ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Γιάννης Βαλαβανίδης, Βουνό, 1982, τέμπερα σε χαρτί, 20 x 30 εκ. |
ΣΩΤΗΡΗΣ Π. ΒΑΡΝΑΒΑΣ, Γράμματα Εμπράγματα, εκδόσεις
Γαβριηλίδης, σελ. 68
Η διάθεση του Σωτήρη Βαρνάβα προς
οικείωση των βιωμένων καταστάσεων –οι οποίες στο παρόν αποτελούν αναμνήσεις–
είναι διάχυτη σε ολόκληρη την ποιητική του βιβλίου. Η μεταφυσική διάσταση των
ποιητικών του συνθέσεων, άλλοτε απροκάλυπτη και άλλοτε κεκαλυμμένη, μαρτυρά την
εσωτερική διεργασία την οποία ο ποιητής διανύει. Με τις λέξεις του αποκαλύπτει
πτυχές της ανθρώπινης διάστασης, οι οποίες βρίσκουν διέξοδο και υποστασιοποιούνται μέσω της δημιουργικής
ενοποίησής τους στο ποίημα. Ο ίδιος καθοδηγεί με έναν κρυπτικό και ενίοτε
αινιγματικό τρόπο τον αναγνώστη του, προκειμένου να χτίσει μία δίοδο επικοινωνίας,
η οποία θα επιτρέπει την ανταλλαγή ενστικτωδών ψυχικών ενεργημάτων αναμεταξύ
τους. Τα ποιητικά του σχήματα ενσωματώνουν διάφορες θεματικές όπως, η φύση, η
μνήμη, οι προγονικές ρίζες, η αναζήτηση του οικείου, η ταυτοποίηση του
ποιητικού εαυτού, καθώς και η ποιητική τεχνοτροπία ή/και τεχνική (με την έννοια
της μαστορικής και της χειρωνακτικής τέχνης).
Συνθέματα ποιητικής, όπως τα «Γέννα»,
«Έμεινα σύξυλος», «Ωσότου ο ήλιος βγει», «Φύλλα συλλεκτικά», «Χειρωνακτικά», «Η
τέχνη των τεχνών», «Το σφυρί μου», «Το μελανοδοχείο» μορφοποιούν την προσωπική
του σφραγίδα και αποδεικνύουν πως η ποιητική ιδιοσυγκρασία του Βαρνάβα έχει
εσωτερικεύσει την ολότητα της ζωής σε μια προσπάθεια για εξωτερίκευσή της. Ειδικότερα,
στο ποίημα «Απόδειξη» η εσωτερική και ψυχική διεργασία με την οποία ο
δημιουργός έρχεται σε συνδιαλλαγή προκειμένου να γράψει, είναι χαρακτηριστική
της τροπικότητας του ποιητικού του ίχνους: «Αναζητώ
τα πράγματα/ σε μαγαζιά/ όπου στη σιωπή εργάζονται άνθρωποι/ μια συγκυρία/ ή από
αφοσίωση πολλή/ κάτι απ’ τον εαυτό τους/ πίσω θα λησμονήσουν […] ή/και πιο κάτω
στην ίδια ποιητική σύνθεση: «Πίσω απ’ τον πάγκο/ τα βλέφαρα της δίναν εντολές/
τα πλήκτρα υποχωρούσαν/ Περίεργη αρμονία/ του σώματος/ του ήχου της φωνής/ και
εκείνης των δακτύλων// γλυκιά επανάληψη». Τα πράγματα του ποιητικού
σύμπαντος του Βαρνάβα αποτελούν έμψυχες οντότητες, με τις οποίες ο ίδιος αποκτά
οικειότητα, αγγίζοντάς τις με τις λέξεις του, γράφοντάς τις με γράμματα και
τυπώνοντάς τις στο φύλλο του χαρτιού. Η επανάληψη αποτελεί κύρια διαδικασία,
προκειμένου όλα αυτά τα φαινομενικά άψυχα να αποκτήσουν ψυχή, να πραγματωθούν
και να υποστασιοποιήσουν τις διαστάσεις τους. Με την αφοσιωμένη εργασία, την
επαναληπτικότητα του βλέμματος, του αγγίγματος, του ανθρώπινου φωνητικού ήχου,
η πραγματικότητα και η φυσική/υλική της διάσταση υποτάσσεται στους νόμους της
κίνησης και της μεταμόρφωσης. Έτσι, «Μεταμορφώθηκε
γυναίκα η μηχανή/ χειρόγραφα και από στήθους/ καταχωρούσε κώδικες, οδούς/
σφραγίζοντας δέματα με γεύση ανθρώπου».
Η
ποιητική της οικειότητας του Βαρνάβα, αποσκοπεί στη διαγραφή του εαυτού του ως
ταυτού[1]. Η εκ
νέου οικείωση των βιωμένων μνημών του στοχεύουν στην σχηματοποίηση της εαυτότητας
του ποιητή. Η αποσπασματικότητα και η θραυσματική υφή των δεδομένων/στοιχείων
της μνήμης του, ως τροχοπέδη για τη σύνθεση του ολικού επαναπροσδιορισμού της
οντότητάς του, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ποίησής του. Το ποιητικό
υποκείμενο βαδίζει στο μονοπάτι της αυτογνωσίας διανύοντας σημεία αναμνησιακού
τύπου, τα οποία επαναπροσδιορίζουν θέματα προγόνων. Τα σπαράγματα της μνήμης
των γεγονότων που επανέρχονται σαν οράματα στην οθόνη της διάνοιάς του,
εμφανίζονται ήδη από το πρώτο ποίημα με τίτλο «Η Θημωνιά». Στοιβαγμένα βλέμματα
σε στοιβαγμένα δεμάτια αναδιπλώνουν το χρόνο στο σημείο μηδέν και το ποιητικό
υποκείμενο καλείται, στο παρόν, να ανακαλύψει το πραγματικό γεγονός ύστερα από
την ανάποδη τροπή που μερικές φορές παίρνει η ζωή στο πέρας της. «Μα ένα φίδι ξαφνικά/ έφερε τα πάνω κάτω/
γυρίζανε στον αέρα οι τροχοί/ Ανάποδα το διχάλι τα δεμάτια κι οι ματιές της/ το
καλοκαίρι εκείνο./ Ένα απέραντο κενό./ Ψηλαφητά ψάχνω ακόμα μες στο χωράφι/ κι
έρχεται τις νύχτες/ και μου γνέφει για τ’ άλλο δεμάτι.» Ο μοναδικός τρόπος
που έμεινε στον ποιητή να αποκαλύψει τη ζωή του σε ολοκληρωμένη μορφή είναι η
ποίηση, μιας και πλέον δεν έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στους
οικογενειακούς θεσμούς του προκειμένου να οριοθετήσει την ταυτότητά του ως όν,
γράφει: «δεν είχα κάτι τυπωμένο απ’ τον
πατέρα να επιδείξω/ σκιαγράφησα την αόρατη σκιά/ παιδί που χάραξα με παγωμένα
δάχτυλα». Η ζωή του ποιητή προχωρά στα ψηλαφητά έως ότου το σκοτάδι
διαχωρισθεί από το φως και ο ήλιος ανατείλει, ωστόσο στα βάθη του υποσυνειδήτου
ο άνθρωπος χάνεται, αποπροσανατολίζεται, το παρόν του απονεκρώνεται με
ανεπαίσθητο τρόπο.
Στο ποίημα «Ταυτοπροσωπία» ο ίδιος
οικειοποιείται την υπόσταση ενός δένδρου και από εκεί καθοδηγείται προς την
ταυτοποίηση του εαυτού. Το μνημειακό υλικό του μετατρέπεται σε υπαρκτό, ο φόβος
εξαλείφεται και κανένα κακό δεν είναι δυνατό να περιορίσει τη συνέχεια στη ροή
της ζωής του ποιητικού υποκειμένου. Η ταυτοποίηση του εαυτού εκπληρώνεται μέσα
από την επικοινωνία με την προγονική ρίζα του μεταμορφώνοντας την ήδη υπάρχουσα
ουσία σε μία νέα διάσταση η οποία μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο δεν ήταν γνωστή.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Κι αφού τώρα
είμαι δένδρο/ φυσικό ν’ αλλάζουνε οι τρόποι μου/ Τραχύτερο το δέρμα μου
υπομένει/ το μαστίγιο της βροχής/ τα χτυπήματα τ’ ανέμου,/ Ν’ αντέξουν οι
μίσχοι/ Κανένας φόβος θανάτου/ στο φλοιό μου δε θα βρει καταφύγιο/ Καμία κακία
του σύννεφου/ δε με σκιάζει.// Μα την πίστη μου,/ Με στηρίζει/ την κοιτάζω στα
μάτια/ η προγονική μου πέτρα». Μόνο με τον επαναπροσδιορισμό των εντυπώσεων
της μνήμης και την μετεξέλιξή τους σε εσωτερικά συμβάντα του παρόντος χρονικού
επιπέδου το ποιητικό υποκείμενο αποκτά ταυτότητα, η οποία πλέον δεν είναι
στατική, αλλά δυναμική και διαρκώς ανανεώσιμη.
Η μετάλλαξη της ψυχικής φύσεως του
ποιητικού υποκειμένου σκιαγραφείται εναργέστερα στα ποιήματα «Μετεξέλιξη»,
«Τραπεζαρία», «Αποφλοίωση». Η μεταφυσική διάσταση της ζωής και των πραγμάτων
που την συναπαρτίζουν αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της οπτικής του
ποιητή, μιας και είναι αυτή που επιτρέπει τη διείσδυση στα πράγματα καθώς και
την οικειότητα μαζί τους. Η «τυραννία της οικειότητας»[2] με την
οποία το ποιητικό υποκείμενο αναμετράται είναι ανιχνεύσιμη σε αρκετά σημεία των
ποιητικών του συνθεμάτων. Η γραφή ως αρωγό όχημα επικουρεί την ανάγκη του
ποιητή για αυτοπροσδιορισμό της προσωπικής του ουσίας· ο ίδιος γράφει στο
ποίημα «Πρωτόκολλο»: «-Αιτούμαι άδειας
κανονικής/ να φύγω για αναζήτηση οικείου». Συγχρονικά, η εσωτερική ξενότητα
που ταλανίζει το ποιητικό υποκείμενο διαγράφεται μέσα από την ανυπέρβλητη
ανάγκη του για οικειότητα με τις αναμνήσεις του. Τα πράγματα, τα πρόσωπα, οι
λέξεις του έχουν φωνή και υπάρχουν μετά θάνατον για να ρίχνουν φως στο σκοτάδι
της μνημειακής ζωής του. Στο ποίημα «Η φωνή των πραγμάτων» στίχοι όπως «Όλα τα πράγματα έχουν δικαίωμα/ να πάρουν
μία θέση στο ποίημα» και πιο κάτω
«Κάποια κιόλας γίνανε λέξεις/ χωρίς όμως σημεία στίξης/ χωρίς το χρόνο να τα
ενοχλεί» ή «Καταφέρνω έτσι να διώξω
το φόβο/ απ’ τα πράγματα/ και να ακούγεται εδώ άφοβα η φωνή τους» χαράσσουν
με απτό τρόπο το μέλημα του ποιητή να αναβιώσει το χαμένο αντικείμενο του
εαυτού του, αναβιώνοντας τις προγονικές φιγούρες που συντάσσουν το παρελθόν του,
δηλαδή, την αδελφή, τον πατέρα και την μητέρα του.
Ο
γεωλογικός ορυκτός πλούτος, επενδυμένος με εμπράγματη ανθρώπινη ουσία, αποτελεί
την πεμπτουσία του ποιητικού σύμπαντος του Σωτήρη Βαρνάβα. Το υποκείμενο
ενσωματώνει γήινες ποιότητες προκειμένου να διερευνήσει την αγνότητα της φύσης
και συγχρόνως να αποκαλύψει πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης στην
καθημερινότητα, γράφοντας: «Τραπεζαρία σε
επιπλάδικο/ το φορτηγό με άδειασε σ’ ένα διώροφο/ Γύρω μου φίλοι τις Κυριακές/
μοιάζουνε άγνωστοι/ παραξενεύεται το ξύλο μου/ πιάτα γεμάτα μοναξιά/ ώρες
μασάνε αδιαφορία/ και τι λεκέδες/ κανένα τραπεζομάντιλο δε με προφύλαξε/ Ρουφάω
τη θλίψη με το ξύλο μου».
Η κρυπτικότητα των ποιητικών του
στοιχείων και η συμβολιστική ροπή του Βαρνάβα, αξιοποιώντας τον πλούτο της
φύσης, δεν εγκλωβίζεται στις λέξεις, αλλά γίνεται αυτές. Η πρακτική φυσιογνωμία
του μετουσιώνει τον ρομαντισμό και τον συμβολισμό των προκατόχων του με έναν
αμιγώς γήινο και κατ’ επέκταση εμπράγματο τρόπο. Η γεωλογική του ιδιοσυγκρασία
και οι μεταμορφώσεις της φύσης ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ποιητική του
βιβλίου του. Λέξεις όπως: κληματαριά, σταφύλια, κλαδιά, δένδρο, πλατύφυλλα,
κοπριά μολόχα, φοίνικες, κοχύλια, άμμος κ.α. αποδεικνύουν τη γήινη υφή της
ποίησης του Βαρνάβα αλλά και την οικουμενικότητά της, αφού ο ποιητής ταξιδεύει
σε ποτάμια, ηπείρους και ωκεανούς διανοίγοντας τα όρια του ποιητικού χωροχρόνου
του. Από την Αφρική, τα κύματα του Ινδικού ωκεανού και τις ακτές του Ατλαντικού
έως το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και τον ποταμό Ζαμβέζη, η ποιητική του ηχώ πραγματώνεται
μονομιάς, προσδίδοντας στην αισθητική των ποιημάτων του μουσικό χρώμα. Οι
λέξεις του ενσαρκώνουν βιώματα, μνήμες, ανθρώπους προσδίδοντας τους μία
διηπειρωτική διάσταση με αφετηρία άλλοτε την Russell Square και άλλοτε τη
ρίζα ενός δένδρου. Στους στίχους «-Ακούω στη
Russell Square το Ζαμβέζη να κυλά/ και το νερό του με ρινόκερο να παίζει»
θεωρώ ότι αποκαλύπτεται η ευγενική και η λεπτοφυής ποίηση του Σωτήρη Βαρνάβα.
Η Στεφανία Ι. Κωστοπούλου είναι
φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου