Δημήτρης Εφέογλου, Χωρίς τίτλο, από τη σειρά Sonance-momentum, 2016, γραφίτης σε χαρτί, 70x50 εκ. (λεπτομέρεια)
|
Ένα πρωί στο
Σελέκτ της Φωκίωνος, ο Κώστας Βούλγαρης μου μετέφερε το αποστομωτικό συμπέρασμα
ενός φίλου του, ο οποίος είχε μόλις ολοκληρώσει την εξαιρετικά απαιτητική
ανάγνωση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς
στο πρωτότυπο: «Εάν αυτό το μυθιστόρημα δημοσιευόταν σήμερα, κανείς δεν θα το
πρόσεχε!».
Πράγματι. Τίποτε δεν κάνει πλέον εντύπωση στα
γράμματα, ούτε τα γράμματα παίζουν τον ρόλο που διαδραμάτιζαν μόλις τον
περασμένο αιώνα. Η λογοτεχνική κληρονομιά του 20ού αιώνα είναι οπωσδήποτε
βαριά και ασήκωτη, όταν αναλογίζεται κανείς τι αριστουργήματα προστέθηκαν στις
ανεξάντλητες δέλτους της ευρωπαϊκής αλλά και οικουμενικής μνήμης! Και αυτή η
κληρονομιά κάνει μάλλον απαθή τον αναγνώστη.
Αμφιβάλλω όμως αν ο ανώνυμος αναγνώστης θα μελετούσε σήμερα τον Οδυσσέα,
εάν δεν είχε προσεχθεί δεόντως στην εποχή του!
Διαβάζουμε χάρη
στο θόρυβο που γίνεται γύρω από τις νέες εκδόσεις, αν και συχνά ο θόρυβος δεν
ξεχωρίζει από τους ρυθμικούς, μονότονους γδούπους της καθημερινότητας, και
διαβάζουμε χάρη στον μακρινό απόηχο που αφήνουν τα σπουδαία, παλιά βιβλία.
Οι γέροντες οι παρατηρητικοί το ξέρουνε
καλά·
Και άμα ξέρουν τι λένε τα παλιά βιβλία
Και πως καλύτερα δεν πρόκειται να
γίνουν,
Ξέρουν γιατί κι ο γέροντας μπορεί να
τρελαθεί.
γράφει σ’ ένα ποίημά
του ο μέγας Γέητς. Αλλά ποιοι είναι οι
παλαιοί αυτοί, για τη σύγχρονη συνείδηση; Οι αρχαίοι, οι αλεξανδρινοί, οι
λατίνοι οι βυζαντινοί, οι νεώτεροι, και ποιοι νεώτεροι ακριβώς; Και πώς μπορεί
κανείς να καταλάβει τους λόγους των παλαιών, χωρίς τη βαθύτερη συνείδηση του
παρόντος που μας χαρίζουν τα νέα βιβλία; Χωρίς παρόν, δεν υπάρχει ούτε αιώνια
ομορφιά, ούτε αιώνια αλήθεια. Η εποχή μας ίσως να μην είναι εποχή μεγάλων
λογοτεχνικών έργων. Αλλά τα κείμενα
εξακολουθούν να υπάρχουν και να μας καλούν. Γράφουμε, γιατί άλλοι έγραψαν πριν
από μας. Και διαβάζουμε, γιατί μάλλον δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σκεφθεί
κανείς τον εαυτό του. Όσο μάλιστα ξανοίγεσαι προς τα περασμένα, τόσο
περισσότερο εντείνεται η συναίσθηση του παρόντος και τόσο περισσότερο το κατανοείς.
Μία από τις πιο διαδεδομένες πλάνες άλλωστε είναι ακριβώς η ιδέα ότι τα παλαιά
είναι παλιά και πεθαμένα, ότι δεν μας μιλούν σήμερα.
Δεν
συνειδητοποιείται εύκολα πόσο άλλαξε κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο τρόπος
προσεγγίσεως των κειμένων, παλαιών και νεώτερων. Οι αναγνωστικοί ατταβισμοί
είναι βεβαίως ισχυρότατοι και διαιωνίζονται από τις νέες τεχνικές επικοινωνίας
των πιο άκριτων πλην αρεστών και πρόχειρων απόψεων. Μαθαίναμε π.χ. πως οι αλεξανδρινοί δεν ήταν και τίποτε
σπουδαίο! Μανιεριστές μιας παρακμής. Σαν
άνοιγες όμως τα βιβλία τους, τόσο σύγχρονη γινόταν η παρουσία τους, ώστε να
δυσφορείς σφόδρα με τα επίσημα πορίσματα. Κι αν οι αλεξανδρινοί δεν άξιζαν, τί
να πει κανείς για τους λατίνους που πάσκιζαν να τους μοιάσουν! Από τον
Λουκρήτιο και τον Κάτουλλο, μέσω του Βιργιλίου και του Οράτιου, έως τον
Προπέρτιο και τον Τίβουλλο, τον Οβίδιο, τον Μαρτιάλλη, τον Γιουβενάλη. Σώμα και ηδονή, ειρωνεία και αυτοσαρκασμός, απόσταση και τέχνη, πατριωτικός
κοσμοπολιτισμός, ιδού μερικά από τα δανεικά γνωρίσματα που έγιναν πιο δικά τους
από δικά τους. Και μ’ όλο που σε καμμιά
άλλη περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας δεν μεγαλύνεται σε τέτοιο βαθμό το
ελληνικό τοπίο και το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας, εντούτοις οι λατίνοι ποιητές
δεν φαίνεται να επηρέασαν τα νεοελληνικά γράμματα, όσο επηρέασαν τη λογοτεχνία
της Δύσης. [Σκέπτομαι τώρα ότι το πρώτο πνευματικό σχίσμα μεταξύ Ανατολής και
Δύσης θα ’πρεπε να χρονολογείται από τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) και την
ήττα του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας].
Ώστε δεν είναι
ν’ απορεί κανείς με τα κομμένα νήματα που ψάχναμε αλλού, ούτε αν χρειάσθηκαν
τόσα χρόνια για να χωνευθεί ο Καβάφης, αν ποτέ χωνεύθηκε. Και μήπως είναι τυχαίο
αν ο ώριμος Καρυωτάκης ύψωσε στο μέσον της παλαμικής εποχής του τα Ελεγεία και Σάτιρες, δηλ. δύο από τα πιο
χαρακτηριστικά ποιητικά είδη της πνευματικότητας των αλεξανδρινών και των λατίνων!
Το
παιγνιώδες, το ιερό, οι τέρψεις της λογιοσύνης, το χιούμορ, η ειρωνεία, το σαρκικό
πάθος με τις δουλείες του, η σοφή
απόσυρση από τα κοινά, η νοσταλγία της αγροτικής ζωής, όλα τούτα τα εντελώς αντιηρωικά στοιχεία των
λατίνων λυρικών, μετατρέπονται σε λόγους κατ’ εξοχήν ηρωικούς για τη σύγχρονη
συνείδηση. Ο Οράτιος μού φαίνεται τώρα μοναδικό ψυχογράφημα ωριμότητας: από τον δριμύ
καυτηριασμό του βίου των συγκαιρινών του έως τη γαλήνια αναχώρηση, χωρίς
μοναστήρι και χωρίς να χάνει από τα μάτια του τη μόνιμη παραφροσύνη της ισχύος,
την αγιάτρευτη πλεονεξία, τη φρενιτιώδη επίδειξη της κοινωνικής επιτυχίας με
την ακατάσχετη ανέγερση επαύλεων που καταπνίγουν το φυσικό τοπίο. Πού
να φανταζόταν πως θα ετοιμάζονταν στ’ αλήθεια καταυλισμοί τεχνητής φύσεως στον
πλανήτη Άρη!
Τα σπουδαία έργα
είναι κατά βάθος έργα συντηρητικά, έστω κι αν σε πρώτη ανάγνωση σοκάρουν με τις
καινοτομίες τους. Είμαστε μοντέρνοι επειδή ξέρουμε πια ότι δεν υπάρχουν παρά
κείμενα, τα οποία κατανοούνται ως νόημα και όχι ως βιογραφία συγγραφέως ή
εποχής. Γι’ αυτό μπορούμε να ανακαλύπτουμε πόσο μοντερνισμό κρύβουν τα έργα
άλλων καιρών και πώς ζούσαν οι τοτινοί τον δικό τους μοντερνισμό, τον
ρωμαντισμό τους, τον ρεαλισμό τους. Η λογοτεχνία είναι κάτι παρά πάνω από απλός
καθρέφτης της πραγματικότητας. Είναι θα ’λεγα η αόρατη αυτοκρατορία των
αντινομιών του φανταστικού μας. Παρέχει στα πράγματα την ενότητα που δεν έχουν,
όπως έλεγε ο Νίτσε. Απέναντι στις εκάστοτε κοινωνίες της γνώσης και των αποτελεσματικών
αξιών τους, η τερπνή μυθοπλασία παραμένει το σταθερό αντίβαρο του ανθρώπινου
πνεύματος.
Μ’ αρέσουν οι
μοναχικοί αναγνώστες, νέοι και γέροντες, οι μοναχικές επιλογές. Μ’ αρέσει η κοινή
φράση «από το πουθενά !» Θα ’λεγες πως
μεταφράζει την άλλη σημαδιακή φράση «Ex nihilo». Αλλά τίποτε
δεν υπάρχει εκ του μηδενός, όπως γράφει στο περίφημο ποίημά του ο Λουκρήτιος.
Και όμως, ό,τι σπουδαίο εμφανίζεται ή επανεμφανίζεται χάρη στην ανάγνωση, είναι
σαν να έρχεται από το πουθενά. Από το πουθενά προς το πουθενά, έτσι μεταδίδεται
το φως στον άνθρωπο, απόλυτος προορισμός του οποίου είναι το αιώνιο σκότος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου