4/9/16

Φραντς Κάφκα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Ένα διήγημα για την πολιτική πραγματικότητα πριν από έναν αιώνα

Η αρχική στάση του Κάφκα απέναντι στον πόλεμο δεν απηχεί πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά την αίσθηση ενός προσωπικού υπαρξιακού αδιεξόδου, που τον οδηγεί στην προβολή μιας ελπίδας «γιατρικού» (που συνέδεε και με το γάμο) – βέβαια χωρίς το βιταλιστικό πάθος των εξπρεσιονιστών, που ήλπιζαν σε μια ανατροπή της γενικότερης καθίζησης της αστικής ζωής και των οπισθοδρομικών ηθών της εποχής. Όταν ξεσπάει ο πόλεμος, αγοράζει στρατιωτικά άρβυλα επιθυμώντας να καταταγεί, αλλά κρίνεται ακατάλληλος, μάλλον ως λιπόσαρκος. Στο ημερολόγιό του σημειώνει εν μέσω γενικής επιστράτευσης: «Θα συνεχίσω να γράφω, οπωσδήποτε, είναι η δική μου μάχη για αυτοσυντήρηση». Ο ίδιος ο πόλεμος, πέρα απ’ τη ζήλια για τους στρατευμένους –κυρίως λόγω της ανεπιθύμητης εργασίας του–, δεν απασχολεί ιδιαίτερα τη σκέψη του. Ενδεικτικό το σημείωμα: «Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. – Το απόγευμα κολυμβητήριο».
Στα γραπτά του ενσωματώνονται, συχνά ως σύμβολα, μοτίβα εμπνευσμένα από ό,τι διαβάζει ή ακούει για τον πόλεμο, όπως ο τυφλοπόντικας («Το κτίσμα») που είχε ακούσει να σκάβει σ’ ένα χαράκωμα ο γαμπρός του, που, θεωρώντας το κακό οιωνό, εγκατέλειψε τη θέση του λίγο πριν σκάσει οβίδα. Το αλληγορικό διήγημα «Ένα αυτοκρατορικό μήνυμα» είναι από τα λίγα που επιτρέπουν ερμηνείες που αναφέρονται στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Είναι γραμμένο την άνοιξη του 1917, λίγους μήνες μετά το θάνατο του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, οι βεβιασμένοι χειρισμοί του οποίου έπαιξαν κομβικό ρόλο στην κήρυξη του πολέμου και, εν τέλει, στη διάλυση των αυτοκρατοριών.
Η κλιμάκωση μιας αρχικής δυσκολίας ή διάψευσης σε ολοσχερή α-πορία και σισύφειο εφιάλτη είναι η προσφιλής τεχνική του Κάφκα. Ο Μπόρχες μιλάει για το μοτίβο «της επ’ άπειρον αναβολής» ή των «άπειρων εμποδίων που κόβουν διαρκώς το δρόμο», και παρατηρεί, αναφερόμενος (εκτός από τον «Πύργο») και στο διήγημα «Ένα αυτοκρατορικό μήνυμα», τη συγγένεια της καφκικής γεωμετρίας με αυτή του Ζήνωνα: και στις δύο υπάρχουν άπειρα μεσοδιαστήματα που πρέπει να διασκελιστούν, π.χ. από τον Αχιλλέα (στο παράδοξο του Ζήνωνα), προκειμένου να φτάσει κανείς στο στόχο του (π.χ. τη χελώνα). Απόλυτη στατικότητα, παντελής αδυναμία διείσδυσης των εχθρικών γραμμών χαρακτηρίζει και την κατάσταση στα χαρακώματα μετά από σχεδόν τρία χρόνια πολέμου.

Στο συγκεκριμένο διήγημα, που αποτελεί ένα είδος παραβολής, πέρα από τη σταδιακή παράταξη και γιγάντωση των προσκομμάτων υπάρχει μια τριπλή απομυθοποίηση, που έχει και γενικότερο πολιτικό ενδιαφέρον. Ι) Του κατ’ αρχάς μοναδικού δέκτη/παραλήπτη, η θέση του οποίου υπονομεύεται άμεσα. ΙΙ) Του μέσου, εν προκειμένω του εύρωστου αγγελιοφόρου, ενός «πραγματικού θηρίου» που «προχωράει εύκολα», που όμως, όσο ανοίγει ο φακός, αποδεικνύεται ανήμπορος και ελάχιστος μπροστά στα εμπόδια. Και ΙΙΙ) Του πομπού, εν προκειμένω του αυτοκράτορα, που τελικά –στον μεγάλο πίνακα– υποβαθμίζεται (από «ήλιος» συμβολικά) σε απλό «νεκρό». Αλληγορικά αντιστοιχούν την εποχή της συγγραφής: i) στον λαό (περιούσιο μεν πάντα, και άρα μοναδικό, αλλά καταφρονημένο από την ηγεσία), και δη στη διάψευση της αρχικής λαϊκής ευφορίας όταν ο αυστριακός αυτοκράτορας, με σύμμαχο τη Γερμανία, κήρυττε τον πόλεμο, ii) στην πραγματικότητα των επικοινωνιακών προβλημάτων στο μέτωπο, και iii) στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την αμετακίνητη στάση και τις επαναλαμβανόμενες παρόλες της ηγεσίας.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ
  

Ένα αυτοκρατορικό μήνυμα
(1917)
ΤΟΥ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Ο αυτοκράτορας –λέγεται– έστειλε σε σένα, τον μοναδικό, τον μηδαμινό του υπήκοο, τον τιποτένιο ίσκιο, κρυμμένο από τον αυτοκρατορικό ήλιο στην πιο απόμερη γωνιά, ειδικά σε σένα έστειλε ο αυτοκράτορας από την επιθανάτια κλίνη του ένα μήνυμα. Διέταξε τον αγγελιοφόρο να γονατίσει δίπλα στο κρεβάτι για να του ψιθυρίσει το μήνυμα στο αφτί· τόσο σημαντικό του ήταν, που έβαλε τον αγγελιοφόρο να του το επαναλάβει στο δικό του αφτί. Μ’ ένα νεύμα τού κεφαλιού επιβεβαίωσε την ορθότητα των λεγομένων. Και ενώπιον όλων των θεατών τού θανάτου του –οι τοίχοι που εμποδίζουν γκρεμίζονται και πάνω στις θεόρατες σκάλες που απλώνονται κυματιστά ως πέρα στέκουν σε κύκλο οι μεγάλοι της αυτοκρατορίας–, μπροστά σε όλους αυτούς απέστειλε τον αγγελιοφόρο.
Ο αγγελιοφόρος δεν έχασε στιγμή: ένας ακατάβλητος άντρας, πραγματικό θηρίο· απλώνοντας μια το ένα, μια το άλλο μπράτσο ανοίγει δρόμο στο πλήθος· όπου συναντάει αντίσταση, δείχνει στο στήθος το σύμβολο του ήλιου· προχωράει εύκολα όσο κανείς άλλος. Αλλά το πλήθος είναι αναρίθμητο· τα καταλύματα δεν έχουν τελειωμό. Αν είχε ελεύθερο πεδίο, θα τιναζόταν προς τα μπρος και σύντομα θ’ άκουγες τον εξαίσιο χτύπο της γροθιάς του στην εξώπορτα. Αλλά αντ’ αυτού, πόσο ανώφελα κοπιάζει· ακόμα διαγκωνίζεται στις αίθουσες του εσώτατου παλατιού· ποτέ δεν θα τις υπερβεί· κι αν το κατόρθωνε, τίποτα δεν θα κέρδιζε· θα ’πρεπε να κατέβει ένα σωρό σκάλες· κι αν το κατόρθωνε, μηδενικό το κέρδος· θα ’πρεπε να διασχίσει τις αυλές· και μετά τις αυλές το δεύτερο παλάτι, που περιβάλλει τούτο· και πάλι σκάλες και αυλές· και πάλι ένα παλάτι· και ούτω καθεξής για χιλιετίες· και αν τέλος δρασκέλιζε την εξώτατη πύλη –αλλά ποτέ, ποτέ δεν θα συμβεί αυτό– θα ’βρισκε μπροστά του την πρωτεύουσα, κέντρο του κόσμου, ξεχειλισμένη από το κατακάθι της. Από δω μέσα δεν περνάει κανείς, πόσο μάλλον με το μήνυμα ενός νεκρού. – Εσύ όμως κάθεσαι στο παράθυρό σου και τ’ ονειρεύεσαι όταν πέφτει το βράδυ.

μτφρ. από τα γερμανικά, Αλ. Μ.

Άννα Τζώρτζη, Γιάννης Σωτηρίου, Ορέστης Καρύδας, Φύσεως, βίντεο εγκατάσταση, 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: