13/8/16

Ιδρυματικά και άλλα κρίσιμα βιώματα

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Σωτήρης Σόρογκας, Δύο εικόνες από ένα ρημαγμένο καΐκι στη Βιστωνίδα (μέρος δίπτυχου), κάρβουνο και ακρυλικό χρώμα σε καμβά, 150 x 200 εκ.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Το χάδι, διηγήματα. εκδόσεις Άγρα, σελ. 65

Αυτοβιογραφικές νησίδες από την πρώιμη ηλικία του συγγραφέα φτιάχνουν αυτό το αρθρωτό αλλά με ενιαίο κέντρο αφήγημα του Αλέξανδρου Στεφανίδη (γ.1962). Όλα τα μέρη δημιουργούν μια ενότητα, που έχει ως κέντρο της  βιώματα της μαθητείας στη ζωή, ενός παιδιού και εφήβου που για δέκα και πλέον χρόνια ζει ιδρυματικά, σε ορφανοτροφείο. Βιώματα όμως που η κατάδυση σ’ αυτά, μετά από αρκετό καιρό, η ανα-βίωσή τους δηλαδή, είναι εύλογο ότι τους έχει δώσει ένα άλλο, πιο διευρυμένο από το αρχικό νόημα.
Ο χρόνος δεν επηρεάζει μόνο τη μνήμη, προκαλώντας αλλοιώσεις και μικρές ή μεγάλες διαφοροποιήσεις στις αναστοχαστικές της διεργασίες· επηρεάζει και την ηθική στάση εκείνου που αναστοχάζεται για ό,τι θυμάται. Ανασύροντας εικόνες, γεγονότα, εντυπώσεις από τα έγκατα της μνήμης του, ο συγγραφέας είναι αδύνατο να διασώσει, και στη συνέχεια να αφηγηθεί την αυτούσια αρχική τους μορφή. Αφηγείται απλώς μια μορφή τους, προϊόν πολλών και διαδοχικών, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, μνημονικών ανακλήσεων.
Έχοντας αυτά τα κρατούμενα, που ισχύουν στις περισσότερες, αν όχι σ’ όλες τις αναβιώσεις μακρινών περιστατικών της ζωής, ας πούμε ότι οι «νησίδες» που φωτίζονται από τη δημιουργική φαντασία του Στεφανίδη, αρχίζουν από την παιδική ηλικία, με πρώτο σταθμό την ανάμνηση της συνάντησης με τον παρ’ ολίγον δολοφόνο της μητέρας του, φυλακισμένο, τώρα, πατέρα, και φθάνουν ως τη λιτή κι απέριττη περιγραφή της εξόδιας ακολουθίας της μητέρας, μετά από μια δεκαετία, στην οποία βλέπουμε έφηβο τον συγγραφέα, ή μάλλον τον εαυτό του ως έφηβο.

Εντύπωση όμως προκαλεί ότι τόσο στο πρώτο όσο και στο τελευταίο επεισόδιο, η ψυχική συμπεριφορά του παιδιού και του έφηβου είναι περίπου η ίδια! Εξαιρετικά συγκρατημένη, έως πετρωμένα αμυντική, έτσι ώστε παιδί και έφηβος να μοιάζουν, ως αφηγηματικές περσόνες, σε τούτο: ότι ιδιοσυγκρασιακά κάνουν ό,τι μπορούν για να μην εξωτερικεύσουν τη συγκίνησή τους, να μη δείξουν ότι εσωτερικά πάσχουν, ότι φοβούνται, ότι θέλουν να κλάψουν, ότι είναι σε κατάσταση έντονης ψυχικής ταραχής.
Και στα δώδεκα μέρη αυτής της ασυνεχούς αυτοβιογραφίας (διηγήματα τα ονομάζει ο συγγραφέας, μάλλον όμως δεν είναι, καθώς δεν έχουν τη σχετική δομική αυτοτέλεια) ο Στεφανίδης χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο. Η αποφυγή τού «είμαι εκεί» σε αφηγήματα τέτοια, συνήθως, αν όχι πάντοτε, σκοπεύει στο να δημιουργήσει μια απόσταση ελέγχου, ψυχραίνοντας έτσι την αναπαράσταση των αναμνήσεων και βάζοντας, όπως στην περίπτωσή μας, ένα άλλο πρόσωπο, το «αυτός», στη θέση του «εγώ». Η αποφυγή όμως της άμεσης προσωποποίησης θέλει επίσης να επιτρέψει στη δημιουργική φαντασία να εκμεταλλευτεί την απόσταση του «εγώ» από το «αυτός» και να γεμίσει με τον δικό της τρόπο τα διάφορα κενά, φτιάχνοντας έτσι τις εμφανείς ή τις κρυφές αλήθειες του Χαδιού.
Άλλωστε, όποιος διαβάσει αυτό το λιγοσέλιδο βιβλίο θα καταλάβει πολύ γρήγορα (κι εδώ βρίσκεται ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία του) ότι ανάμεσα στο πρόσωπο του παιδιού (που είναι ο άλλος εαυτός του συγγραφέα) και στην ίδια του τη ζωή υπάρχει μια παράξενη σχέση μυστικοπάθειας. Σαν να μην το ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο από τη μητρική παρουσία. Σαν να είναι ο απόλυτος δεσμός του με τη ζωή, τον οποίο υπερασπίζεται ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό! Αλλά είναι ένας δεσμός πένθους και απώλειας, από την αρχή ως το τέλος. Δεν επιμένει να μάθει, ή δεν μας λέει, για ποιο λόγο ο πατέρας του θα σκότωνε τη μητέρα του, δεν μας λέει πολλά για την όντως παθητική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον τον ίδιο και στη μητέρα του, δεν εμφανίζει πουθενά αλλού, παρά μόνο στην αρχή και φευγαλέα στο τέλος, τη μορφή της μεγαλύτερης αδελφής του.
Αναμφίβολα, υπάρχει ζήλεια, πάθος, θυμός, δάκρυα, αλλά στο αφηγηματικό πεδίο αν εξαιρέσουμε τη  σύγκρουση με τον επιστάτη του ορφανοτροφείου, όπου ορθώνει για μια και μοναδική φορά το παιδικό του ανάστημα, όλα αυτά περνούν ταχύτατα, σαν γρήγορη πινελιά. Υπάρχει λοιπόν μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση ανάμεσα στον σπαραγμένο από τη μοναξιά, την απελπισία, την αστοργία παιδικό εαυτό του Στεφανίδη και την ασκητική εγκαρτέρηση, την πειθαρχία, την τραυματική εσωστρέφεια και τον συγκρατημό που επιβάλλει στις νεανικές του περσόνες ο συγγραφέας Στεφανίδης.  
Καταλαβαίνουμε, έτσι, ότι εκτός από τις ρητές και φανερές καταστάσεις, Το Χάδι του Στεφανίδη υπαινίσσεται, κρύβοντάς τις επιμελώς, άλλες, «εσωτερικές» αλήθειες, που τις υποθέτουμε παρά τις διαβάζουμε. Υπάρχουν δηλαδή στο αφήγημα δύο λογιών «αλήθειες». Η μία ευδιάκριτη, η άλλη δυσδιάκριτη. Ο εγκλεισμός στο ορφανοτροφείο, η άσκηση βίας των ιθυνόντων, η στρατιωτικού τύπου οργάνωση της ζωής, οι αυστηροί κανόνες, η αναλγησία, η επιδίωξη της υποταγής, οι ποινές, ο φόβος, η ανασφάλεια, ο αγώνας των παιδιών για να κερδηθεί ο ζωτικός τους χώρος, είναι «αλήθειες» που κάνουν τον αναγνώστη να συμπάσχει με τον συγγραφέα ως παιδί, καθώς το ζητούμενο του τότε «παιδαγωγικού συστήματος» ήταν η καθυπόταξη. Από την άλλη, υπάρχει η διάσταση του ενδόμυχου, της εσωτερικής ζωής, της βουβής ψυχικής συμπεριφοράς του παιδιού, έτσι όπως τη θυμάται και τη διερμηνεύει μετά από χρόνια ο Στεφανίδης. Εκεί τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα.
Μια τέτοια διάσταση, σιωπηλής εγκαρτέρησης, μας δίνεται στο πολύ εύστοχο, για την ανάδειξη του αυθόρμητου εφηβικού ερωτισμού,  επεισόδιο με τον φοιτητή, αλλά πολύ περισσότερο μας δίνεται σ’ ένα άλλο επεισόδιο λανθάνουσας οιδιπόδειας μνήμης. Σ’ αυτήν,  η μητέρα του, μικρό, τον έχει κλείσει ανάμεσα στα πόδια της και τον χαϊδεύει: «Ήταν έξι χρόνων και βρίσκονταν σε μια συγγενική επίσκεψη. Τον είχε όρθιο στην αγκαλιά της, ανάμεσα στα πόδια της, με την πλάτη γυρισμένη, και του δάγκωσε χαδιάρικα το αυτί. Ένιωσε την υγρασία των χειλιών της να τον πλημμυρίζει. Χρόνια κρατούσε ζωντανή τη μνήμη από το υγρό χάδι της» (σ. 62)
Όπως είναι εύλογο, για να περάσει ο συγγραφέας τις τόσο δραματικές υποκειμενικές αλήθειες του στην αφήγηση, χρειαζόταν να προσφύγει σ’ έναν τρόπο που θα τις αποφόρτιζε. Αλλιώς, υπήρχε ο κίνδυνος να μετακυλιστούν οι αναμνήσεις του σε μελόδραμα. Και ειδικά σ’ αυτό, νομίζω ότι Το Χάδι είναι σχεδόν υποδειγματικό. Πέρα από το ότι διάλεξε επιτούτου την τριτοπρόσωπη αφήγηση, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, την έκανε επιπλέον μικροπερίοδη. Χωρίς ωστόσο να την αποχυμώσει. Με τις σύντομες ως επί το πλείστον φράσεις του, κατά το παράδειγμα λ.χ. του Θανάση Βαλτινού, γείωσε τον υψηλό συναισθηματικό τόνο του, έτσι ώστε να παραμείνουν τα απαραιτήτως ουσιώδη. Και πράγματι, στα δώδεκα αλληλένδετα αφηγήματα  του Αλέξανδρου Στεφανίδη, γραμμένα με αδρότητα και λιτότητα, δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος κάτι το εμφανώς περιττό, μια όποια ελάχιστη περισσολογία.  

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας  

Δεν υπάρχουν σχόλια: