Βλάσης Κανιάρης, Χωρίς τίτλο, 1963, μεικτή τεχνική, 37 x 58 x 5 εκ., Ιδιωτική συλλογή |
Όταν
στις συναθροίσεις της γλυκόφωνης, σιωπηλής σκέψης
Στη μνήμη
μου ανακαλώ τα περασμένα
…….
Τότε, το μάτι μου (που
δεν το συνηθίζει ) δάκρυα το πνίγουν
Για
φίλους ανεκτίμητους κρυμμένους στου θανάτου την αχρονολόγητη
Νύχτα
(Σαίξπηρ, Σονέτο ΧΧΧ)
Μπορεί
να κάνω λάθος, μπορεί να ήθελες και από μένα ν’ ακολουθήσω το «τυπικό» του
μεταθανάτιου εγκωμίου, το επίσημο πορτρέτο του «εξαίρετου» δασκάλου, του «πρωτοπόρου»
ερευνητή στην αρχαιοελληνική και νεοελληνική φιλολογία, την ανεκτίμητη προσφορά
του μιας σύγχρονης μετάφρασης του Ομήρου και τις σημαντικές μελέτες της
ποιητικής του, μπορεί, αλλά εγώ στη μνήμη μου κρατώ τον «άσπονδο» φίλο μου, το Μίμη,
με σάρκα και οστά – «άβυσσος το κορμί του ανθρώπου», έλεγες και δεν το κάλυπτες
ποτέ το σώμα με τον «καθωσπρεπισμό» της «ερωτικής» μεν, αλλά αφόρητα επαρχιώτικης
τότε Θεσσαλονίκης, ασυγκράτητος ήσουν σε συναισθηματικά ξεσπάσματα, απύλωτο το
στόμα σου - «της θείας σας!», είχες πει στη συνάδελφο του Ιστορικού για τις
βλακείες που έλεγε όταν ήσουν κοσμήτορας της Σχολής, κι από το ίδιο αυτό στόμα
έρεε ο ρητορικός λόγος σου που μας καθήλωνε, κι ύστερα, πεισματική η σιωπή σου,
ο εσωστρεφής βασανισμός σου, παράλογος ήσουν στο θυμό, αντιφατικός, ευσυγκίνητος
και μαζί σκληρά αδιάφορος, θαρραλέος και τολμηρός – επεισοδιακό τον ήθελες το
βίο κι αν το επεισόδιο δεν το έφερνε η «μοίρα», το προκαλούσες εσύ αδίστακτα με
κάθε τρόπο, και όταν φούντωνε ο θυμός σου όλα τα γκρέμιζες, συνεργασίες, φιλίες,
σ’ άρεσε να πληγώνεις κι ύστερα το μετάνιωνες, αλλά ποτέ δεν έδειχνες ότι υποχωρείς
– έστελνες πρώτα «πρέσβεις», «μεσάζοντες» για να προετοιμάσουν τη
«συνθηκολόγηση»! Πόσες φορές «τα σπάσαμε»! Πόσες «τα ξαναβρήκαμε»! Πάντα για
διαφωνίες αγεφύρωτες πάνω σε θέματα θεωρητικά, ή και πολιτικά και πάλι απ’ την
αρχή, ώσπου γεράσαμε…
Δεν θα ξεχάσω όμως όσο ακόμα ζω δύο σκηνές της φιλίας
μας, εκείνη, όταν μου είχες δώσει να διαβάσω ένα γραπτό σου και είχες έρθει στο
γραφείο μου για να σου πω τη γνώμη μου. Το δοκίμιο μου άρεσε πολύ, είχα, ωστόσο,
μερικές παρατηρήσεις να κάνω, ήξερα πως ήσουν τύπος που δεν δεχόταν καθόλου
εύκολα την κριτική, αλλά κι εγώ τύπισσα που δεν δίσταζε να πει τη γνώμη της.
Σκέφτηκα, μπορεί να θυμώσει, μπορεί και να μου κακομιλήσει, άμα τον πιάσει δεν
μαζεύεται με τίποτα και η σχέση μας θα γίνει σμπαράλια! Όμως, το τόλμησα. Και
τότε, μου αποκαλύφθηκε ένας άλλος
Μαρωνίτης. Όταν είχα καταθέσει τις παρατηρήσεις μου, ξέσπασες: «Τι μου λένε
αυτοί οι δύο κόλακες εκεί μέσα; Σ’ ευχαριστώ για όσα μου είπες. Έμαθα.» Κι
εκείνο το βράδυ, όταν τελειώσαμε και οι δύο κάποιες εργασίες που γράφαμε τη
ίδια ακριβώς στιγμή, και χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπες έρχομαι να στο
διαβάσω, και να μου διαβάσεις το δικό σου, εκείνο το βράδυ, όταν το γιορτάσαμε
με το καθιερωμένο «ουϊσκάκι», ήξερα πια πως στη ζωή, μπορεί οι δρόμοι της
άστατης φιλίας μας να χώριζαν, αλλά ο δεσμός της σκέψης, του ερευνητικού μόχθου
και της γραφής μας, θα ήταν παντοτινός. Τώρα που κόπασε για σένα η θύελλα και ο
παροξυσμός, εγώ γαλήνια θα σε ανακαλώ στη μνήμη, κι αν η ζωή μου πέτρωσε πια το
δάκρυ, όπως της Νιόβης, από τη μέρα του θανάτου σου, το μάτι μου το πνίγει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου