ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Δέσποινα Φλέσσα, Landscape tableaux, γραφίτης σε καπλαμά, 280 x 400εκ. |
Metra gia Tsarouchia (ή όταν η κρίση πουλάει). Αυτό τον τίτλο φέρει πρόσφατο Editorial του περιοδικού Athens Review of Books, όπου σχολιάζεται το γεγονός της έκδοσης στα
αγγλικά δύο ανθολογιών «ελληνικών ποιημάτων της κρίσης».
Πρόκειται για ένα αναλυτικό κείμενο 2.200
λέξεων, το οποίο, με εύστοχες παρατηρήσεις αναδεικνύει τη σχέση φολκλορικής
υποτέλειας, και ανάλογης αφέλειας, που εμπεδώνεται με αυτές τις ανθολογήσεις,
οι οποίες δεν προτάσσουν κανένα αισθητικό κριτήριο, ώστε να δικαιολογήσουν και
να υποστηρίξουν το σώμα των ποιημάτων που ανθολογούν, πόσω μάλλον να δείξουν το
ποιητικό τους πρόσωπο.
Άλλωστε, οι ίδιοι οι τίτλοι των δύο
ανθολογιών παρασιτούν πάνω στην ελληνική κρίση και απευθύνονται στην περιέργεια
κάποιου εικαζόμενου αγγλόφωνου κοινού. Η πρώτη υπό τον τίτλο Futures: Poetry of the Greek Crisis,
και η δεύτερη υπό τον
τίτλο Austerity Measures. The New Greek Poetry, αλλά και τον εξής υπέρτιτλο (ναι,
στο εξώφυλλο): “This deserves an international audience. Now!” ΥANIS VAROUFAKIS...
Επιπλέον, το editorial σχολιάζει ειρωνικά την υποδοχή της
δεύτερης ανθολογίας, από τα ιθαγενή, κυρίως ηλεκτρονικά ΜΜΕ: «Επιτέλους, μας πρόσεξαν!
Eπιτέλους, μας μετέφρασαν! Eπιτέλους, μας υπολογίζουν μέσα στο
παγκοσμιοποιημένο χάος. Σκέψου: τα Penguin, που δεν έχουν βγάλει, φερειπείν,
Καζαντζάκη, Σεφέρη, Ελύτη, να μας τιμήσουν εν έτει 2016, σε εποχή που η χώρα
βουλιάζει! Τα Penguin,
που όταν έβγαλαν το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή, το 1969, το απέσυραν γρήγορα λόγω
ανύπαρκτης ζήτησης! Που μόλις το 2007 έβγαλαν Καβάφη (κι αυτόν ολίγον και
κακοπαθημένο)! Τα Penguin
να αναγνωρίσουν τους νέους ποιητές μας (μολονότι ακόμη αζύγιστους και
αδοκίμαστους)! Τα Penguin,
που δεν τύπωσαν τίποτε δραστικά ελληνικό κατά τη διάρκεια της τελευταίας
δικτατορίας, ας πούμε κάτι σαν Emergency Measures
ή Poetry
in
Exile,
επιτέλους είδαν ότι στην Ελλάδα ανθεί ο πολιτισμός και ιδιαίτερα η ποίηση.»
Είναι γνωστό το παιχνίδι της
παρασιστικής δημοσιότητας, με άλλοθι την τέχνη και τον πολιτισμό, και είναι
αρκετοί όσοι, διεθνώς, σιτίζονται από την «αξιοποίηση» της ελληνικής
οικονομικής κρίσης, της προσφυγικής κρίσης, και κάθε κακού που ενσκήπτει στον
κόσμο τούτο. Με αφορμή το γεγονός και τη δημοσιότητά του, πουλάνε μια ανώδυνη,
εύπεπτη εικόνα/προβολή του, η οποία φυσικά δεν μιλά για την πραγματικότητα αλλά
απλώς την πουλάει ως αναφορά. Γιατί η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη, μόνο με έναν
τρόπο μπορεί να μιλήσει για κάτι συγκεκριμένο, πόσω μάλλον για το ιστορικό άγος
που συμπυκνώνει η κρίση: διά του
τροπισμού της γλώσσας της. Δηλαδή, με αυτό που απουσιάζει παντελώς ως
κριτήριο από την μαρκετίστικη φλυαρία των δύο ανθολόγων.
Στη λογική λοιπόν των ανθολόγων, το
μόνο που χρειάζεται επιπλέον η συσκευασία είναι ολίγον ριζοσπαστικό πασπάλισμα,
όπως η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ή ο πληθωρισμός των γράφιτι
στους αθηναϊκούς τοίχους (παρ’ ό,τι τα περισσότερα είναι κακόγουστα και
βάναυσα), ώστε το προϊόν να απευθυνθεί στο φαντασιακό, ήτοι στις έτοιμες υποδοχές
του: η Ελλάδα, μια Κούβα της Μεσογείου. Έτσι, απρόσκοπτα, κάθε είδους προϊόν, δηλαδή
όχι ακριβώς το ίδιο το προϊόν αλλά κυρίως ο πωλητής του, μπορεί να απευθυνθεί σε
έναν ορισμένο τύπο αγγλόφωνου μεσοαστού καταναλωτή, και να τον προσέξουν. Κι έτσι,
όλοι είναι ευχαριστημένοι. Κι εκείνοι «ενημερώθηκαν», και ο εκδότης κάτι
πούλησε (πάντως, ως εκ του θέματος, το συμβολικό κέρδος είναι δεδομένο), και ο
ανθολόγος υπάρχει, ενώ κάποιοι ανθολογούμενοι ενδεχομένως φαντασιώνονται διεθνή
καριέρα.
Θα πει βέβαια κανείς, τι το κακό
έχουν όλα αυτά; Άφησέ τα να γίνονται. Και όντως, αυτό κάναμε με αυτές τις
ανθολογίες, και δεν τις σχολιάσαμε από τις σελίδες μας. Αν, τώρα, μέσα από αυτή
τη διαδικασία, ίσως καούν μερικές ενδεχομένως κάτι υποσχόμενες περιπτώσεις
νεαρών ποιητών, δικό τους το πρόβλημα· ας φρόντιζαν.
Τι γίνεται όμως με την ποίηση; Εδώ
είναι που θα διαφωνήσω με το editorial του Athens Review of Books. Γιατί όλη η κριτική που ασκεί στις δύο ανθολογίες,
βασίζεται πάνω στην ένσταση ότι αυτές δεν τοποθετούνται επί της ποιότητας των
ανθολογουμένων ποιημάτων. Τα παρουσιάζουν ως κάτι, χωρίς ενδεχομένως να είναι.
Τι να είναι, όμως; Όντως ποιήματα; Ή
όντως από τα σημαντικότερα της σύγχρονης ποίησής μας; Ως προς τι ακριβώς
ελέγχονται οι δύο ανθολογίες;
Αν, φερ’ ειπείν, όντως οι
ανθολογούμενοι σύγχρονοι ποιητές είναι ισάξιοι με τον Σεφέρη και τον Ελύτη; Γιατί
όχι; Και αν ναι, τότε τι γίνεται;
Δεν είναι; Αυτό όμως δεν μας το λέει
το κείμενο του Athens Review of Books.
Αρκεί λοιπόν μόνο το προβληματικό περιτύλιγμα, για να απορρίψουμε τις
ανθολογίες;
Για να μπορεί κάποιος να τις κρίνει
με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να έχει σαφή εικόνα για τη σύγχρονη ελληνική
ποίηση, να έχει μιλήσει για αυτήν και τις συλλογές της, θα πρέπει να έχει
καταθέσει και δοκιμάσει ένα κριτικό σχήμα. Το έχει κάνει το περιοδικό; Όχι.
Έχει υιοθετήσει, ή έστω υιοθετεί μέσα σε αυτό το editorial, κάποιο κριτικό σχήμα, με βάση το
οποίο κρίνει τα ανθολογούμενα ποιήματα;
Δεν το κάνει. Με το εξής επιχείρημα: «Η άποψή μας δεν περιλαμβάνει τους ποιητές ούτε ασχολείται με
την αισθητική πλευρά του ζητήματος. Οι ποιητές και το έργο τους θα κριθούν συν
τω χρόνω από τους αναγνώστες και τους θεσμούς της γλώσσας στην οποία εκφράζονται.»
Συγγνώμη,
αλλά μια τέτοια συζήτηση, ερήμην του αντικειμένου, που η είναι η σύγχρονη
ποίηση, δεν έχει νόημα. Αυτού του είδους η συζήτηση έχει εξ αρχής υπονομεύσει
το έδαφός της: σχολιάζει ένα πολιτισμικό φαινόμενο, με όρους πάλι πολιτισμικού
λόγου (αν και σαφώς ριζοσπαστικότερου, και φυσικά εντιμότερου, σε σχέση με τον
λόγο και την πρακτική των ανθολόγων).
Εν
τέλει, όμως, ο λόγος του editorial
δεν είναι κριτικός λόγος. Αυτός, απαραιτήτως, περιλαμβάνει
την τοποθέτηση, και τη συνακόλουθη ευθύνη, επί του αντικειμένου, ήτοι επί της
αισθητικής των ποιημάτων που ανθολογούνται, επί της ποιότητας και του χαρακτήρα
των αισθητικών προταγμάτων της σύγχρονης ποίησής μας. Άλλωστε, ο συγχρονικός
κριτικός λόγος είναι ένας, και κατά τη γνώμη μου ο πιο κρίσιμος, και πάντως ο
πιο ενδιαφέρων, από τους θεσμούς που κρίνουν τα λογοτεχνικά έργα (εκτός των
άλλων, γιατί μετέχει στη διαδικασία γένεσης των ιδεών και των μορφών – δεν τις
περιγράφει εκ των υστέρων).
Για να το θέσω αλλιώς, μέσα από ένα
παράδειγμα: ας υποθέσουμε ότι στο τέλος της δεκαετίας του 1920 είχε γίνει μια
ανάλογη ανθολογία, με κανα τριανταριά έλληνες ποιητές, η οποία τους παρουσίαζε
ως ποιητές της «παρακμής» (ήτοι, της αμφισβήτησης διά του αισθητισμού), κάτι
που ενδεχομένως θα πούλαγε τότε, μέσα στο κλίμα του οριενταλισμού αλλά και της
ευρωπαϊκής decadence. Και, ας υποθέσουμε ότι κάποιος είχε τότε στηλιτεύσει, με
τον τρόπο του editorial, εκείνη την ανθολογία. Τι θα λέγαμε σήμερα;
Εγώ τουλάχιστον, θα έκρινα τι είχε
πει αυτός για το ποιητικό πρόσωπο εκείνης της εποχής, δηλαδή για τον Καβάφη,
τον Βάρναλη, τον Καρυωτάκη. Αν το κείμενό του δεν μίλαγε για αυτούς (ελέγχοντας
αν τους περιέλαβε η ανθολογία ή όχι, πώς τους παρουσίαζε κλπ), και εν γένει αν
δεν είχε μιλήσει για αυτούς, δηλαδή αν δεν τους είχε ως μέτρο για να κρίνει, εν
τέλει αν αισθητικά δεν ζούσε την εποχή του, το κείμενό του σήμερα δεν θα με
ενδιέφερε. Θα ενδιέφερε, βέβαια, σήμερα, και μάλιστα ιδιαίτερα, μόνο κάποιον
εντρυφούντα στις πολιτισμικές σπουδές, οι οποίες έχουν φτιάξει ένα ολόκληρο,
και αβαθές πεδίο, ως υποκατάστατο της κοινωνιολογίας και της δημοσιογραφικής
ηθογραφίας.
Γιατί μόνο η ίδια η ποίηση είναι
μέτρο των πραγμάτων, όχι τα σχετικά με αυτήν αγοραία συμβάντα: αν π.χ. ο Penguin δεν
εξέδωσε, τουλάχιστον τον γνωστό στο αγγλόφωνο κοινό Καβάφη, ήδη από τον
μεσοπόλεμο, αυτό αφορά την ποιότητα του εκδοτικού οίκου και των ανθολόγων του,
και τη συνακόλουθα λειψή γνώση και αισθητική των αναγνωστών του, όχι την αξία
και την αισθητική του Καβάφη. Δικό τους το πρόβλημα· ας φρόντιζαν.
Κλείνοντας
όμως, θα πρέπει να αναλάβω κι εγώ την ευθύνη των λεγόμενών μου. Από ποια θέση
μιλάω και κρίνω; Με τα δοκίμια, τα βιβλία και τις κριτικές που έχω δημοσιεύσει,
παρακολουθώντας τη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση, νομίζω πως έχω καταθέσει την
άποψή μου και το κριτικό μου σχήμα. Με βάση αυτό, πιστεύω ότι η σύγχρονη ποίησή
μας διαθέτει εξαιρετική ποιότητα, αισθητικά, δε, βρίσκεται στην αιχμή των
σύγχρονων αναζητήσεων. Διά της μορφής της
και των αισθητικών προταγμάτων της, συνομιλεί ευθέως με την κρίση, εννοώντας
την βέβαια ως μια ολόκληρη ιστορική στιγμή, ως τομή στην αμέριμνη ροή της
νεωτερικής προόδου, και όχι απλά ως μια χρονική περίοδο όπου κάτι, κάπου,
συμβαίνει, με πρόσκαιρα, «ερεθιστικά» και αναλώσιμα αποτελέσματα. Από αυτή την
ποιότητα, και αυτή τη συνομιλία, λοιπόν, μόνο κάποια ελάχιστα ίχνη, και πάντως
όχι τα σημαντικότερα, υπάρχουν στις δύο ανθολογίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου