13/8/16

Τι είναι η Ιστορική Αντικειμενικότητα;

76 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΡΟΤΣΚΙ

«Σε μια αντιδραστική εποχή, όπως η δική μας, ένας επαναστάτης είναι υποχρεωμένος να κολυμπάει ενάντια στο ρεύμα. Το κάνω αυτό χρησιμοποιώντας τις καλύτερες από τις ικανότητές μου. Η πίεση της παγκόσμιας αντίδρασης έχει φανεί ίσως πιο αδιάλλακτη στην προσωπική μου μοίρα και στη μοίρα όσων βρίσκονται κοντά μου. Δεν βλέπω καθόλου σ’ αυτά κάποια προσωπική μου αρετή: είναι το αποτέλεσμα της πλοκής των ιστορικών περιστάσεων
Aυτά έγραφε ο Λέον Τρότσκι στο προφητικό, όπως αποδείχθηκε, άρθρο του «Ο Στάλιν επιζητεί το θάνατό μου», δύο βδομάδες μετά την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του από την Γκε-Πε-Ου στις 24 Μάη 1940 στο Κογιοακάν του Μεξικού.
Τρεις μήνες αργότερα, στις 20 Αυγούστου, ο σταλινικός πράκτορας Ραμόν Μερκαντέρ ή Φρανκ Τζάκσον, κάρφωσε μια ορειβατική σκαπάνη στο κεφάλι του Τρότσκι. Η δολοφονία ήταν η τελευταία μιας σειράς μαζικών εκκαθαρίσεων με τις οποίες η σταλινική γραφειοκρατία εξόντωσε την παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων, ενώ χιλιάδες παλαιά μέλη του κόμματος εξαφανίστηκαν για πάντα στα γκουλάγκ της Αρκτικής.
76 χρόνια μετά τη δολοφονία του, παρουσιάζουμε ένα άρθρο του, δημοσιευμένο στο περιοδικό The Militant στις 15 Ιουλίου 1933. Περιέχεται στα Κείμενα του Λέοντος Τρότσκι [1932-1933], εκδόσεις Pathfinder Press, Ν. Υόρκη, 1972, σσ. 183-7.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ


ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΡΟΤΣΚΙ

Καθένας μας χωνεύει την τροφή του και τροφοδοτεί με οξυγόνο το αίμα του. Αλλά δεν θα τολμήσει ο καθένας να γράψει μια διατριβή για την πέψη και την κυκλοφορία του αίματος. Δεν ισχύει το ίδιο και στις κοινωνικές επιστήμες. Δεδομένου ότι κάθε άνθρωπος ζει κάτω από την επιρροή της αγοράς και της ιστορικής διαδικασίας γενικά, θεωρείται ότι αρκεί να διαθέτει κοινή λογική προκειμένου να συγγράψει πονήματα για οικονομικά και, ιδιαίτερα, ιστορικο-φιλοσοφικά θέματα. Ως γενικός κανόνας, για ένα ιστορικό έργο απαιτείται μόνο «αντικειμενικότητα». Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε φέρει αυτόν τον ηχηρό τίτλο στη γλώσσα της κοινής λογικής, δεν έχει καμιά σχέση με την επιστημονική αντικειμενικότητα.

Ο αυτάρεσκα μικρόψυχος, ιδιαίτερα αν τον χωρίζει ο χρόνος και ο χώρος από την αρένα των συγκρούσεων, θεωρεί ότι υψώνεται πάνω από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, από μόνο το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνει κανένα από αυτά. Νομίζει σοβαρά ότι η τυφλότητά του σχετικά με τη λειτουργία ιστορικών δυνάμεων αποτελεί το απαύγασμα της αμεροληψίας, ακριβώς όπως έχει συνηθίσει να θεωρεί τον εαυτό του ως το φυσιολογικό μέτρο των πάντων. Ανεξάρτητα από την αξία τους ως τεκμήρια, γράφονται υπερβολικά πολλά ιστορικά άρθρα σύμφωνα με αυτές τις προδιαγραφές. Η άμβλυνση των αιχμηρών πλευρών, με την ομοιόμορφη κατανομή φωτός και σκιάς, και η συμφιλιωτική ηθικολογία, με την ολοκληρωτική μεταμφίεση των συμπαθειών του συγγραφέα, εξασφαλίζουν εύκολα σε ένα ιστορικό έργο την ευγενή φήμη της «αντικειμενικότητας».
Στο βαθμό που αντικείμενο της έρευνας είναι μια επανάσταση –ένα φαινόμενο που πολύ δύσκολα συμφιλιώνεται με την κοινή λογική– αυτή η ιστορική «αντικειμενικότητα» υπαγορεύει εκ των προτέρων τα αναλλοίωτα συμπεράσματά της: η αιτία των ταραχών έγκειται στο γεγονός ότι οι συντηρητικοί ήταν υπερβολικά συντηρητικοί, οι επαναστάτες υπερβολικά επαναστάτες· η ιστορική ακρότητα που ονομάζεται εμφύλιος πόλεμος μπορεί στο μέλλον να αποφευχθεί, αν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες γίνουν πιο γενναιόδωροι, και αν οι πεινασμένοι γίνουν πιο μετριοπαθείς. Ένα βιβλίο με τέτοιες τάσεις ασκεί ευνοϊκή επίδραση στα νεύρα, ιδιαίτερα σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης.
Η επιστήμη, και όχι η «αντικειμενικότητα» του μικρόψυχου της πολυθρόνας, στην πραγματικότητα απαιτεί την αποκάλυψη των κοινωνικών όρων των ιστορικών συμβάντων, όσο δυσάρεστοι και αν είναι για τα νεύρα. Η ιστορία δεν είναι χωματερή για ντοκουμέντα και ηθικοπλαστικά ρητά. Η ιστορία είναι επιστήμη, τουλάχιστον το ίδιο αντικειμενική όσο η φυσιολογία. Δεν απαιτεί μια υποκριτική «αμεροληψία» αλλά μια επιστημονική μέθοδο. Μπορεί κανείς να δέχεται ή να απορρίπτει την υλιστική διαλεκτική ως μέθοδο της ιστορικής επιστήμης, αλλά πρέπει να αναμετρηθεί μαζί της. Η επιστημονική αντικειμενικότητα μπορεί και πρέπει να είναι ενσωματωμένη στην ίδια τη μέθοδο. Αν ο συγγραφέας δεν κατόρθωσε να την εφαρμόσει σωστά, πρέπει να υποδειχθεί ακριβώς σε ποιο σημείο.
Προσπάθησα να βασίσω το έργο μου Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης όχι στις δικές μου πολιτικές συμπάθειες, αλλά στα υλικά θεμέλια της κοινωνίας. Θεώρησα την επανάσταση ως ζωντανή διαδικασία της πάλης των τάξεων για την  εξουσία, σε συνθήκες διαμορφωμένες από όλο το παρελθόν. Για μένα, το κέντρο του ενδιαφέροντος ήταν οι αλλαγές στη συνείδηση των τάξεων, που συντελούνταν ως αποτέλεσμα του πυρετώδους ρυθμού της ίδιας τους της πάλης. Μελέτησα τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά δρώντα υποκείμενα, αποκλειστικά στο φως μαζικών μετατοπίσεων και συγκρούσεων. Τέσσερις παράλληλες διαδικασίες, σε συνθήκες που προσδιόριζε η κοινωνική δομή της χώρας, συνιστούσαν, συνεπώς, το υπόβαθρο της συνολικής αφήγησης: η εξέλιξη της συνείδησης του προλεταριάτου, από τον Φεβρουάριο στον Οκτώβριο· η μεταβολή των διαθέσεων στο στρατό· μια αύξηση της εκδικητικότητας των χωρικών· η αφύπνιση και η εξέγερση των καταπιεσμένων εθνοτήτων. Αποκαλύπτοντας τη διαλεκτική της συνείδησης των μαζών που έχαναν την ισορροπία τους, ο συγγραφέας επεδίωξε να προσφέρει το εγγύτερο άμεσο κλειδί για όλα τα γεγονότα της επανάστασης.
Ένα λογοτεχνικό έργο είναι «πιστό» ή καλλιτεχνικό, όταν οι αμοιβαίες σχέσεις των ηρώων δεν αναπτύσσονται σύμφωνα με τις επιθυμίες του συγγραφέα, αλλά σύμφωνα με τις λανθάνουσες δυνάμεις των χαρακτήρων και του πλαισίου δράσης τους. Η επιστημονική γνώση διαφέρει κατά πολύ από την καλλιτεχνική. Αλλά αμφότερες έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που καθορίζονται από την εξάρτηση της περιγραφής από το πράγμα που περιγράφεται. Ένα ιστορικό έργο είναι επιστημονικό, όταν τα γεγονότα συνδυάζονται σε μια συνολική διαδικασία, η οποία, όπως η ζωή, διέπεται από τους δικούς της εσωτερικούς νόμους.
Είναι η αποτύπωση των τάξεων της Ρωσίας αληθινή; Μιλούν αυτές οι τάξεις τη δική τους γλώσσα, μέσω των κομμάτων και τον πολιτικών τους; Ανάγονται τα γεγονότα –φυσιολογικά, χωρίς καταναγκασμό– στην κοινωνική τους πηγή, δηλαδή στην πάλη ζωντανών ιστορικών δυνάμεων; Μήπως συγκρούεται η γενική σύλληψη της επανάστασης με τα πραγματικά γεγονότα; Πρέπει να παραδεχτώ με ευγνωμοσύνη ότι μεγάλος αριθμός κριτικών προσέγγισαν το έργο μου από τη σκοπιά αυτών, των όντως αντικειμενικών, δηλαδή επιστημονικών κριτηρίων. Οι κριτικές παρατηρήσεις τους ενδέχεται να είναι ορθές ή εσφαλμένες, αλλά στη μεγάλη πλειονότητά τους είναι γόνιμες.
Δεν είναι τυχαίο, ωστόσο, ότι εκείνοι οι κριτικοί που χάνουν από τα μάτια τους την «αντικειμενικότητα» παραμελούν εντελώς το πρόβλημα της ιστορικής αιτιοκρατίας. Στην πραγματικότητα, παραπονούνται για την «αδικία» που διαπράττει ο συγγραφέας απέναντι στους αντιπάλους του, σαν να μην επρόκειτο για επιστημονική έρευνα αλλά για σχολικό έλεγχο που βαθμολογεί την καλή διαγωγή. Ένας κριτικός αισθάνεται προσβεβλημένος για λογαριασμό της μοναρχίας, ένας άλλος για λογαριασμό των φιλελεύθερων, ένας τρίτος για λογαριασμό των οπαδών του συμβιβασμού[i]. Εφόσον οι συμπάθειες αυτών των κριτικών δεν έτυχαν ούτε της αναγνώρισης ούτε της ανοχής της ενεργού πραγματικότητας του 1917, θα ήθελαν τώρα να βρουν παρηγοριά στις σελίδες της ιστορίας, ακριβώς όπως κάποιοι αναζητούν καταφύγιο από τα χτυπήματα της μοίρας στη ρομαντική λογοτεχνία. Αλλά το τελευταίο που είχε ο συγγραφέας κατά νου ήταν να παρηγορήσει τον οιονδήποτε. Επιθυμία του υπήρξε απλώς να ερμηνεύσει στο βιβλίο του την ετυμηγορία της ίδιας της ιστορικής διαδικασίας.
Όσοι αισθάνονται προσβεβλημένοι, παρεμπιπτόντως, παρά τα δέκα πέντε ή δέκα έξι χρόνια που είχαν στη διάθεσή τους, ποτέ δεν επεχείρησαν να ερμηνεύσουν τις αιτίες αυτού που τους συνέβη. Οι Λευκοί[ii] εμιγκρέδες δεν έχουν παραγάγει ούτε ένα ιστορικό έργο άξιο του ονόματός του. Εξακολουθούν να αναζητούν τα αίτια της κακοτυχίας τους στο «γερμανικό χρυσάφι», την αγραμματοσύνη των μαζών, τις εγκληματικές συνωμοσίες των Μπολσεβίκων. Ο προσωπικός εκνευρισμός των αποστόλων της αντικειμενικότητας –θεωρώ ότι αυτό είναι αναμφισβήτητο– πρέπει αναγκαία να είναι τόσο εντονότερος, όσο πειστικότερα η ιστορική αφήγηση αποκαλύπτει το αναπόφευκτο της καταστροφής τους και την έλλειψη κάθε ελπίδας για το μέλλον.
Οι προσεκτικότεροι από αυτούς τους πολιτικά απογοητευμένους κριτικούς μεταμφιέζουν την πηγή της ενόχλησής τους σε παράπονα, επειδή ο συγγραφέας της Ιστορίας της Ρωσικής Επανάστασης επέτρεψε στον εαυτό του να χρησιμοποιήσει πολεμική και ειρωνεία. Φαίνεται να πιστεύουν πως αυτό δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια της επιστημονικής συντεχνίας. Αλλά η ίδια η επανάσταση είναι μια πολεμική που έχει μετατραπεί σε μαζική δράση. Ούτε λείπει η ειρωνεία από την ιστορική διαδικασία –στη διάρκεια μιας επανάστασης μπορεί να μετρηθεί  σε εκατομμύρια ιπποδύναμης. Οι ομιλίες, οι αποφάσεις, οι επιστολές των συμμετεχόντων, καθώς και οι κατοπινές αναμνήσεις τους, αναγκαστικά έχουν έναν χαρακτήρα πολεμικής. Δεν υπάρχει τίποτε ευκολότερο από τη «συμφιλίωση» όλου αυτού του χάους της οξείας πάλης συμφερόντων και ιδεών, σύμφωνα με τη μέθοδο της χρυσής τομής· δεν υπάρχει επίσης τίποτε περισσότερο άκαρπο. Ο συγγραφέας προσπάθησε να προσδιορίσει, στην πορεία της κοινωνικής πάλης, την αληθινή σχετική ισχύ όλων των απόψεων, των συνθημάτων, των υποσχέσεων και των αιτημάτων, μέσω ενός κριτικού (ή, αν προτιμάτε, πολεμικού) ξεδιαλέγματος και ξεκαθαρίσματος. Ανήγαγε το ατομικό στο κοινωνικό, το μερικό στο γενικό, το υποκειμενικό στο αντικειμενικό. Κατά τη γνώμη μας, σε αυτό ακριβώς συνίσταται η ιστορία ως επιστήμη.
Υπάρχει μια εντελώς ιδιαίτερη ομάδα κριτικών, που προσβάλλονται προσωπικά για λογαριασμό του Στάλιν, για τους οποίους η ιστορία πέρα από αυτό το ζήτημα είναι ανύπαρκτη. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς τους «φίλους» της Ρωσικής Επανάστασης. Στην πραγματικότητα, είναι απλώς συνήγοροι της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο. Η γραφειοκρατία γινόταν ισχυρότερη, καθώς η δράση των μαζών γινόταν ασθενέστερη. Η ισχύς της γραφειοκρατίας αποτελεί έκφραση της αντίδρασης στην επανάσταση. Είναι αλήθεια ότι, μολονότι η εν λόγω αντίδραση αναπτύσσεται πάνω στα θεμέλια που έθεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι ωστόσο αντίδραση. Οι συνήγοροι της γραφειοκρατίας συχνά συνηγορούν υπέρ της αντι-οκτωβριανής αντίδρασης. Και αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι ασκούν τις λειτουργίες τους χωρίς συνείδηση αυτού που κάνουν.
Σαν νεόπλουτοι μαγαζάτορες, που δημιουργούν για λογαριασμό τους μια νέα και καταλληλότερη γενεαλογία, η γραφειοκρατική κάστα που προέκυψε από την επανάσταση έχει δημιουργήσει τη δική της ιστοριογραφία. Εκατοντάδες τυπογραφεία βρίσκονται στην υπηρεσία της. Αλλά η ποσότητά της δεν αναπληρώνει την κάθε άλλο παρά επιστημονική ποιότητά της. Έστω, για να ευχαριστήσω τους πλέον ανιδιοτελείς φίλους των σοβιετικών αρχών, δεν μπορούσα να μην θίξω εκείνους τους ιστορικούς μύθους, που ίσως είναι πολύ κολακευτικοί για τη ματαιοδοξία της γραφειοκρατίας, αλλά που έχουν ωστόσο την ατυχία να αντιφάσκουν με τα γεγονότα και τα ντοκουμέντα.
Θα περιοριστώ σε ένα μοναδικό παράδειγμα, το οποίο, νομίζω, αναδεικνύει επαρκώς το ζήτημα. Στο βιβλίο μου, ένας αριθμός σελίδων είναι αφιερωμένος στην ανασκευή του παραμυθιού που δημιουργήθηκε μετά το 1924, ότι επεχείρησα να αναβάλω την ένοπλη εξέγερση για μετά το συνέδριο των Σοβιέτ, ενώ ο Λένιν, καθώς φαίνεται, υποστηριζόμενος από μια πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή, πέτυχε να πραγματοποιηθεί η εξέγερση την παραμονή του συνεδρίου. Επικαλούμενος πολυάριθμα τεκμήρια, προσπάθησα να αποδείξω –και πιστεύω ότι αναντίρρητα απέδειξα– ότι ο Λένιν, αποκομμένος από το θέατρο της πάλης, επειδή βρισκόταν στην παρανομία, ήταν υπερβολικά ανυπόμονος να ξεκινήσει την εξέγερση, αποχωρίζοντάς την πλήρως από το συνέδριο των Σοβιέτ. Εγώ, από την άλλη, με την υποστήριξη της πλειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής, προσπάθησα να φέρω την εξέγερση όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο συνέδριο των Σοβιέτ και να την καλύψω με το κύρος του. Παρ’ όλη τη σημασία της, η διαφωνία είχε καθαρά πρακτικό και προσωρινό χαρακτήρα. Αργότερα, ο Λένιν παραδέχτηκε ειλικρινά ότι είχε κάνει λάθος.
Όταν έγραφα την Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, δεν είχα στη διάθεσή μου τη συλλογή των ομιλιών στην επετειακή συνάντηση της 23ης Απριλίου 1920 στη Μόσχα, για τον εορτασμό των πεντηκοστών γενεθλίων του  Λένιν. Μία από τις σελίδες εκείνου του βιβλίου λέει επί λέξει τα εξής: «Εμείς στην Κεντρική Επιτροπή αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στην ενίσχυση των Σοβιέτ, να συγκαλέσουμε το συνέδριο των Σοβιέτ, να αρχίσουμε την εξέγερση, και να ανακηρύξουμε το συνέδριο των Σοβιέτ όργανο κρατικής εξουσίας. Ο Ιλίτς, που τότε κρυβόταν, δεν συμφωνούσε και έγραψε [στα μέσα του Σεπτεμβρίου –Λ.Τ.] ότι … η Δημοκρατική Συνδιάσκεψη πρέπει να διαλυθεί και να συλληφθεί. Κατανοούμε ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο απλά. … Όλα τα κενά, οι παγίδες στην πορεία μας ήσαν πιο ορατές σε εμάς. … Παρ’ όλες τις απαιτήσεις του Ιλίτς προχωρήσαμε στην ενίσχυση, και στις 25 Οκτωβρίου αντιμετωπίσαμε την εικόνα μιας εξέγερσης. Ο Ιλίτς, χαμογελώντας, κοιτώντας μας πονηρά, είπε: “ναι, είχατε δίκιο”» (Πεντηκοστή επέτειος του Β. Ι. Ουλιάνοφ-Λένιν, 1920, σσ. 27-28).
Το ως άνω απόσπασμα περιέχεται σε μια ομιλία που δεν έκανε κανένας άλλος παρά ο Στάλιν, περίπου πέντε χρόνια πριν θέσει σε κυκλοφορία τον δηλητηριώδη υπαινιγμό ότι προσπαθώ να «μειώσω» το ρόλο του Λένιν στην επανάσταση της 25ης Οκτωβρίου. Αν είχα στα χέρια μου το προαναφερθέν ντοκουμέντο, το οποίο επιβεβαιώνει πλήρως την ιστορία μου (με αδρότερους όρους, είναι η αλήθεια), πριν από ένα χρόνο, θα είχα απαλλαγεί από την υποχρέωση να επικαλεστώ έμμεσες και λιγότερο έγκυρες αποδείξεις. Από την άλλη, ωστόσο, με ικανοποιεί το γεγονός ότι αυτό το βιβλιαράκι, ξεχασμένο από όλους, κακοτυπωμένο σε κακής ποιότητας χαρτί (1920, σκληρή χρονιά!), έτυχε να έρθει στα χέρια μου τόσο αργά. Αλλά το γεγονός καθαυτό προσφέρει επιπρόσθετη και τρανταχτή απόδειξη της «αντικειμενικότητας» ή, απλούστερα, της πιστότητας της αφήγησής μου, ακόμη και στη σφαίρα εκείνων των αμφιλεγόμενων ζητημάτων προσωπικού χαρακτήρα.
Κανείς –θα επιτρέψω στον εαυτό μου να το δηλώσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο–, κανείς δεν έχει μέχρι τώρα ανακαλύψει στην αφήγησή μου μια παραβίαση της ακρίβειας, η οποία αποτελεί την πρώτη εντολή για την ιστορική, όπως και για κάθε άλλη αφήγηση. Επιμέρους σφάλματα είναι δυνατά. Ιδιοτελείς διαστρεβλώσεις – όχι! Αν ήταν δυνατόν να ανευρεθεί στα αρχεία της Μόσχας έστω κι ένα μοναδικό ντοκουμέντο, που άμεσα ή έμμεσα να καταρρίπτει ή να αδυνατίζει την αφήγησή μου, θα είχε προ πολλού μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε όλες τις γλώσσες. Το αντίστροφο θεώρημα δεν είναι δύσκολο να αποδειχτεί: όλα τα ντοκουμέντα, που είναι έστω και ελάχιστα επικίνδυνα για τους επίσημους μύθους, φυλάσσονται προσεκτικά μακριά από τα βλέμματα. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι υπέρμαχοι της σταλινικής γραφειοκρατίας, που ονομάζουν τους εαυτούς τους φίλους της Οκτωβριανής Επανάστασης, υποχρεώνονται να αντισταθμίσουν αυτήν την έλλειψη επιχειρημάτων με περίσσευμα ζήλου. Αλλά αυτός ο τύπος κριτικής απασχολεί την επιστημονική συνείδησή μου λιγότερο από κάθε τι. Οι μύθοι διαλύονται, τα γεγονότα παραμένουν.
1 Απριλίου 1933

[i] Οι Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες που στήριζαν την καπιταλιστική προσωρινή κυβέρνηση μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 1917.
[ii] Λευκοί: Λευκοφρουροί χαρακτηρίζονταν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΑΚΕΛΑΡΊΟΥ

Σωτήρης Σόρογκας, Παλιό καΐκι στο Λαύριο, κάρβουνο και ακρυλικό χρώμα σε καμβά, 150 x 200 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: