13/8/16

Γράμμα στη Χριστίνα

ΔΙΗΓΗΜΑ

Σωτήρης Σόρογκας, Παλιό καΐκι στην παραλία των Αβδήρων, κάρβουνο και ακρυλικό χρώμα σε καμβά, 150 x 200 εκ.


        στη Στέλλα Βογιατζόγλου εσαεί

Kάθε στιγμή, κάθε ώρα εφευρίσκω και από έναν λόγο για να καθυστερήσω αυτό που έχω –και θέλω- να κάνω. Προ ημερών, σε μια συνομιλία με μια φίλη νευρολόγο από τη Θεσσαλονίκη που έθεσα το θέμα, έλαβα την απάντηση ότι είναι ο φόβος του θανάτου –την ίδια ώρα μάλιστα που της εξηγούσα ότι δεν φοβάμαι το θάνατο! Ας πάω λίγο πιο πίσω ...
Το τηλεφώνημα της Χριστίνας με βρήκε σε ένα κατάστημα στη Ρίγα Λετονίας. Ψώνιζα κάτι και ήμουν στο ταμείο. Στάθηκε περίπου αδύνατο να προχωρήσω τη συναλλαγή∙ ευτυχώς ήταν εκεί ο Δημήτρης.
Βγήκαμε έξω από το κατάστημα και δεν μπορούσα να βαδίσω. Πήγα και κάθισα στο χαμηλό περβάζι του απέναντι καφενείου. Χιλιάδες εικόνες περνούσαν από μπροστά μου.
–Έλα, πάμε να φύγουμε...
–Δεν μπορώ. Περίμενε λίγο ακόμα...
Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Μου είχε συμβεί άλλες δυο φορές αυτό: μία στο Πανεπιστήμιο και μία όταν μετά το συμβούλιο των γιατρών μού ανακοινώθηκε ότι η μητέρα μου είχε ακόμη το πολύ έξι μήνες ζωή...

Δύο αστυνομικοί άθελά τους βοήθησαν την κατάσταση. Σε άψογη νοηματική μας εξήγησαν ότι έπρεπε να φύγουμε από εκεί. Τι τους πείραζε ή ποιον πειράζαμε; Δεν έχει βέβαια καμιά σημασία.
–Γιατί έγινες έτσι; Το ήξερες δεν το ήξερες ότι θα συνέβαινε αυτό;
–Ήταν αγωνίστρια. Ήθελα να πιστεύω ότι θα τα έβγαζε και πάλι πέρα...
Με διστακτικά βήματα, από πόδια που τρεκλίζουν.
–Έλα να πάμε παραπέρα. Πάμε κάπου να φάμε...
–Η συμμετοχή μου στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης έγινε μόνο και μόνο για να τη δω..
–Έλα, πάμε!
–Δεν προλαβαίνω να πάω στην κηδεία...
–Νόμιζα ότι δεν σε ένοιαζαν κάτι τέτοια, τυπικά...
Γυρνάω Αθήνα και κατεβάζω από το διαδίκτυο ότι υπάρχει. Παραξενεύομαι που οι πολιτιστικοί συντάκτες μέσα στο δεκαπενταύγουστο δείχνουν σχετική ετοιμότητα. Θέλω να γράψω κάτι –τι;– να μιλήσω γι’ αυτήν. Δεν μπορώ. Δεν την ήξερα καλά για να γράψω για τη ζωή και το έργο της. Την ήξερα πολύ καλά, διαισθητικά, από ψυχής. Λάτρεψα το «Περνώντας βιαστικά ανάμεσά μας», θεωρούσα ότι η σημαντικότερη προσπάθειά της σε μια άλλη φωνή ήταν το Και ο Φαίδων ήμουν εγώ.
–Α, και στον μπάρμπα Νίκο [τον Πεντζίκη] είχε αρέσει αυτό, σ’ αυτό με παραδέχτηκε.
Παλιότερα, σε σχεδόν εφηβική ηλικία είχα διαβάσει το Μαγγανοπήγαδο. Μου είχε αρέσει πολύ. Τώρα ούτε που το θυμάμαι και πρέπει να το βάλω σκοπό να το ξαναδιαβάσω. Τα βιβλία σήμερα γίνονται προϊόντα και ούτε που επιστρέφεις σ’ αυτά, να δεις, να ανακαλύψεις έστω, κάτι από τον παλιό σου εαυτό, αυτόν που τα αγάπησε.

Η διαισθητική σχέση δεν περιγράφεται και όμως υπάρχει. Να παίρνεις τηλέφωνο και ο /η φαινομενικά άγνωστός σου/ άγνωστή σου να ξέρει αμέσως πως είσαι.
–Τι έχεις;
–Μια χαρά είμαι.
–Δεν είσαι. Η φωνή σου έχει μια μελαγχολία. Όπως και το βλέμμα σου. Σου έχω πει για τη φίλη μου την Κατερίνα;
–Ναι.
–Έχεις το ίδιο βλέμμα.
Νοιώθω οργή. Ακόμα χειρότερα: είμαι έξαλλη. Μια μεσήλικη, γεμάτη γυναίκα, φανερά καταπονημένη, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της στο απέναντι πεζοδρόμιο.
–Δεν θα την πας ως το σπίτι;
Mια χαρά πάει.
–Μα δεν τη βλέπεις; Τρεκλίζει... Μπορεί να πέσει.
–Τα καταφέρνει και μόνη της.
–Πάω να τη βοηθήσω...
–Μην πας. Τα καταφέρνει σου λέω! Εξάλλου σε δυο τετράγωνα είναι το σπίτι.
Η Στέλλα στο Θεαγένειο. Αδυνατισμένη και χαμογελαστή. Με τα μαλλιά βαμμένα μ’ ένα χρώμα που της πηγαίνει πολύ. Η συζήτηση αδιάφορη, περί ανέμων και υδάτων.
–Τα πας καλά;
–Θα μου πεις πως είσαι;
–Σήμερα καλά. Δεν πονάω.
–Γιατί άφησες το σπίτι;
–Δεν μου χρειάζεται εμένα. Τα παιδιά το έχουν ανάγκη. Να είναι καλά το Χριστινάκι που τα φρόντισε όλα.
–Οι δικές σου ανάγκες;
–;;;
Bγαίνω από το νοσοκομείο, έχει κάτι το θλιβερό. Έχει μεσημεριάσει και δεν ξέρω ούτε που είναι η στάση, ούτε ποιο λεωφορείο να πάρω. Χαζεύω τα συνοικιακά μαγαζιά, τα περισσότερα έχουν κλείσει. Πρέπει να πάω στο ξενοδοχείο να πάρω τα πράγματά μου και να πάω αεροδρόμιο. Φλερτάρω με την ιδέα να περάσω από την έκθεση βιβλίου, υπολογίζω τον χρόνο, είναι μάλλον αργά. Τα βιβλία ... Τι σημασία μπορεί να έχει ένα βιβλίο μπροστά σ’ έναν άνθρωπο. Θα είχε ποτέ κανείς αμφιβολία, ακόμη κι αν ήταν στο γνωστό έρημο νησί, αν θα έπρεπε να σώσει έναν άνθρωπο ή τον «Δον Κιχώτη»; Δεν μ’ ενδιαφέρει πια η έκθεση, τα βιβλία, οι άνθρωποί τους, με ενδιαφέρει μόνον η τόσο φωτεινή, τόσο όμορφη Στέλλα. Έλεγαν όλοι «Εσύ δεν την ήξερες παλιά, ήταν πολύ όμορφη γυναίκα...» κι εσύ αναρωτιόσουν τι λένε τούτοι οι άνθρωποι, ΕΙΝΑΙ τόσο όμορφη γυναίκα, βγαίνει από μέσα της όλος τούτος ο πλούτος της ανθρωπιάς που δεν είναι ποτέ δεδομένος όσο ανθρωπόμορφο σχήμα κι αν έχει κάποιος, ο πλούτος της κατανόησης των ανθρωπίνων και του δικού σου πόνου προσωπικά, ο δικός της πόνος διακτινισμένος ώστε να καλύπτει τόσες και τόσες ευαισθησίες.
Παλιότερα, αλλά μετά τη Στέλλα, είχα γνωρίσει μια άλλη γυναίκα, σύντομη γνωριμία –δεκαπέντε ημερών– και αμέσως σκέφτηκα «Μια γυναίκα περιβόλι». Όταν ξανασυνάντησα τη Στέλλα, αυτή η σκέψη μου ήρθε ξανά στο μυαλό, η Στέλλα ήταν το καρπερό περιβόλι, η Στέλλα ήταν δυνατή σαν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα –«μου έχει πάρει το σπίτι στον Μπαξέ, είναι σπίτι μου και δεν μπορώ να πάω να μείνω εκεί», η Στέλλα ήταν προστατευτική απέναντι σ’ όλα της τα παιδιά και τους ανθρώπους που φέρονται παιδικά, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις αδυναμίες τους εις βάρος των δικών της.
–Θέλω να σου πω τι έγινε εκεί... Ήθελε να με σκοτώσει, είχε σιδηρογροθιά, ρώτα...
Δεν ασχολήθηκα. Δεν ήμουν μπροστά, μόνο στον απόηχο∙ ήμουν συναισθηματικά φορτισμένη από τον «άδικο» θάνατο, δεν θεωρούσα σωστό να πάρω θέση.
Εκ των υστέρων...
Τι κάνει ένα ευάλωτο συναισθηματικά και σωματικά άτομο να πάρει σιδηρογροθιά, αν υποθέσουμε ότι την είχε όντως, ότι απείλησε, όντως...
Τι κάνει ένα «δυνατό» άτομο να πει «μου έχει πάρει το σπίτι»; Μήπως δεν ήταν τόσο δυνατό ώστε να το διεκδικήσει, μήπως πρότασσε πάντα τις επιθυμίες των άλλων εις βάρος του ίδιου του του εαυτού; Μήπως όλη αυτή η χωρίς ανταπόδοση προσπάθεια το εξάντλησε, μήπως, μήπως;
Φωτεινό αστέρι, όνομα και πράγμα, η Στέλλα, καρπισμένο χωράφι, μανιασμένη θάλασσα, ατέλειωτη γλυκύτητα. Να ήμουν ο Μπέικον να ζωγραφίσω το μέσα της, ο Φρόυντ να αποδώσω την εξωτερική στενή συγγένεια τραχύτητας με γλυκύτητα, να ήμουν πιο ικανή να αποδώσω το άπιαστο και μοναδικό, αυτό που είναι ο καθένας μας αλλά η Στέλλα είχε στην υπερβολή.
–Τι κάνει ο Ηρακλής; [Παπαλέξης]
–Μια χαρά. Τον ξέρεις;
–Ήμουνα κάποτε μόνη στην Αθήνα και τα είπαμε. Αδελφή ψυχή. Δεν ξέρεις πόσο ευαίσθητος είναι. Χαίρομαι που τώρα έχει τη γυναίκα του, το κοριτσάκι του ...
Τα ίδια ακριβώς έλεγε κι ο Ηρακλής κι ανησυχούσε για σένα. Τώρα ελπίζω να κάνετε παρέα. Μπορώ να καταλάβω τι κοινό είχατε. Μια αλλέγρα, ευαίσθητη πεισματάρα γυναίκα κι ένας άντρας με περίπου τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Μαζί και το κοινότοπο «οι καλοί πεθαίνουν νέοι», να αρχίσεις να αναρωτιέσαι τι σημαίνει το ότι ζεις...
Όταν δεν πιστεύεις πού πας;
Μάλλον μαζί με τους θρήσκους.
«Δεν ξέρεις πόσο στοίχισε στη Στέλλα ο θάνατος της μητέρας της», μου είπε μια κοινή γνωστή, «το δέσιμό της».
Δεν ξέρουμε τόσα για τους άλλους. Αναγνωρίζουμε ωστόσο κάποια στοιχεία: τη συμπαράσταση –και ταυτόχρονα την οργή ή την πικρία– σε μια μακροχρόνια ασθένεια, το δέσιμο του ασθενούς –μαζί και πάλι με την οργή και την πικρία– με τους λίγους που τον νοιάστηκαν. Λέγε με Χριστίνα.
Το λογοτεχνικό περιοδικό Εντευκτήριο έχει προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της μαμάς μου που δεν πρόλαβε να το τελειώσει... Δείτε το είναι συγκλονιστικό σαν το χαμό της.
Ακούω, βλέπω, διαβάζω Χριστίνα. Κι ήμουνα πάλι στο εξωτερικό, στο Φράιμπουργκ αυτή τη φορά. Σ’ εκτιμώ εκ του μακρόθεν και θέλω να σε γνωρίσω σαν Χριστίνα και όχι σαν κόρη της Στέλλας. Η Στέλλα όμως, θα είναι πάντα παρούσα, πάντα Εδώ πάντα Εκεί, πάντα δίπλα και πάντα ΟΛΟΓΥΡΑ.

ΛΙΛΥ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: