ΔΙΗΓΗΜΑ
Κυριάκος Κατζουράκης, Las Meninas, 1976 Λάδι σε μουσαμά, 175 x 182 εκ. |
Ήμασταν ούτε δεκαπέντε χρονών και
το σώμα της γυναίκας το ξέραμε μόνο από φωτογραφίες. Παράνομες, φυσικά, γιατί τα
γυμνά που δείχνει σήμερα ακόμα και η τηλεόραση, τότε ήταν απαγορευμένα και
ταινίες που προκαλούσαν σκάνδαλο κι εξ αιτίας τους σφράγιζαν κινηματογράφους
τώρα χαρακτηρίζονται κατάλληλες από δεκατριών και προβάλλονται στην
απογευματινή τηλεοπτική ζώνη.
Όπως όνειρο όπου επιπλέουν σκιές
θυμάμαι τα βράδια με τους φίλους, θυμάμαι τον εαυτό μου, έναν άλλον, κι όλους
τους δικούς μου ανθρώπους, που ήταν διαφορετικοί αλλά άλλαξαν κι έμειναν ίδιοι.
Όλοι οι παλιοί, οι παιδικοί, οι καλοί, οι πραγματικοί φίλοι, οι έφηβοι που
μεγαλώσαμε αλλά εξακολουθούμε να βλέπουμε την παλιά εικόνα μας σαν τα χρόνια
που έφυγαν να ήσαν ψεύτικα και τα τωρινά ρυτιδιασμένα μας πρόσωπα να μην είναι
παρά μάσκες μεταμφιεσμένων σε παράξενη αποκριά. Όπως όνειρο άσπρο και μαύρο μας
θυμάμαι, (παράξενο, οι παλιές αναμνήσεις μου είναι ασπρόμαυρες, μόνο οι
πρόσφατες έχουν χρώματα), δεν ήμασταν ούτε δεκαπέντε χρονών κι όποτε βγαίναμε,
επειδή δεν είχαμε αυτοκίνητα, ούτε λεφτά για ταξί και τα δρομολόγια των
λεωφορείων σταματούσαν στις δώδεκα, κοιμόμασταν ο ένας στο σπίτι του άλλου. Οι
υπομονετικοί γονείς φιλοξενούσαν τις νύχτες του Σαββάτου, δύο, πέντε, δέκα
έφηβους, που δεν είχαν σκοπό να κοιμηθούν και ξαγρυπνούσαν με τις βλακώδεις
φάρσες μας, τις σφαλιάρες που έπεφταν μέσα στη νύχτα, τις βρώμικες κάλτσες που
χώναμε στο στόμα όποιου έκανε το λάθος να αποκοιμηθεί. Μας αγαπούσαν πολύ οι
γονείς ή έπαιρναν από εμάς τη ζωή τους που έφευγε.
Ένα βράδυ Σαββάτου κάλεσαν έναν
από εμάς σε ένα πάρτι. Ήταν σαν να μας κάλεσαν όλους. Ήμασταν κουρασμένοι,
καθώς τότε τα σχολεία λειτουργούσαν και Σάββατο, μία εβδομάδα πρωί, μία
απόγευμα, δύο σχολεία μοιράζονταν ένα κτήριο, κι έτυχε εκείνο το Σάββατο οι
περισσότεροι από εμάς να έχουμε απογευματινή βάρδια. Είχε πέσει νύχτα όταν
σχολάσαμε κι επειδή το πάρτι άρχιζε νωρίς πήγαμε κατευθείαν μετά το μάθημα. Φορούσα,
από το μεσημέρι, με προσοχή μην τα λερώσω, ένα σκισμένο τζιν, που ήταν και τότε
της μόδας κι ένα καρό πουκάμισο το οποίο επίσης ήταν και τότε της μόδας. Εάν
είχα φυλάξει τα παλαιά μου ρούχα κι έχανα δέκα κιλά για να μπορέσω να τα φορέσω
θα ήμουν και σήμερα μοδάτος. Νυσταγμένος, με το μυαλό σκοτισμένο από αρχαία θρησκευτικά
μαθηματικά και γεωγραφία, με μερικούς από τους καλύτερους δίσκους βινυλίου μου
κάτω από τη μασχάλη, μπήκα στο πάρτι και είδα για πρώτη φορά το πιο ωραίο
κορίτσι της συνοικίας, για το οποίο είχα πολλά ακούσει.
Η φήμη της έτρεχε εκεί που δεν
μπορούσε να πάει η ίδια. Δεν είχε τύχει όμως να τη συναντήσω. Δεκατριών χρονών,
μαθήτρια Πρώτης γυμνασίου. Εμείς τότε πηγαίναμε Τρίτη γυμνασίου, αλλά ο
διοργανωτής του πάρτι είχε φροντίσει να καλέσει κορίτσια από την Πρώτη και την
Δευτέρα. Το τελευταίο πάρτι, όπου είχαμε καλέσει συμμαθήτριές μας, ήταν
χειρότερο από αποτυχία. Ήταν φρίκη. Τα κορίτσια δεν ήθελαν να χορέψουν μαζί μας
μπλουζ γιατί ήμασταν πιο κοντοί από αυτές κι όποτε δέχονταν, η αποδοχή μας
γελοιοποιούσε χειρότερα. Έβλεπα τα
κορίτσια που ήταν ένα κεφάλι ψηλότερα να κρατούν τα αγόρια βαριεστημένα σαν
απλώς να ήταν επιπλάκια για να ακουμπούν τους αγκώνες και δεν είχα καμιά
διάθεση να διασκεδάσω. Κι όταν κατά τις δέκα το βράδυ μπήκε ένας μαθητής της
Τετάρτης που δεν ξέρω ποιος βλάκας τον είχε καλέσει έπεσαν όλες επάνω του.
Αυτό το πάρτι ήταν πολύ καλύτερο.
Κι έτσι γνώρισα, όπως σας είπα, το πιο ωραίο κορίτσι της συνοικίας. Τόσο είχε
προχωρήσει η εικόνα της μπροστά από την πραγματική κοπέλα, ώστε, την πρώτη
στιγμή που την αντίκρισα, δεν εντυπωσιάστηκα, παρ’ ότι, τώρα, όσο τη θυμάμαι,
μια αχνή εικόνα που τρεμοσβήνει, ήταν πραγματικά ωραία. Όλοι τη θαύμαζαν. Όλοι
την κοίταζαν. Εκτός από εμένα. Εγώ είχα θαυμάσει τη φήμη της. Δεν μπορούσα να
κοιτάξω την ίδια.Την χαιρέτησα όταν μας σύστησαν με συστολή και ψυχρή
αβεβαιότητα που ίσως έμοιαζε με σνομπισμό. Σχεδόν δεν της μίλησα. Δεν είχα
αυτοπεποίθηση. Ωσάν να έπαιζα σκάκι χωρίς να με έχει διδάξει κανείς – έπρεπε
πολλές παρτίδες να χαθούν έως ότου αποκτήσω μια προσωπική γνώση, μία δικιά μου
μέθοδο. Φοβισμένος γύρισα στον καναπέ. Οι φίλοι, μόνο, μου έδιναν ασφάλεια.
Ίσως ακόμα αυτοί, μόνο, μου δίνουν.
Όταν, πολλά χρόνια αργότερα,
διάβασα, δεν ξέρω για ποιόν λόγο, πολλά βιβλία κι έγραψα, επίσης δεν ξέρω για
ποιόν λόγο, κι εγώ μερικά και ως παράφρων πρόσθεσα τον εαυτό μου στον χαοτικό
ωκεανό των τυπωμένων σελίδων, στην ανόητη ματαιοδοξία εκείνων που ονειρεύονται
ότι με ένα ευτελές υλικό όπως οι λέξεις είναι ικανοί να νικήσουν τον χρόνο,
είδα, σε μυθιστόρημα ενός συγγραφέα που δεν θυμάμαι ποιος ήταν, όμως είχε φήμη
σπουδαία, μπορεί να ήταν και ο Ντοστογιέφσκι, το διαβολικό δίλημμα του έρωτα.
Αν, αναρωτιόταν ο συγγραφέας, κάποιος άνδρας έχει τη δυνατότητα να επιλέξει,
εάν θα έχει δικιά του την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου χωρίς να το γνωρίζει
κανείς ή να μην την έχει δικιά του, αλλά όλοι να νομίζουν ότι την έχει, τι θα
επέλεγε;
Την εποχή που διάβασα το
μυθιστόρημα, νεαρός άνδρας πια, η επιλογή μου ήταν καθαρή: θα ήθελα να έχω την
ομορφότερη του κόσμου κι ας μην το ήξερε κανείς. Στην ηλικία των δεκαπέντε, η
επιλογή ήταν επίσης καθαρή: θα ήθελα να με βλέπουν κι ας μην την είχα. Καλύτερα,
μάλιστα, να μην την είχα. Μικρότερος μπελάς. Λιγότερο άγχος. Καθόταν μόνη, στην
καρέκλα της. Κανείς δεν την ζητούσε για χορό. Ο φόβος τους την άφηνε μόνη στην
ομορφιά της. Έτσι όπως την κοιτούσα, δεν ξέρω πώς, βγήκε για μια στιγμή και
παραμέρισε τον έφηβο ο άντρας που έκρυβα μέσα μου και προσπαθούσα να γίνω.
Ο DJ έβαλε ένα αργό, παθητικό
μπλουζ. Δεν ήταν ακριβώς DJ. Ένας φίλος μας ήταν. Είχε έλθει στο πάρτι με όσες
κασέτες και βινύλια μπόρεσε να βρει κι έπαιζε τις κασέτες και τα βινύλια που
είχαμε όλοι φέρει, ό,τι είχε ο κάθε ένας στη δισκοθήκη του. Το μπλουζ ήταν, το
θυμάμαι καλά, το do you love me. Ένα από τα χειρότερα τραγούδια όλων των
εποχών, που έγινε επιτυχία ακριβώς για λόγους που θα γίνουν στη συνέχεια κατανοητοί.
Δεν μπορούσε να γίνει πάρτι χωρίς αυτό. Βινύλιο 45 στροφών. Δεν θυμάμαι ποιος
το είχε φέρει. Όχι πάντως εγώ. Εγώ και οι φίλοι μου ακούγαμε μόνο ροκ. Οι πιο mainstream δίσκοι
που είχα, ήταν των Deep
Purple.
Τα πιο ψαγμένα βινύλια, όπως αυτά των Steely Dan, δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα.
Τα αγόραζα, σε διπλή τιμή, από καταστήματα «ακυκλοφόρητων».
Ήταν πολύ απλό. Σηκώθηκα και τη ρώτησα
αν ήθελε να χορέψουμε. Μου είπε «ναι». Ήταν εύκολο να είσαι άντρας εάν
μπορούσες να το πιστέψεις. Χορέψαμε χωρίς βήματα. Την έσφιξα επάνω μου. Την
κόλλησα στο σώμα μου. Δύο σώματα, όπως διάβασα αργότερα σε πολλούς συγγραφείς,
που αγωνίζονταν να γίνουν ένα. Άλλα τρία ή τέσσερα ζευγάρια λικνίζονταν δίπλα
μας, όμως ήταν σα να χορεύαμε μόνοι, γιατί όλοι κοίταζαν μόνον εμάς. Δεν είχαμε
σχεδόν καθόλου μιλήσει – λίγες λέξεις όταν γνωριστήκαμε κι ακόμη λιγότερες όταν
τη ζήτησα σε χορό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έσκυψα και τη φίλησα.
Δεν είχα ξαναφιλήσει ποτέ. Είχα όμως
δει φιλιά στον κινηματογράφο –ο νόμος τα επέτρεπε και γι’ αυτό στις ταινίες του
έδιναν και καταλάβαινε. Είχαμε επίσης αναλύσει το θέμα θεωρητικώς πολλές φορές
με τους φίλους. Έπρεπε, είχαμε καταλήξει, να ανοίξουμε το στόμα και να
αγγίξουμε με τη γλώσσα μας τη γλώσσα του κοριτσιού. Αυτό έκανα κι εγώ. Ακούμπησα
τα χείλη μου στα δικά της, άνοιξα το στόμα μου κι έβαλα τη γλώσσα μέσα στο δικό
της. Δυσκολεύτηκα λίγο γιατί δεν ήξερε να ανοίξει το στόμα της. Στο τέλος τα
κατάφερα ή έτσι νόμιζα. Το κορίτσι δεν αντέδρασε – μάλλον δεν ήξερε ούτε τα
θεωρητικά, περίμενε από εμένα, τον έμπειρο, να την διδάξω.
Τη φιλούσα και κολλούσα το σώμα
της επάνω μου, ένιωθα τα στήθη της που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται, ένιωθα
το ανάγλυφο του κοριτσίστικου κορμιού που βασανιστικά μεταμορφωνόταν σε
γυναικείο και, κυρίως, ένιωθα τα μοχθηρά βλέμματα που με ανύψωναν και με
δικαίωναν και τόλμησα το αδιανόητο: κατέβασα τα χέρια κι άρχισα, πάνω από το
παντελόνι, να της χαϊδεύω τα οπίσθια. Ούτε τότε αντέδρασε. Ίσως να ήταν η
ευκαιρία μου εκείνο το βράδυ. Ίσως ήταν αποφασισμένη να με αφήσει να κάνω ό,τι
ήθελα. Μάλλον κι εκείνη ζούσε μια περιπέτεια, ήθελε να γίνει αποδεκτό το σώμα
της που η ομορφιά το είχε κάνει απρόσιτο. Όμως εγώ δεν επιθυμούσα τίποτε άλλο.
Μόνο να μπω μέσα στα μάτια.
Έτσι χορεύαμε ξανά και ξανά και
φιλιόμασταν και τη χούφτωνα κι εκείνη δεχόταν παθητικά και οι φίλοι κοιτούσαν
με έκπληξη κι οργή αυτό που τελικά ήταν τόσο εύκολο και με το μυαλό τους το είχαν
κάνει τόσο απόμακρο. Έπειτα η κοπελίτσα έφυγε. Έντεκα η ώρα έπρεπε να
επιστρέψει, μου είπε, δεν της επέτρεπε η μητέρα παραπάνω. Μου άφησε το τηλέφωνο
του σπιτιού της σε ένα κομμάτι χαρτί κι έναν θρίαμβο που στη ζωή λίγες φορές
ένιωσα. Ήμουν άντρας, αν όχι στην πραγματικότητα, τουλάχιστον στα μάτια των
άλλων. Είχα φιλήσει μπροστά τους την ομορφότερη γυναίκα, αν και δεν ήταν ακόμη
γυναίκα. Μείναμε λίγο ακόμα σε εκείνο το πάρτι, που πια δεν είχε άλλο να μου
προσφέρει. Μηρύκαζα τη δόξα μου, επαναλάμβανα στη μνήμη μου τις στιγμές, ήμουν
οι στιγμές, έξω από αυτές δεν υπήρχα. Οι φίλοι μου, η μουσική, ο χορός, φαντάσματα
απλωμένα στους τοίχους.
Λίγο μετά τις δώδεκα, το πάρτι
διαλύθηκε. Πηγαίναμε στο σπίτι του καλού μου φίλου να κοιμηθούμε, με τους
δίσκους μας ο κάθε ένας κάτω από την μασχάλη, όταν, λαχανιασμένος από το
γρήγορο περπάτημα, μου είπε: «Χόρευα δίπλα σου όταν τη φιλούσες. Κάποια στιγμή
έκλασε. Βρώμισε μάλιστα λίγο. Μάλλον θα ήταν πολύ δυναμικό το φιλί».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου