Πάρις Πετρίδης, Φλώρινα, 2010, εκτύπωση inkjet σε αρχειακό χαρτί, 52.5 Χ 69 εκ. |
Μετρούσε τις μέρες ο ερημίτης. Καιρό είχε να το κάνει. Σκεφτόταν πως τις
μέρες του τις είχε σκορπίσει προβάροντας την ζωή που θα ’θελε να ζήσει. Ενός
κοσμικού που δεν υπήρχε εδώ και χρόνια, όχι αυτού που φιλοξενείται στα σαλόνια
των περιοδικών της δήθεν ποικίλης ύλης. Αλλά δεν είχε σημασία πια. Πρόβαρε στο
μυαλό του μια άλλη ζωή, εν πολλοίς ακυρωμένη από τις επιλογές του. Ήξερε ότι το
ίδιο συνέβαινε και με αυτούς που είχε αγαπήσει. Αλλά δεν ήξερε αν η αγάπη τους
ήταν μια πρόβα για μια ζωή που δεν είχαν ζήσει. Μια ζωή που θα ’θελαν να
ζήσουν.
Το βλέμμα του έπεσε στον δέκτη της
τηλεόρασης. Μιλούσε ο πρόεδρος της Ν.Δ. Δεν άκουγε το τι έλεγε, αλλά έβλεπε την
γλώσσα του ματαιωμένου σώματος. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Ανάξιος
του χρόνου, της ζωής και της πατρίδας σκέφτηκε για τον ρήτορα. Μόνο πρόβα,
τίποτε άλλο, καμία ζωή. Δεν έδωσε άλλη σημασία. Άκουσε ένα θόρυβο στην πόρτα κι
εκείνη άνοιξε και μπήκε μέσα ο Αλβανός φίλος του. Λες και δεν είχε λείψει ούτε
μια μέρα. Δεν είπαν κουβέντα, απλώς κοιτάχτηκαν. Στο βλέμμα του φίλου του
φαινόταν η προσπάθεια να ζήσει. Ν' αφήσει πίσω του τις φόρμες που τυραννούσαν
την ζωή του. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τα σύνεργα της τέχνης του, κι ο
ερημίτης άρχισε να διαβάζει. Ο φίλος του δεν παραξενεύτηκε καθόλου. Τον ήξερε
πια τον ερημίτη. Πως κάλυπτε το άγχος του κάθε φορά που είχε καιρό να βρεθεί με
ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Αίφνης, ο καλλιτέχνης άρχισε να κατεβάζει από τους τοίχους τους πίνακες που είχε κάνει. Είναι ψεύτικοι, του είπε. Δεν έχουν
ζωή. Είναι πίνακες πρόβας. Νόμιζα πως ήμουν ζωγράφος. Τώρα θα προσπαθήσω στ'
αληθινά να βάλω τα χρώματα στον πίνακα. Ο ερημίτης δεν είπε τίποτε. Κοίταξε τον
φίλο του και μετά το ράσο του. Αν εκείνος θεωρούσε τους πίνακές του πρόβα, τότε
αυτός τι να πει για το ράσο του; Το ένοιωσε να καίει πάνω στο σώμα του. Ζητούσε
την δικαίωση. Καταλάβαινε πως ήταν εργαλείο μιας ζωής πρόβας, άρα μιας μη ζωής,
μιας άρνησης της ζωής.
Ο Αλβανός φίλος του είχε αρχίσει να ζωγραφίζει με μανία μια γυμνή γυναίκα,
μια όμορφη γυναίκα, αλλά όχι μια γυναίκα τέλειας ομορφιάς, μια γυναίκα που φαίνονταν
πάνω στο κορμί της τα πρώτα σημάδια της φθοράς του χρόνου. Μιας γυναίκας
ζωντανής, που είχε στο βλέμμα της την αγωνία του χρόνου που περνά κι αφήνει σημάδια
στο κορμί της. Αυτά τα σημάδια σκέφτηκε ο ερημίτης είναι τα πλέον ερωτεύσιμα,
γιατί είναι ζωντανά, είναι πραγματικά, δεν είναι κομμάτια μιας πρόβας. Αδιόρατα
κάποια του θύμιζε η γυναίκα του πίνακα αλλά δεν ήθελε να σκεφτεί περισσότερο.
Ήξερε ποια ήταν. Ναι ήξερε κι ένοιωσε μια χαρά που επιτέλους την ξανάβλεπε όπως
ήταν και όχι όπως νόμιζε εκείνη και αυτός ότι ήταν. Ο φίλος του είχε καταφέρει
να περάσει τη γέφυρα ανάμεσα στην πρόβα και στην πραγματική ζωή, είχε καταφέρει
να συλλέξει τις πραγματικές μνήμες, να τις κάνει σώμα και να τις ζωγραφίσει.
Τώρα θα αρχίσει να βγάζει τις μάσκες της γυναίκας και να φανεί το
πραγματικό πρόσωπο, σκέφτηκε ο ερημίτης και πράγματι ο φίλος του δεν τον
διέψευσε. Και είδε στο πρόσωπο το τελικό ένα χαμόγελο γεμάτο χαρμολύπη. Και
τότε ένοιωσε να κυλούν από τα μάτια του δάκρυα, δάκρυα για μια ζωή που ήταν
φυλακισμένη στις πρόβες και αίφνης δραπέτευε για να ζήσει τους χρόνους που
περίμεναν ακόμη στη σειρά. Και σαν να άκουσε μια φωνή μέσα από τον πίνακα, σαν
να του ’λεγε η γυναίκα ψιθυριστά η ζωή δεν είναι πρόβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου