6/11/16

Πάρ’ το μπάρμπα !

Λυδία Δαμπασίνα, Gini coefficient, 2016, Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη


ΔΙΗΓΗΜΑ

Μόλις που πέρασαν την Παπαδιά, στάθηκαν για να μετρηθούν. Ο λοχίας τους έβαλε να σταθούν δίπλα-δίπλα κι άρχισε να μετράει φωναχτά: ''ένας, δύο, ...είκοσι πέντε.". Ξεκινήσαμε τριάντα τρεις, χάσαμε τους οκτώ... βρισκόμαστε στο νομό Φθιώτιδος... έγραψε με το παγωμένο του χέρι στο στρατιωτικό σημειωματάρι .
Περπατούσαν στο κρύο ώρες ατελείωτες και κοιμόντουσαν, κάποιες φορές ονειρευόντουσαν περπατώντας. Στο δρόμο κάποιοι έπεφταν κατά γης και δεν ξανασηκώνονταν. Τους άφηναν εκεί στο τόπο και συνέχιζαν το εφιαλτικό ταξίδι. Ο πατέρας μου βάδιζε μαζί με ένα πατριωτάκι του, από τον Αποκόρωνα Χανίων. Μανώλης Πορφυράκης, στρατιώτης. Ήταν μαζί από την πρώτη στιγμή του πολέμου. Μαζί στο μέτωπο, μαζί στα χαρακώματα, μαζί στην οπισθοχώρηση της ντροπής. Είχε πέσει δυο φορές. Και τις δυο φορές τον έσωσε ο πατέρας μου. Τον τράβηξε έξω από το δρόμο. Φώναξε στους άλλους να συνεχίσουν και συνέφερε το σύντροφο και πατριώτη του.
-Σου χρωστώ μια τσικουδιά από το χωριό μου, έλεγε ο Μανώλης στον πατέρα μου.
- Ότι θέλεις σύντεκνε, του απαντούσε. Ο Μανώλης δεν την κέρασε τη τσικουδιά ποτέ. Την τρίτη φορά που κατέρρευσε δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί. Ήταν εικοσιτεσσάρων.

Η διμοιρία έμεινε να βγάλει τη νύκτα εκεί, λίγο μετά την Παπαδιά. Όσοι είχαν αντοχές βγήκαν στα σοκάκια του γειτονικού χωριού ψάχνοντας για τρόφιμα. Ανάμεσά τους και ο πατέρας μου. Ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη αυλή, όπου ένα πιτσιρίκι έπαιζε ποδόσφαιρο με μια μπάλα από κουρέλια. Κρατούσε στο χέρι μια φέτα ψωμί πασπαλισμένο με ζάχαρη. Κάθε φορά που ο μικρός δάγκωνε το ψωμί, άφηνε και μερικές μύξες πάνω στη ζάχαρη. Ο πατέρας μου και ο μικρός διασταυρώνουν για λίγο τις ματιές τους. Σε μια στιγμή ο πιτσιρικάς τεντώνει το χέρι του με το ψωμί, τη βρεγμένη ζάχαρη, και τις μύξες, προς το μέρος του πατέρα μου και τρομαγμένος του λέει:
- Πάρ’ το μπάρμπα.... και χάνεται πίσω από την αυλή.
Εκείνος, με το λάφυρο στο χέρι, γυρίζει πίσω στους συντρόφους του για να το μοιραστούν. Ήταν εικοσιτριών.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΑΔΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: