ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Σωτήρης Πανουσάκης, Story, 2016, λάδι σε καμβά, 140 x 100 εκ. |
ΞΕΝΟΦΩΝ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ, Το Oυζερί, εκδ. Νησίδες-Λέσχη Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος,
σελ. 102
Σκηνές, εικόνες και ακούσματα από το Πλωμάρι, τη μικρή πόλη της Λέσβου, με
αφετηρία και έναυσμα «το Ουζερί», ένα
μαγαζί που άνοιξε το 1952 ως μια νεωτερική εκδοχή του παραδοσιακού καφενείου και
συντάραξε συθέμελα τα χρηστά ήθη της συντηρητικής και αξιοπρεπούς νησιωτικής κοινωνίας,
συγκεντρώνοντας στις ουζοποσίες και στα ολονύχτια γλέντια του, πάντοτε μετά
μουσικής, θεαμάτων και εκλεκτών εδεσμάτων, τους οπαδούς της ευζωίας και των
πιπεράτων απολαύσεων.
Ο συγγραφέας αποφεύγοντας τις μελίρρυτες εξιδανικευτικές αναπολήσεις, περιγράφει
με οξυδέρκεια, λεπτή ειρωνεία και διεισδυτικό πνεύμα την κοινωνική
διαστρωμάτωση, που εμφανίζεται στη γενέτειρά του, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια,
εστιάζοντας στις οξυμμένες αντιθέσεις ευμάρειας, τρυφηλότητας και ανεμελιάς από
τη μια μεριά και απόλυτης ανέχειας, πείνας και ανασφάλειας από την άλλη. Τη δίσεκτη
δεκαετία του πενήντα οι γόνοι των πλουσίων οικογενειών του τόπου διαβιούντες υπό
την πολιτική προστασία των κυβερνώντων δυνάμεων και την οικονομική κάλυψη των
δανείων του Σχεδίου Μάρσαλ και της Ατλαντικής συμμαχίας, παραδίνονταν ανενδοίαστα
στην άσωτη ζωή, παρόλο που οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του τόπου έφθιναν, οι παραδοσιακές
βιοτεχνικές μονάδες παρήκμαζαν και το εξαθλιωμένο εργατικό δυναμικό προσπαθώντας
να επιβιώσει κατέφευγε ομαδόν στη μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική.
Το Ουζερί, χώρος μουσικών και
γαστριμαργικών απολαύσεων, εισήγαγε για την εκλεκτή του πελατεία εκλεπτυσμένα
ξενόφερτα τελετουργικά, όπως τα λευκά τραπεζομάντηλα, τα ατομικά πιάτα και τα
κολωνάτα ποτήρια με τον πάγο για το ούζο, συγκεντρώνοντας όλους τους αργόσχολους,
ράθυμους ηδονοθήρες, εργένηδες και τους ανυπότακτους μπερμπάντηδες οικογενειάρχες
της πόλης. Πιστούς και σταθερούς θαμώνες που αναζητούσαν τη νυχτερινή κραιπάλη στη
φιλόξενη αγκαλιά των τραγουδιστριών που επισκέπτονταν περιστασιακά το νησί. Ενώ
στο μεταξύ οι σαπωνοποιίες της παραλιακής ζώνης οι περίφημοι «σαμπουλχανάδες» ερήμωναν, οι
ελαιουργίες υπολειτουργούσαν και σταδιακά λιγόστευαν, οι παραδοσιακοί
μαγαζάτορες και οι τεχνίτες εγκατέλειπαν τον τόπο μαγνητισμένοι από τις
ευκαιρίες και την απατηλή λάμψη της πρωτεύουσας. Με την πάροδο του χρόνου τα εργαστήρια
απόσταξης, τα ρακαδιά έδιναν τη θέση
τους στις βιοτεχνίες τυποποίησης και εμφιάλωσης του ούζου και η τουριστική
ανάπτυξη έκανε δειλά-δειλά τα πρώτα της βήματα ξενίζοντας μεν βάζοντας σε
πειρασμό δε τους αμύητους και ανυποψίαστους νησιώτες.
Ο συγγραφέας με επίκεντρο των αφηγήσεών του το Ουζερί, που άνοιξε μια ωραία ημέρα στην καρδιά της μικρής τους
πόλης, δηλαδή στην αγορά με τα παραδοσιακά καφενεία, τα κάθε λογής μαγαζιά και τα
ξενοδοχεία, δημιουργεί ένα λογοτεχνικό πανόραμα αναπαριστώντας την ατμόσφαιρα
μιας δύσκολης και αντιφατικής εποχής πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και ανακατατάξεων.
Με σημαντικές βιωματικές καταθέσεις κατασκευάζει μια «φυσιολογία» της
μετεμφυλιακής νησιωτικής επαρχίας, που προσπαθούσε να ξεχάσει την ήττα, τους
εξανδραποδισμούς και τις πολιτικές διώξεις, χαρτογραφώντας με επιμέλεια τα
τοπόσημα της ευρύτερης περιοχής και σκιαγραφώντας με οίστρο το ετερόκλητο πλήθος
που σύχναζε εκεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαρτυρίες του αναφορικά
με τις συνήθειες και τις καθημερινές πρακτικές των ενηλίκων αλλά και τα
παιχνίδια των παιδιών. Παραστάσεις Καραγκιόζη, δακρύβρεχτα θεατρικά έργα για
όλη την οικογένεια από μπουλούκια σε αυτοσχέδιες σκηνές, τυραννικοί σχολικοί
εμβολιασμοί, μουρουνόλαδο και κολυμβητικές εξορμήσεις μικρών και μεγάλων με
αυτοσχέδια μπανιερά και σωσίβια από νεροκολοκύθες ραμμένες μεταξύ τους, τις περίφημες
«γαλιές» στις πεντακάθαρες παρθένες παραλίες. Χαριτωμένα ή θλιβερά περιστατικά με
πρωταγωνιστές τους χαρακτηριστικούς θαμώνες του Ουζερί καθώς και τους συνήθεις ιδιόρρυθμους τύπους, τους οποίους η
επαρχία βάζει στο στόχαστρο και επιτηρεί με ακοίμητη προσήλωση και ανεξάντλητο
κέφι. Όλοι με πρωτότυπα και γλυκόηχα παρατσούκλια της ντοπιολαλιάς να
σκιαγραφούνται με σαρκασμό και χιούμορ: Ο αργόσχολος δανδής και ο
σοφολογιώτατος δόκτωρ, οι παραδοσιακοί μουσικοί και οι μάστορες των εύγευστων
μυρωδικών αποσταγμάτων, ο φερετροποιός και ο αλμπάνης. Η σεβάσμια
ελαιοπαραγωγός δέσποινα Χρύσα και η μυστηριώδης ξενοδόχος Βασιλική. Ο
χαρισματικός γυμνασιάρχης που ενέπνευσε και γαλούχησε γενιές από φτωχά
χωριατόπαιδα, δίνοντας ελπίδα, γνώσεις και ευκαιρίες και στον αντίποδα η μικρόψυχη
δασκάλα του δημοτικού που με άκαμπτα ταξικά κριτήρια, μόλις έμπαινε στην τάξη πετούσε
έξω τους παρίες, ξεκαθαρίζοντας την ήρα από το στάρι με τη παροιμιώδη φράση: «Κουλούκια, Κουμλιά, Κούτελα, Ντάδες έξω».
Στο βιβλίο του αυτό ο Λέσβιος συγγραφέας
Ξενοφών Μαυραγάνης με τη γλαφυρότητα του λόγου και τη γνώση του βιωμένου χρόνου
μας ανεβάζει σ’ ένα από τα αυτοσχέδια ξύλινα καροτσάκια, που έφτιαχναν με πάθος
και τέχνη αυτός κι η παρέα του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα περίφημα «αραμπαδέλια», και με μια μικρή σπρωξιά
μας στέλνει στις πλακόστρωτες κατηφοριές της μικρής του πόλης, πίσω στην
αντιφατική και παράξενη δεκαετία του πενήντα, με τις μεγάλες προσδοκίες και τις
μεγάλες διαψεύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου