25/2/17

Αποσπάσματα

ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΓΛΟΥ

Γιάννης Βαλαβανίδης, Πρόσωπο, 1999, τέμπερα σε χαρτί, 42 x 35 εκ.
Ξαναείδα αυτές τις μέρες μια φωτογραφία του Γιάννη Βαλαβανίδη, τραβηγμένη πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, όπου ο ζωγράφος ποζάρει ανάμεσα σε αυτοπροσωπογραφίες του. Είναι κοινός τόπος, ότι οι καλλιτέχνες αυτοβιογρα-φούνται ή αυτοπροσωπογραφούνται θέλοντας και μη, μέσα από το έργο τους, άμεσα ή έμμεσα. Ο έμμεσος τρόπος έχει συνήθως μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αλλά η αμεσότητα φέρνει πιο γρήγορο αποτέλεσμα. Γι αυτό, μιλώντας για το έργο του Γιάννη, θα στηριχτώ σε δυο τρία αποσπάσματα από δικές του κουβέντες ή κείμενα.
Σε ένα σχετικά πρόσφατο κείμενό του, ο ζωγράφος διατύπωνε μια άποψη, όχι πρωτότυπη μεν, αλλά πολύ χαρακτη-ριστική της δικής του στάσης απέναντι στην τέχνη – και όχι μόνον. Έγραφε, λοιπόν: «Τα ερωτήματα δίνουν περισσότερο νόημα στην τέχνη, παρά οι απαντήσεις. Αν ξεκινούσαμε με έτοιμες απαντήσεις, θα κάναμε μια τέχνη βαρετή και συντηρητική. Το ψάξιμο, που οδηγεί κάθε φορά σε μια νέα απάντηση, κρατάει ζωντανή τη ζωγραφική. Το νιώθει κανείς, όταν ανακαλύπτει κάτι δουλεύοντας. Είναι ένα αίσθημα ευφορίας, πολύ διαφορετικό από την απλή ικανοποίηση που σου δίνει η εφαρμογή ενός έτοιμου κανόνα». Όσοι τον γνώριζαν, ξέρουν ότι εννοούσε κατά γράμμα αυτό που έλεγε, κι ας μην ήταν πάντα προς όφελός του. Στη ζωγραφική του, όπως και στη γενικότερη παρουσία του, δεν δεχόταν να αφεθεί υπάκουα σε όσα είχαν ήδη κατακτηθεί, ούτε καν σε όσα ο ίδιος είχε κατακτήσει με μεγάλο κόπο. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι κυνηγούσε την καινοτομία, η οποία, κατά τη γνώμη του, μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα είδος «κανόνα», μια σχετικά εύκολη απάντηση, που κι αυτή τελικά οδηγεί σε λύσεις «βαρετές και συντηρητικές».

Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο που του έμενε ήταν να παλεύει συνεχώς με τα δικά του όρια και μερικές φορές να τα ξεπερνά συνειδητά, αλλά ποτέ βιαστικά, επιδεικτικά ή επιπόλαια. Υιοθετώντας μια τέτοια στάση, ο ζωγράφος διάλεγε το δύσκολο δρόμο της εσωτερικής περιπέτειας. Μόνο που, στην περίπτωσή του, αυτή η εσωτερική περιπέτεια είχε μια σαφέστατα ιδεολογική διάσταση. Η επιλογή της παραστατικής ζωγραφικής, για παράδειγμα, περιγράφεται με τα δικά του λόγια ως εξής: «Αγάπησα και αγαπάω την παράσταση της πραγματικότητας στη ζωγραφική. Της πραγματικότητας που σου ξεφεύγει σαν νερό μέσα από τα χέρια.» Στην αμέσως επόμενη φράση, ο τόνος αλλάζει: «Είμαι σίγουρος ότι αυτή η αγάπη έχει ιδεολογικές καταβολές και κίνητρα». Κάπως έτσι ο θεατής του έργου του (ή ο αναγνώστης ή ακροατής των λόγων του) περνάει από μια θερμή και ποιητική δήλωση αγάπης, στη νηφάλια απομυθοποίησή της. Αυτό ίσχυε και στη ζωγραφική του από την αρχή, από τα χρόνια της μαθητείας του. Ήταν έντονο στα χρόνια του κριτικού ρεαλισμού της δεκαετίας του 1970 και εξακολούθησε να ισχύει, με πιο σύνθετη μορφή, σε όλες τις θεματικές ενότητες, που εναλλάσσονται χωρίς σαφή χρονολογικά όρια στο ώριμο έργο του, ως το τέλος.
«Είναι μερικά θέματα που μπαινοβγαίνουν στη ζωγραφική μου εδώ και χρόνια, σαν να μη θέλουν να κλείσουν τον κύκλο τους. Πρόσωπα, Βουνά και Εργαλεία, που και που κανένα  δέντρο και φιγούρες περαστικών. Μοιάζουν με μια μικρή παρέα επίμονων φίλων που δεν με αφήνουν σε ησυχία. Έχω πια συνηθίσει τη συντροφιά τους....  Θέλω η εικόνα τους να τα περιέχει ως έχουν, να τα προβάλλει ως θέμα, όχι ως θέαμα.» Τα θέματα συνδέονται μεταξύ τους πολύ πιο στενά, από όσο θα μπορούσε να υποθέσει ο θεατής, λόγω της συνειδητής τους επιλογής και της βιωματικής τους διάστασης, μια και σε αυτό το είδος ζωγραφικής το θέμα δεν είναι απλώς μια αφορμή για εικαστική έκφραση. «Τα εικαστικά στοιχεία είναι και στοιχεία του θέματος και ταυτοχρόνως στοιχεία της ζωγραφικής», κάτι που δεν θεωρείται πάντα αυτονόητο, αλλά παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη δουλειά του Βαλαβανίδη. Συχνά λοιπόν τα «Πρόσωπα» μπορούν να ιδωθούν σαν «συναρπαστικά τοπία, που φαίνονται τόσο οικεία, αλλά κατά βάθος παραμένουν άγνωστα ... Το πρόσωπο που αποκτά κανείς με τα χρόνια μοιάζει με τοπίο που αλλάζει συνεχώς». Οι ρυτιδωμένες πλαγιές των βουνών που αγαπούσε, τον είχαν οδηγήσει σε μια γραφή έντονη όσο και ελεγχόμενη, πολύ συγγενική με τη γραφή που εφάρμοζε στην απόδοση των ανθρώπινων προσώπων. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε κατά κόρον τη λέξη «φυσιογνωμία» για όλα τα θέματα της ζωγραφικής του.
Όλες αυτές οι προσωπικές προσεγγίσεις της εικαστικής πρακτικής εφαρμόζονται πιθανότατα με παρόμοιο ή συναφή τρόπο και από άλλους ζωγράφους, όχι μόνο της ίδιας γενιάς ούτε με τις ίδιες ιδεολογικές αφετηρίες. Ο Βαλαβανίδης συνέδεε τη στάση του με την ιδεολογία του, αλλά πρωτίστως δήλωνε, σε κάθε ευκαιρία, την ταυτότητά του ως ζωγράφου: «Δεν είμαι ένα πολιτικό ον που κάνει ζωγραφική. Είμαι ζωγράφος πολιτικοποιημένος. Οι πολιτικές μου θέσεις είναι αναγκαστικά μέσα στη ζωγραφική μου, γιατί αυτή είναι η ταυτότητά μου».  Νομίζω ότι με αυτά τα λόγια θα ήθελε εκείνος να έκλεινε αυτό το κείμενο. Θα προσθέσω ωστόσο ότι  με αυτά τα ίδια λόγια ξεκαθαρίζει και το πιο λεπτό σημείο της εικαστικής του δουλειάς: τη δυναμική και ενίοτε ριψοκίνδυνη ισορροπία μεταξύ της προσωπικής ματιάς και του κοινωνικού οράματος, της συγκίνησης και της λογικής. Η αυστηρή πειθαρχία της γραφής του συγκρούεται κάπου κάπου με μικρά συναισθηματικά ξεσπάσματα που ξεφεύγουν από τον έλεγχό της. Τέτοιες εκρηκτικές στιγμές έχουν μιαν αναντίρρητη γοητεία, κάτι που ο ζωγράφος δεν επεδίωκε, ούτε καν παραδεχόταν. Το αναφέρω, παρόλο που ο ίδιος θα διαφωνούσε. Άλλωστε η ζωγραφική του είναι οπωσδήποτε πιο εύγλωττη από τον γραπτό ή προφορικό του λόγο και η απόλαυση της τέχνης μόνο καλό μπορεί να κάνει στην νοερή μας επικοινωνία με τον καλλιτέχνη.

Η Μάρθα Χριστοφόγλου είναι ιστορικός τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: