είπε. Όλες εκείνες τις μέρες σκεφτόμουν και έβαλα τα πράγματα σε ένα μέτρο. Αυτό έπρεπε να κάνω από καιρό, αλλά συνεχώς έδινα αναβολές. Πρέπει να συμβεί κάτι στ' αλήθεια σημαντικό για να καταλάβεις τα πράγματα. Για να βρεις το μέτρο στα πράγματα. Μέρες του καλοκαιριού, μέρες των εξομολογημένων μυστικών. Έλα αγαπημένε μου του είπε, μας περιμένει ένα ωραίο ταξίδι στην θάλασσα που αγαπάς. Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. Η θάλασσα της είπε σε ελευθερώνει. Είμαστε ζωντανοί του είπε εκείνη, ζωντανοί, είσαι ζωντανός. Αυτό είναι το σημαντικό. Το ιστιοφόρο είχε δέσει στην Ταορμίνα. Ήταν η ώρα τους να περπατήσουν λίγο στη στεριά. Σε μια πόλη που και οι δυο την αγαπούσαν.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου