16/10/16

Φωνές από την βιβλιοθήκη μας

Δύο ποιητικές δυνάμεις πρόσωπο με πρόσωπο

Άποψη της έκθεσης, έργα των Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Γιάννη Καρπούζη, Ειρήνη Ευσταθίου


ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ

Είναι ερώτημα τί μας νομιμοποιεί να αντιπαραθέτουμε ένα ποιητικό έργο σε ένα άλλο. Αν αυτή η απόπειρα διασύνδεσης, με οδηγό το ένστικτο, θεμελιώνει εν τέλει μια διακειμενική οπτική, εκτός από το να προκαλέσει μόνο το αναγνωστικό –ή και «αγωνιστικό»- ενδιαφέρον γύρω από δύο διακριτές φωνές, ακριβώς επειδή η θεμελίωση διακυβεύεται και η γέφυρα μπορεί να πέσει, τότε αχνοφέγγει ένα θεατρικό φως συγκριτικής αντιμετώπισης. Στο φάσμα της, εν προκειμένω, ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) συναντά τον Μιγέλ Λαμπορδέτα (1921-1969). Αφοπλιστική λεπτομέρεια των δύο παράλληλων βιογραφιών είναι ότι και οι δύο πέθαναν από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.
Όσον αφορά στις δε εργογραφίες τους, διατρέχοντας μερικές από τις στιγμές δημιουργίας των δύο ποιητών, κρίνεται σκόπιμη η επιλογή του ποιήματος «Ένας άντρας τριάντα χρονών ζητάει το λόγο» του Λαμπορδέτα (από τη δίγλωσση έκδοση των εκδ. Κουκούτσι, Ελεγεία σχεδόν, σε εισαγωγή και μετάφραση του Κώστα Βραχνού, Αθήνα 2014) ώστε να προβληθεί αντιστικτικά στο μεν ποίημα «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» του Λειβαδίτη από τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953) και στην ύστερη συλλογή του 1966 Οι τελευταίοι (εκδ. Κέδρος). Καθώς η συνενωτική ανθρωπιστική αξία, στην πορεία της ιστορικότητάς της, διυλίζεται σε πρόσωπα και κατ’ επέκταση σε επιμέρους αξίες, ώστε η ανθρώπινη μορφή να διαθεματίζεται, μέσα από την μετέπειτα ποίηση του Λειβαδίτη. Στον Λαμπορδέτα, από την άλλη πλευρά, ο ποιητικός λόγος που συγκεράζει την ειρωνεία με τον εξπρεσιονισμό, είναι πολυφωνικός, πληθυντικό «εγώ» αλλά και εξατομικευμένο «εμείς» συγχρόνως.
           
Αυτό το πληθυντικό «εγώ», αλλά και το εξατομικευμένο «εμείς» των δύο ποιητών, εκφράζονται μέσα από μια κοινωνική αφετηρία, στη βάση της οποίας και οι δύο συνδέθηκαν με αγωνιστικές ιδέες, με την κοινωνικότητα και την αριστερή συνείδηση. Ωστόσο, τα ποιήματα και των δύο διαποτίζονται και από την ενδόμυχη ανάγκη, του καλλιτέχνη, να σμιλεύσει την μοναξιά του και να την αντικρίσει ως οντολογική δύναμη.
Ειδικότερα, στο μεν «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» ο Λειβαδίτης εξαίρει τις θυσίες και την ελευθερία που φέρνουν το είναι στην επίτευξη της ειρήνης, για να αποδώσει εν τέλει μια ιδεαλιστική κατάσταση ενός μαχητικού «εγώ», ενώ αυτό γίνεται «εμείς» μέσα από πράξεις και έργα. Στους δε Τελευταίους, επιστρέφει στον ρεαλισμό και στην αποκρυστάλλωση του «εγώ», απαντώντας στο ποιος λέει τί, επινοώντας τα δέκα πρόσωπα –Στέφανος, Φίλιππος, Πυλάδης, ένας ποιητής, Ματθαίος, Άννα, Κλυταιμνήστρα, Γρηγόρης, Γαβριήλ, Ελισάβετ– και τοποθετώντας τα σε μια πολυκατοικία. Αυτή εξάλλου, όπως μας τονίζει εξαρχής, είναι «αγνώστου εσωτερικού», όπως έχει συμβεί στις «περισσότερες τραγωδίες», όπου η έννοια του «εμείς» είναι εξατομικευμένη.
Μέσα σε αυτήν την κίνηση του ρολογιού, ο «ένας ποιητής» συμπίπτει με τον Ματθαίο, καθώς οι στίχοι, που τους αναλογούν, αναλύουν την διάρκεια και την ώρα του θανάτου αντίστοιχα. Για τον ποιητή, η ποίηση γίνεται ποιητική, τρόπος να «πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα», ενώ για τον Ματθαίο η σημασία του θανάτου αφορά στην ηλικία και στη «νεανική ώρα», ήτοι, στη στιγμή όπου ο άνθρωπος έχει ακόμη τα ιδανικά του και είναι σε εγρήγορση με την κοινωνία. Στο σημείο αυτό, ο ποιητής επιστρέφει διαλεκτικά και στοχαστικά στο παρελθόν του. Διακρίνοντας την ποίησή του σε πρόσωπα, ο Λειβαδίτης Στους Τελευταίους αντιμάχεται την έντονη ειρωνεία, αποσκοπώντας να δείξει τη θέση του κάθε προσώπου του. Με όρους φυσικής κλίμακας, κάθε πρόσωπο συμβολίζει και μια κορυφή. Ώστε η ειρωνεία, όπως στον Πυλάδη λόγου χάρη, είναι συγκεκριμένη και αφορά στο εξατομικευμένο εγώ. Ενώ, στο «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος», όπως συμβαίνει και στο «Ένας άντρας τριάντα χρονών ζητάει το λόγο» του Λαμπορδέτα, η αντιθετική αύρα μετατρέπεται σε χείμαρρο και ενσωματώνει τα πρόσωπά της σε ανοιχτούς ορίζοντες. Φαίνεται πως αυτές οι δύο μεγάλες στιγμές των δύο ποιητών συρρέουν και συμπλέουν στην ποίηση και στις ιστορικές διαστάσεις της, αναπτύσσοντας γέφυρες, η μία με την άλλη, καθώς έχουν στιγματιστεί και από παραπλήσια πολιτικά γεγονότα, εμφυλίων και θανάτων. Διόλου τυχαία, ο Λειβαδίτης θα εντάξει στο ποίημα το δίστιχο: «Θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο/ απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία»...
Από την εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Βραχνού στον Μιγέλ Λαμπορδέτα, ας εξάγουμε μερικούς στίχους ειρωνικής διάστασης: «Ανώνυμα πιόνια του ελεεινότατου ημερομισθίου/ που εγκαταλειφθήκατε στον βάναυσο λήθαργο/του παλιόκρασου και της βραστής πατάτας/ που παραδοθήκατε στο ποδόσφαιρο και τα εβδομαδιαία/ περιοδικά με τα εγκλήματα/για να μην σκέφτεστε/ εσάς τους ανεύθυνους φοιτητές που φώναζαν πληγωμένοι/ δίχως να ξέρουν γιατί(..). Εξ αυτών προκύπτει ότι η φωνή αντίφασης του Λαμπορδέτα γίνεται ακόμη πιο επίκαιρη, στοχοκεντρική, σήμερα, κλείνοντας τον κλοιό γύρω από τα αρνητικά ιδανικά, αυτά που ο άνθρωπος έχει απωθήσει και οφείλει να επαναφέρει ως θετικά στη ζωή του, επιστρέφοντας στην φυσική κλίση του δικαίου. Στον Λαμπορδέτα, η ειρωνεία είναι το ταξίδι, ο τρόπος να οργανώσει την ιδέα του γράφοντας. Είναι ο κυματισμός στους στίχους του που ανοίγονται στο πέλαγος.

Φυσικά, η διασύνδεση σε ποιητικές φωνές δίνει το έναυσμα για νέα αναγνώσματα αλλά δεν τερματίζει. Οι φωνές από τη βιβλιοθήκη μας είναι ισχυρές, κάθε που δεχόμαστε να αναμετρηθούμε με το υπόβαθρο δικών μας ενδεχομένως φωνών, δέσμιοι μιας απόπειρας να κάνουμε τον χρόνο να μιλήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: