ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΜΕΡΤΙΚΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΕΡΟΣ, Κοινά, κοινότητες, κοινοκτημοσύνη, κομμουνισμός, πρόλογος: Γιώργος Καλλής, επίμετρο: Γιώργος Περτσάς, οι εκδόσεις των συναδέλφων, σελ. 464
Ο Γιώργος Λιερός
είναι ένας δημόσιος διανοούμενος, με σταθερή πολιτική παρουσία. Παρ’ ότι
παραμένει ενεργός πολίτης, ακτιβιστής, δεν έχει απορροφηθεί από το αφηρημένο.
Και αφηρημένο είναι το επιμέρους της πολιτικής δραστηριότητας, οι καθημερινές,
οι τρέχουσες υποθέσεις τις οποίες ο κάθε πολιτικός ακτιβιστής οφείλει να
διεκπεραιώσει. Συγκεκριμένο είναι η ολότητα, η δεδομένη πραγματικότητα και η
άρνησή της, την οποία η θεωρητική ενασχόληση του Λιερού πασχίζει να συλλάβει.
Έτσι, στο έργο
του με τίτλο «Κοινά, κοινότητες,
κοινοκτημοσύνη και κομμουνισμός», για να συλλάβει αυτή την ολότητα χρειάστηκε
να κινηθεί σε ένα ευρύ φάσμα το οποίο αφορά την οντολογία, την ανθρωπολογία, μα
και τις κοινωνικές επιστήμες. Και βέβαια, όπως κάθε θεωρητικό έργο που θέλει να
ξεπεράσει τη δεδομένη πραγματικότητα, είναι ένα έργο πολεμικής. Ποιος είναι ο
αντίπαλος; Σχηματικά, είναι η δεσπόζουσα άποψη της συστημικής θεωρίας, η οποία
θεωρητικοποιεί την παγκοσμιοποίηση∙ είναι η κυρίαρχη ιδεολογία, για την οποία
δεν υπάρχει κοινωνία, δεν υπάρχει καμιά κοινότητα παρά μόνον άτομα, τα οποία
επιδιώκουν την ικανοποίηση των επιθυμιών τους, το μέγιστο ατομικό όφελος. Σ’
αυτή τη συνάφεια, τα κάθε λογής υποσυστήματα, όπως το οικονομικό, το πολιτικό,
μα και το κοινοτικό –ως θεραπευτικό πλέον είδος για τα άτομα–, το θρησκευτικό, δεν
κάνουν τίποτε άλλο παρά να ικανοποιούν τις ακόρεστες επιθυμίες του ατόμου. Ενός
ατόμου που ιδιωτεύει, που έχει συρρικνώσει όλο τον κόσμο στην κλίμακα της
σκευής ενός σπιτιού. Είναι το άτομο που βλέπει τα πάλαι ποτέ κοινά αγαθά να
ιδιωτικοποιούνται, να μεθερμηνεύονται ως καταναλωτικά τέτοια ή ως πόροι, και να
του παρέχονται ως υπηρεσίες με μέτρο την ηδονή ή το όφελος. Ηδονή και οδύνη,
απόδοση και αυτοπραγμάτωση δομούν μιαν αξιολογική κλίμακα που έχει σαν προμετωπίδα
της το ρητό (που όσοι από μας είναι καπνιστές το τηρούμε ευλαβικά) «η απόλαυση
είναι βέβαιη ο κίνδυνος είναι ενδεχόμενος».
Αυτός ο τύπος
ανθρώπου, αυτό το είδος ατόμου δεν έχει ασφαλώς πολλά κοινά με το άτομο που
επαγγελόταν ο διαφωτισμός, ούτε με τη δομή της προσωπικότητας που περιέγραψε ο
Φρόυντ. Είναι η υλική έκφραση του σολιψισμού, δηλαδή της ιδέας ότι δεν υπάρχει
τίποτε πέρα από μένα, και που στην ακραία, μα όχι και τόσο απόμακρη εκδοχή της,
καταλήγει στο να μην υπάρχω ούτε εγώ ως προσωπικότητα. Αυτή είναι η συνέπεια
του ναρκισσισμού, της παθογένειας του καιρού μας, που αντικατοπτρίζει ένα ασπόνδυλο
εγώ σε όσα αντικείμενα το περιβάλλουν.
Σε μια τέτοια
κατάσταση, σε μια τέτοια δυστοπία εάν θέλετε, ό,τι έχει χαθεί ή τείνει να χαθεί
είναι ο κοινός κόσμος. Είναι τα κοινά, ο πυρήνας του προτάγματος του Λιερού, ό,τι
για χιλιετίες απετέλεσε το ειδοποίο γνώρισμα του ανθρώπου, του homo sapiens. Τα κοινά, οι κοινοί πόροι, που έφερε στο κέντρο
ενός διαλόγου η Όσμπορν, είναι τα δημόσια αγαθά, το ελάχιστο το οποίο μας συνδέει
και καλούμαστε να το προασπιστούμε, να το αποσπάσουμε ενδεχομένως από τη
συστημική και οικονομιστική συνεκδοχή του, και να δοκιμάσουμε να το εντάξουμε
σε μια διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Μ’ αφετηρία, λοιπόν, αυτό το ελάχιστο ο
Λιερός αναζητά το μέγιστο, που είναι η βάση πάνω στην οποία μπορούμε να
στηριχτούμε για να θέσουμε σε κίνηση εκείνες τις ομάδες που θα το προασπιστούν,
να επιτύχουμε όσες το δυνατό περισσότερες συμμαχίες, και συνάμα να κινηθούμε
μέσα σ’ έναν κόσμο που παθητικά αποδέχεται την καταστροφή των κοινών.
Και βέβαια η
βασική προϋπόθεση για κάθε τι το κοινό είναι ο κοινός κόσμος. Πού στηρίζεται,
όμως, αυτός ο κόσμος; (Και σ’ αυτό αναφέρεται αναλυτικά ο έτερος των συγγραφέων
του τόμου, ο Γιώργος Περτσάς). Στηρίζεται σε μια κοινή αίσθηση που διαθέτουμε,
σε μια έκτη αίσθηση η οποία λέγεται κοινός
νους, σε ό,τι ο Θωμάς Ακυινάτης απεκάλεσε, στην αξιολογική του κλίμακα, sensus
communis.
Είναι αυτή η έκτη αίσθηση, ο κοινός νους, που συγκρατεί μαζί τις υπόλοιπες
πέντε αισθήσεις. Αυτές, οι πέντε αισθήσεις, είναι τόσο ιδιωτικές από μόνες τους
ώστε είναι αδύνατο να ανακοινωθεί κάτι από τούτες σε τρίτους εάν προηγουμένως
δεν διαθέτουμε αυτή την έκτη, κοινή αίσθηση, τον κοινό νου. Και είναι, πάλι
αυτή η έκτη αίσθηση που συγκροτεί τη διυποκειμενικότητα, το εμείς. Με το εμείς,
με τον κοινό νου, αναγνωρίζουμε τα πράγματα, και μπορούμε να τα κοινοποιήσουμε
στους άλλους, με το εμείς αναγνωρίζουμε τους άλλους και ζητάμε απ’ αυτούς να
μας αναγνωρίσουν. Χωρίς την πίστη του κοινού νου πως ένα αντικείμενο εμφανίζεται
και στους άλλους όπως εμφανίζεται σ’ εμάς δεν υπάρχει κοινός κόσμος, δεν
υπάρχει μνήμη, μα ούτε και πολιτική ελευθερία…
Το ζήτημα της
πολιτικής ελευθερίας είναι το δεύτερο θεμελιώδες ζήτημα των κοινών, που
απασχολεί τον Λιερό. Είναι ένα ζήτημα που σήμερα μάλλον βρίσκεται σε υποδεέστερη
μοίρα, μια και δεν αφορά τον άνθρωπο εν γένει και τα δικαιώματά του αλλά τον
πολίτη. Ο πολίτης, όμως, υφίσταται μόνο μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων, σ’ ένα
εμείς, που ρυθμίζεται από μια σειρά νόμων, συνηθειών κι εθίμων. Μόνο μέσα σε
μια τέτοια κοινότητα μπορεί να υπάρξει δημοκρατία, πράξη που οδηγεί στη λήψη
αποφάσεων δεσμευτικών για το σύνολο.
Το πρόταγμα του
Λιερού, δεν είναι η δημοκρατία εν γένει αλλά η άμεση δημοκρατία και ο
φεντεραλισμός. Βέβαια η αφετηρία αυτής
της θεώρησης ανάγεται στον Μοντεσκιέ, και το περίφημο βιβλίο του για «Τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των
Ρωμαίων». Ο Μοντεσκιέ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία είναι
ασυμβίβαστη με τα μεγάλα μεγέθη, όπως εκείνα των αυτοκρατοριών που συνέχονται
από μία συγκεντρωτική κρατική εξουσία, και ότι η παρακμή της δημοκρατίας είναι
μια βασική αιτία της παρακμής των μεγάλων αυτοκρατοριών. Την ανάλυση αυτή αποδέχτηκε
ο Ρουσσώ, ο οποίος στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»
θα δώσει τον περίφημο ορισμό του για τη δημοκρατία ως ταυτότητα αρχόντων και
αρχομένων, εξουσιαστών και υπεξούσιων. Κι αυτός ο ορισμός θα τον οδηγήσει να
υποστηρίξει την ιδέα των μικρών δημοκρατικών κοινοτήτων και να στραφεί εναντίον
της αντιπροσώπευσης. Για τον Ρουσσώ όταν ένας λαός αποκτήσει αντιπροσώπους
παύει νάναι ελεύθερος. Κυρίαρχος είναι ο λαός μόνο στη συνάφεια των μικρών
κοινοτήτων όπου μπορεί να συμμετέχει άμεσα. Και εάν η ισχύς μιας ελεύθερης
κοινότητας εξασφαλίζεται με την άμεση δημοκρατία, η αντιπαλότητά της με
μεγαλύτερα μεγέθη, με ισχυρότερους εχθρούς επιλύεται με το ομοσπονδιακό
σύστημα, με το φεντεραλισμό. Είναι ένας κοινός τόπος όσων έχουν σαν πρόταγμα
την άμεση –ή βαθιά- δημοκρατία να τη βλέπουν σε συνδυασμό με την ελεύθερη ομοσπονδιακή
ένωση των κοινοτήτων, με τον φεντεραλισμό.
Ωστόσο το ζήτημα
του κυρίαρχου λαού και της κυριαρχίας εν γένει μας φέρνει σ’ ένα τρίτο θεμελιώδες
ζήτημα, στη διαφορά των προνεωτερικών κοινοτήτων μ’ εκείνες της νεωτερικότητας.
Να διευκρινίσω εδώ ότι χρησιμοποιώ τους όρους προνεωτερικό ή προμοντέρνο και
νεωτερικό ή μοντέρνο όχι για να αποκρύψω τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής,
αλλά επειδή σ’ αυτούς τους όρους εμπεριέχονται πολλά περισσότερα σχετικά με το
θέμα μας. Για παράδειγμα, η νεωτερικότητα συνεπάγεται την ανάδυση του
συγκεντρωτικού κράτους, της γραφειοκρατίας, και τη διάλυση των προνεωτερικών
πατριαρχικών σχέσεων, με συνέπεια την εξατομίκευση, το ενιαίο δίκαιο -που
διαλύει τα τοπικά δίκαια-, και βέβαια τον διαχωρισμό των σφαιρών της πολιτικής,
της ηθικής και της οικονομίας, που στις προνεωτερικές κοινωνίες, αποτελούν ένα
αμάλγαμα.
Στις
προνεωτερικές κοινότητες δεν τίθεται το ζήτημα της κυριαρχίας με τη μοντέρνα
σημασία του όρου, της παραγωγής νόμων. Το σύνολο της δραστηριότητας καθορίζεται
από μια υπερβατική δύναμη, από την οποία απορρέει το θεϊκό δίκαιο και τα
κεκτημένα δικαιώματα της κοινότητας, και το οποίο παραμένει αμετάβλητο. Η
εξουσία της κοινότητας εκφράζεται με την ερμηνεία αυτού του δικαίου, είναι
κυριολεκτικά δικαστική. Πρόκειται για μιαν οργανική κοινότητα, το υπόδειγμά της
είναι ένας φυσιολογικός οργανισμός που εξελίσσεται μέσα στον χρόνο.
Σε αντίθεση με
την προνεωτερική κοινότητα, η νεωτερική κοινωνία έχει για υπόδειγμα τον
μηχανισμό, είναι μια ανθρώπινη κατασκευή, μια δημιουργία εκ του μηδενός. Εάν ο
Μακιαβέλλι δαιμονοποίηθηκε δεν ήταν ασφαλώς για τις κοινότοπες συμβουλές που
δίνει στον ηγεμόνα όσον αφορά την υψηλή πολιτική της μυστικής διπλωματίας. Η
ύβρις του ήταν ότι πρώτος έθεσε το ζήτημα της κατασκευής μιας κοινότητας, ενός
κυρίαρχου κράτους, σε συμφωνία με το σχέδιο της βούλησης του ηγεμόνα. Ο
Μακιαβέλλι ήταν ένας τεχνικός της πολιτικής κοινότητας. Η ολοκληρωμένη εκδοχή
της νεοτερικής σύλληψης του Μακιαβέλλι βρίσκεται στον Χομπς: είναι το κράτος
Λεβιάθαν, το κυρίαρχο κράτος με το οποίο τα άτομα υποτίθεται ότι συνάπτουν
συμβόλαιο, και παραχωρούν τη φυσική ελευθερία τους μ’ αντάλλαγμα την ειρήνη και
την ασφάλεια. Ο Ρουσσώ παρέλαβε αυτήν την κατασκευή και στη θέση του κυρίαρχου
έθεσε τη γενική βούληση του λαού. Η γενική βούληση σχηματίζεται όταν η βούληση
όλων γίνεται το θέμα της δημόσιας σφαίρας, όταν ο ιδιώτης αστός εγκαταλείπει τα
ιδιωτικά του συμφέροντα κι έρχεται στη δημόσια σφαίρα ως πολίτης. Ο Ρουσσώ
καλεί ουσιαστικά τον ιδιώτη να απαλλοτριώσει τα ιδιωτικά του συμφέροντα, την
ιδιωτική του βούληση μέσα στη γενική βούληση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το
άτομο πολίτης, ο ελεύθερος πολίτης γίνεται νομοθέτης του εαυτού του.
Αυτή είναι η αυτονομία,
που ανακάλυψε στον Ρουσσώ ο Καντ. Αυτονομία είναι η παραγωγή νόμων. Για την ακρίβεια,
σύμφωνα με τον Καντ ο άνθρωπος είναι παραγωγός νόμων. Οι νόμοι που παράγει ο
άνθρωπος δεν βρίσκονται στη φύση ή στην κοινωνία, δεν απορρέουν από κάποια
υπερβατική δύναμη. Είναι νόμοι τους οποίους ο άνθρωπος θεσπίζει τόσο στη φύση
όσο και στην κοινωνία. Η ανθρώπινη ικανότητα παραγωγής νόμων,η νομοθετική
ικανότητα είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεωτερικότητας. Κι εκείνο που θέλω
να τονίσω για τον Γιώργο Λιερό είναι ότι
με το σύγγραμμά του έρχεται να στηρίξει την ικανότητα να νομοθετούμε αυτόνομα,
να δημιουργούμε μέσα σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης την εξαίρεση, τη
συντακτική πράξη μιας νέας κοινότητας.
Ραφαέλα Τσόπτση, Άτιτλο, βίντεο εγκατάσταση, 2016 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου