18/9/16

Η ταπετσαρία της μοναξιάς

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΚΟΥΜΑΣΙΔΗΣ, Δώδεκα γραμματόσημα στον τοίχο, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 96

Βασικός χαρακτήρας  της νουβέλας, ο υπογράφων τις επιστολές σαν «Εγώ», για να μην ξεχνάει, όπως ο ίδιος ομολογεί, πως είναι αυτός. Σύμφωνα λοιπόν με τα λεγόμενά του, είναι αρσενικού φύλου και μέσης ηλικίας, με αρκετά πνευματικά και δη λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, που μέχρι πρότινος διήγε φιλήσυχο βίο και τελεί πλέον φυλακισμένος για έγκλημα στα κρατητήρια της Μαρτινίκα. Η οποία Μαρτινίκα, τυχαίνει υπερπόντιο νησί, με ενεργό ηφαίστειο και μαύρη άμμο, εντάσσεται δε στην επικράτεια της Γαλλίας σαν μια από τις τελευταίες αποικιακές κτήσεις της και φιλοξενεί ένα υποδειγματικό από την άποψη των μέτρων ασφαλείας σωφρονιστικό κατάστημα.
Δώδεκα οι επιστολές που συντάσσει ο «Εγώ» στη διάρκεια ενός έτους. Μία κάθε μήνα, από Απρίλη μέχρι Μάρτη, δεδομένων των περιορισμών που επιβάλλει η διεύθυνση της φυλακής, για να κάνει ακολούθως τα γραμματόσημά τους ταπετσαρία στον τοίχο. Ροζαλί Μεντώ το δεύτερο πρόσωπο της επικοινωνίας, με την ιδιότητα όχι της αποστολέα, αφού οι επιστολές της παραλείπονται, αλλά της παραλήπτριας, που σημαίνει πως οτιδήποτε σχετικό με την ίδια το υποθέτουμε πάλι από τα λεγόμενα του «Εγώ». Είναι λοιπόν νέα, ζει στο Παρίσι, σπουδάζει σε μια σχολή, φλερτάρει στις διακοπές της, της αρέσει ένα πράσινο φόρεμα και δείχνει αυξανόμενο ενδιαφέρον, που φτάνει μέχρι την περιφέρεια της ερωτικής έλξης, για το συντάκτη των επιστολών.

Εκ πρώτης όψεως, ο αφηγητής δείχνει την πρόθεσή του να οριοθετήσει το σύμπαν του στην επικράτεια της γραφής. Αρκεί να λάβουμε υπόψη ότι οι βασικές παράμετροι  αυτού του σύμπαντος υπακούουν στη ρυθμιστική επίδραση του λόγου: η αφήγηση υλοποιείται δια των επιστολών, τα πρόσωπα υφίστανται ως ρόλοι μιας επικοινωνιακής πράξης, όταν παύει αυτή η πράξη τα πρόσωπα χάνονται μαζί με τους ρόλους που υπηρετούν. Το ωραίο όμως εδώ είναι ότι ο προβληματισμός του συγγραφέα απλώνεται έξω από τον θεματικό αυτισμό της μεταμοντέρνας γραφής, φέρνοντας στο κεντρικό προσκήνιο της αφήγησης  βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα.
Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τις σκηνοθετικές οδηγίες της αρχής και του τέλους, και μια σύντομη επιστολή από τρίτο πρόσωπο, που έρχεται να καλύψει τη σιωπή του «Εγώ» και να δώσει  λύση στην πλοκή, το αφήγημα συνίσταται από τις δώδεκα επιστολές που απευθύνονται στη Ροζαλί Μεντώ. Και ενώ η παρουσία της γίνεται ευθύς εξαρχής ορατή από τα εξωτερικά γνωρίσματα της επιστολικής επικοινωνίας, τον κουβεντιαστό τόνο και την εκτεταμένη χρήση του α΄ και β΄ προσώπου ό,τι ορίζει το κλίμα της γραφής είναι το αίσθημα της ανυπόφορης μοναξιάς. Η εντύπωση αυτής της μοναξιάς δημιουργείται αφενός από την ίδια τη φύση του επιστολικού μυθιστορήματος που καταυγάζοντας την ανάγκη της επικοινωνίας υποβάλλει σε αντίστιξη την αίσθηση της έλλειψής της και ίσως της δυσκολίας ή της αδυναμίας της, και αφετέρου από κάποια πρόσθετα γνωρίσματα που αφορούν τη μορφή και το περιεχόμενο της αφήγησης. Αναφέρομαι στη μονοφωνική εκφορά του λόγου, που αποδίδει κατά αποκλειστικότητα την οπτική του εγκλείστου και μόνο διαμεσολαβημένα, δηλαδή υπό μορφή σχολίων, τις εννοούμενες απαντητικές επιστολές της Μεντώ, και κυρίως αναφέρομαι στις υλικές συνθήκες της φυλάκισης και της λογοκρισίας κάτω από τις οποίες εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ο αποστολέας.
Το βασικό λοιπόν γνώρισμα που φέρει αυτός ο λόγος είναι η δραματική ένταση, που παρουσιάζει μια ισορροπημένη κλιμάκωση από επιστολή σε επιστολή. Υπάρχει ένα φορτίο απελπισίας που διαρκώς αυξάνεται συμπεριλαμβάνοντας στο αρχικό θέμα της φυλάκισης, την υπαρξιακή αγωνία, την ερωτική ανάγκη, τη σύγχυση της προσωπικής ταυτότητας κτλ. κτλ., αλλά σε κάθε περίπτωση και με τη βοήθεια του αφαιρετικού ύφους, της λελογισμένης χρήσης του επιθέτου και της αποφυγής των μελοδραματικών τόνων δεν υπερβάλλει στην οδύνη του, ώστε να εκβιάσει τη συγκίνηση της παραλήπτριας και κατ’ επέκταση του αναγνώστη. Ο ήρωας του Κουμασίδη θα είχε κάθε λόγο να μυξοκλαίει για την κατάστασή του, αλλά προτιμάει να την αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια. Σε ό,τι γράφει υπάρχει μια στοχαστική διάθεση, άλλοτε φιλοσοφημένη, άλλοτε παιγνιώδης και κάποιες φορές ελαφρά (αυτό)ειρωνική, που εμπλουτίζεται ή ακριβέστερα ανακουφίζεται από την έντεχνη χρήση ποιητικών τόνων, έτσι που το τελικό εκφραστικό αποτέλεσμα να του δίνει τη γλωσσική δυνατότητα να αίρεται πάνω από τους περιορισμούς του εγκλεισμού του και να απολαμβάνει ένα είδος πνευματικής ελευθερίας που ακόμη και όσοι είναι έξω από τα σίδερα της φυλακής θα ζήλευαν.
Σε όλα αυτά όμως υπάρχει και η αίσθηση ενός ανολοκλήρωτου βήματος, μιας αφηγηματικής πρόθεσης που έμεινε κάπου στη μέση. Λέω για τον ίδιο τον εγκλεισμό, που παρά τα αντικειμενικά δεδομένα που τον καθιστούν στα μάτια του αναγνώστη απολύτως ρεαλιστικό, την ίδια στιγμή περιβάλλεται από τον συγγραφέα με ένα ημιτελές πέπλο αλληγορίας, δεδομένου ότι υλοποιείται σε έναν απροσδιόριστο χρόνο σε ένα απομονωμένο νησί μιας από τις τελευταίες αποικίες της Γαλλίας, που τελεί κάτω από τον έλεγχο του Υπουργείου Αποικιών και Υπερποντίων Διαμερισμάτων και δεν έχει άλλους κρατουμένους ή καμία σχεδόν επικοινωνία – πλην των επιστολών – με τον έξω κόσμο. Και ενώ θα περιμέναμε τούτη η ηθελημένη απροσδιοριστία να υποστηριχτεί πιο ενεργητικά, ώστε να συμπεριλάβει ο εγκλεισμός του ήρωα στα σίδερα της φυλακής τους πολύμορφους (αυτό)εγκλεισμούς του σύγχρονου ανθρώπου έξω από τα σίδερα της φυλακής, γειώνεται απότομα στις τελευταίες σελίδες, όπου ξαναγίνεται ένας απλός εγκλεισμός σε μια ορισμένη φυλακή. Αλλά έτσι τα στοιχεία της αλληγορίας που επισήμανα παραπάνω μένουν εκκρεμή, ανολοκλήρωτα και, τελικά, καταλήγουν περιττά.
Τούτη όμως η αδυναμία δεν είναι αρκετή για να αναιρέσει τη συνολική εικόνα. Λέω για την εικόνα μιας νουβέλας που από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα καταφέρνει να κερδίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον χάρη στη στοχαστική απλότητα που αποπνέει η γραφή της, στην οριακή υπαρξιακή δοκιμασία στην οποία υποβάλλει τον ήρωά της και στην δικαίωση της επικοινωνίας και της γραφής σαν κορυφαίες ανθρώπινες χειρονομίες για τη διαχείριση αυτών των δοκιμασιών.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

Jonas Staal, After Europe, άποψη της έκθεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: