6/11/16

«Μνήμη» Λούκατς

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Ορισμένοι γνωστοί μου με ρώτησαν γιατί αντιδρώ στην απόφαση της Ουγγρικής Ακαδημίας των Επιστημών να κλείσει το «Αρχείο Lukács» στη Βουδαπέστη. Επειδή η «συλλογική μνήμη», ιδίως στο πεδίο το επιστημονικού λόγου, ολοένα και γίνεται ισχνή, ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω τα εξής:
Δηλαδή, κατά το χρόνο της «μετάβασης» από το «παλαιό» στο «νέο» καθεστώς (ή όπως αλλιώς τα ονοματίσουμε με ή χωρίς εισαγωγικά) της Ουγγαρίας φιλοξενήθηκα, στο πλαίσιο των διακρατικών πανεπιστημιακών ανταλλα­γών, στο «Lukács Archivum» της Βουδαπέστης (τέλος Ιουνίου-αρχές Ιου­λίου του 1990). Μια δεκαετία νωρίτερα είχα δημοσιεύσει το βιβλιογραφικό σχεδίασμα: Ο G. Lukács στην Ελλάδα (1980), το οποίο «αξιοποίησαν» συ­νεργάτες του περιοδικού Διαβάζω (Απρ. 1981, 42), ενώ το 1982 ως ει­σαγωγή (κυκλοφόρησε και αυτοτελώς) στην ελληνική μετάφραση της Τα­κτικής και Ηθικής δημοσίευσα το μελέτημα: «G. Lukács. Η ενότητα θεω­ρίας και πράξης στο κέντρο της φιλοσοφίας της ιστορίας» (7-42).
Έκτοτε, και ιδίως στη Σοσιαλιστική σκέψη (1990-1994) και τα ξενόγλωσσα βιβλία μου δεν περνούσαν απαρατήρητες οι αισθητικές του αντιλήψεις και ο τρό­πος πρόσληψής τους από την εγχώρια διανόηση. Έτσι στη μονογραφία μου για τον Πατρίκιο αφιέρωσα (2006, 37-38) ειδικό κεφάλαιο («Γιατί μετα­φράζει τον Lukács;»), ανασκευάζοντας κάποιες ανακρίβειες που εμφι­λοχώρησαν σε πρόσφατες εργασίες. Όσο για την εισήγησηή μου στο συ­νέδριο που οργάνωσε το Universidad de Buenos Aires (15.-17.11. 2004) δημοσιεύθηκε ήδη στα γαλλικά: «Le problème de ladirection intellectuellechez G. Lukács» (Δωδώνη, μέρος τρίτο, ΛΓ΄, 2004, 29-35).

Ίσως χρειάζεται να συνεχίσω με δύο «επεισόδια». Το πρώτο έχει σχέση με τα Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα (Απρ.-Αύγ. 1844) του Marx που δημοσιεύονται για πρώτη φορά το 1932, στην DDR εμφανί­ζονται το 1953 (στα Άπαντα των Marx και Engels περιλαμβάνονται στον Α΄ συμπληρωματικό τόμο· 21973) και μεταφράζονται στην ουγ­γρική το 1962. Όσο για τον G. Lukács, χω­ρίς να γνωρίζει αυτό το κείμενο, πραγματεύθηκε ήδη στο βιβλίο του Geschichte und Klassenbewußtsein (1923) το πρόβλημα της «Verdinglichung» με γνώμονα τις αναλύσεις του Κεφαλαίου. Δηλαδή ο «φετιχισμός του εμπορεύματος» έφτανε να εξηγήσει τον δομικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας, από τις εμπορευματικές σχέσεις της οποίας αναδύεται το «αρχέ­τυπο όλων των μορφών εξαντικειμένισης» (1923). Ειδικότερα, ο άνθρωπος μπορούσε να νοηθεί έτσι ως «μηχανοποιημένο τμήμα ενός μηχανικού συστήματος» βιομηχανικής παραγωγής, στο οποίο υποτάσσεται «άβουλα» και καθίσταται «ανήμπορος θεατής» (1923). Οι μαθητές του Lukács διώχθηκαν από το καθεστώς, που σκλήρυνε τη στάση του κατά την περίοδο του Μπρέζνιεφ, και σκόρπισαν στο εξωτερικό έχοντας στις αποσκευές τους την ιδέα της «δημιουργίας» που υπερβαίνει τα πλέγματα της «αποστερητικής» εργασίας.
Το δεύτερο σημείο αφορά την εγχώρια γνωριμία με το έργο του Lukács. Σε μετάφραση Πατρίκιου (ο Κουλουφάκος μεταφρά­ζει, από τα γερμανικά, το μέρος που αφορά τον Ντοστο­γιέφσκι και συμβάλλει στην αντιβολή γερμανικής και αγγλι­κής έκδοσης) δημοσιεύονται το 1957 οι Μελέτες για τον ευ­ρωπαϊκό ρεαλισμό, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη συμμετοχή τού Ούγγρου φιλοσόφου στην κυβέρνηση της χώρας του που σχηματίσθηκε κατά την εξέγερση εναντίον των Σοβιετικών. Το ίδιο το κείμενο (1948· ο ποιητής το προμηθεύτηκε κατά το 1955 από τον Λάμπρο Σκλαβούνο), στο οποίο προτάσσεται ση­μείωμα του Roy Pascal από την αγγλική έκδοση, συνιστά μια διεισδυτική ανάλυση χαρακτηριστικών έργων των Balzac, Stendhal, Zolà, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι και Γκόρκι. Η χρο­νική όμως συγκυρία της εμφάνισης του στην Ελληνική προ­φανώς καθορίζει το όλο εγχείρημα. Βέβαια, η γνωριμία τής εγχώριας αριστερής σκέψης με το έρ­γο του Lukács είναι αρκετά πρώιμη, όταν μόλις το 1925 (λαν­θασμένα γράφεται ότι το πρώτο του κείμενο «απαντά μόλις to 1956») μεταφράζεται το: «Λέ­νιν, ο μόνος ισάξιος του Μαρξ θεωρητικός», και συνάμα οριοθετημένη ως αποκλίνουσα, λόγω της «στροφής προς τα πίσω» και ειδικότερα της χεγκελιανίζουσας άρνησης της «διαλεκτικής στη φύση» (Ντεμπόριν 1927).
Πάντως, η έναρξη μιας ευρύτερης πρόσληψης του Lukács συντελείται στο χρονικό διάστημα 1956-1966, κυρίως μέσα από τον περιοδικό τύπο (Επιθεώρηση Τέχνης, Κριτική, Μαρ­τυρίες και Εποχές), ενώ προς το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης θα διευρυνθεί η ροή μετάφρασης αυτοτελών έργων, με εξαί­ρεση το Νεαρό Χέγκελ και την Καταστροφή τον λόγου, που απαιτούσαν για την ευόδωση μιας τέτοιας προσπάθειας εξει­δικευμένη φιλοσοφική προπαιδεία. Το ενοποιό, προφανώς, στοιχείο της πνευματικής φυσιογνωμίας του Lukács, κατά την πολυκύμαντη συγγραφική και πολιτική του πορεία, δηλαδή ο «ανταρτοπόλεμος» (1967) με το δογματισμό, υπήρξε χω­ρίς καμιά διχογνωμία απολύτως ευκρινές. Για τούτο αντιμε­τωπίσθηκε (1959) ως «αρνητής» του «σοσιαλιστικού ρεαλι­σμού» και ως οπαδός της «ιδεολογικής συνύπαρξης», ο οποί­ος ουδέποτε ξεπέρασε την «αστικο-φιλελεύθερη» κοσμοθε­ωρία.
Μάλιστα, σε συνδυασμό με την κατανόηση των όρων συ­γκρότησης της εγχώριας «ποίησης της ήττας», που από «άπο­ψη συμμετοχής στο κίνημα» στέκεται «σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο», μνημονεύεται ο Lukács που «χάνει ξαφνικά τον πολιτικό προσανατολισμό του» καθώς και ο Φαντέγιεφ που αυτοκτονεί (Λειβαδίτης 1966). Ως προς τον τελευταίο ο Πατρίκιος (Μάιος 1956) αποπαίρνει τον αυτόχειρα γιατί έφυγε «τώρα ακριβώς» που ήταν απαραίτητος:
Μα δεν το σήκωσες το βάρος
των χρόνων που συ καθόριζες
ποιος έπρεπε να πεθάνει
και ποιος να επιβιώσει. 

Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Λυδία Δαμπασίνα, Ομφαλός, 2015, Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: