ΔΙΗΓΗΜΑ
Ομιλία/performance της Αιμιλίας Παπαφιλίππου με τίτλο "Το νήμα" με σύμπραξη, στον ήχο, του Ευθύμη Θεοδόση. Πλατεία Σωτήρος, Κίμωλος |
ΤΗΣ ΤΖΟΥΛΙΑΣ ΦΟΡΤΟΥΝΗ
Τη λέγανε Μαρία κι έμενε στον καταυλισμό που έστηναν
οι δικοί της, πλάι στο υδραγωγείο. Ερχόταν την άνοιξη και έφευγε
το φθινόπωρο. Μαζί με τους πελαργούς του χωριού, γιατί τα χελιδόνια στον τόπο
μας είχαν αυθαίρετα δρομολόγια. Κάθε φορά που ερχόταν, την έστηνε έξω από το
σχολείο μέχρι να σχολάσω κι ύστερα μ’ ακολουθούσε ως το σπίτι. Την έβλεπα πίσω
από το παντζούρι του καλού δωματίου μας, να στέκεται μπροστά στη σιδερένια
πόρτα της αυλής. Άλλοτε να περιεργάζεται τα περίτεχνα κάγκελα κι άλλοτε να
κοιτάζει επίμονα το παράθυρο. Κυρίως, κόλλαγε το βλέμμα
της πάνω
στο κόκκινο ποδήλατό μου, που ήταν αφημένο
δίπλα στη βρύση.
Ύστερα, εγώ μετακινούσα τη σερβάντα και έσερνα το μεγάλο
τραπέζι μπροστά από εκείνο το παράθυρο. Άνοιγα το παντζούρι και τραβούσα
ελαφρώς τη βαριά κουρτίνα. Τοποθετούσα τα βιβλία μου εκεί κι έκανα πως
μελετούσα. Η δικαιολογία μου ήταν πως διαβάζω στο καλό δωμάτιο και όχι στην
κουζίνα, όπως συνήθως, γιατί χρειάζομαι φως και ησυχία. Εγώ, που λάτρευα το
σκοτάδι και τους συνήθεις ήχους του σπιτιού…
Παρατηρούσα έτσι τη Μαρία, ξέροντας πως εκείνη δεν με
βλέπει. Είχε ψηλώσει από πέρυσι, με είχε φτάσει σχεδόν.
Μάλλον φορούσε ρούχα από μεγαλύτερα κορίτσια. Και τακούνια. Μια ακαθόριστη
συστολή, αλλά περισσότερο η αναμονή μιας γνώριμης τελετουργίας μ΄ εμπόδιζε πάντα να πάω πρώτη να της μιλήσω. Έπαιρνε μέρες, κάθε
φορά, η προσέγγισή μας.
Συνήθως μιλούσαμε την πρώτη Κυριακή, μετά τον ερχομό της.
Με περίμενε στην εκκλησία. Όταν τέλειωνε το
αβάσταχτο μαρτύριο της ορθοστασίας και της αναμονής με το «Δι’ ευχών», πετούσα
από τα κάγκελα στην αυλή τα κόκκινα λουστρίνια και τις λευκές μου κάλτσες κι
άρχιζα το ανελέητο τρέξιμο. Πίσω μου έτρεχε λαχανιασμένη η Μαρία. Διασχίζαμε όλο τον κάτω μαχαλά. Εγώ
μπροστά κι εκείνη πίσω. Να ρίχνω κλεφτές ματιές να δω αν μ΄ ακολουθούσε μετά τις στροφές.
Η συνέχεια προδιαγραμμένη. Δυο κορίτσια ξυπόλυτα, με
σκούρο δέρμα, ψιλόλιγνα, με μπερδεμένα μαύρα μαλλιά να τρέχουν μέσα στα
αμπέλια. Ώσπου ξέπνοες, φτάναμε στο ποτάμι. Εκεί ξαπλώναμε στο ανάχωμα και αφού
παίρναμε μιαν ανάσα, βάζαμε τα γέλια. Γέλια ασταμάτητα και αναίτια.
Ώσπου η Μαρία έβγαζε από την τσέπη της ένα ζευγάρι μεγάλα
σκουλαρίκια. Από αυτά που πουλούσαν φαντάζομαι οι δικοί της στα πανηγύρια. Ένα
για μένα, ένα για κείνη. Με κλιπς, κουμπωτά. Γιατί τα
αυτιά μας δεν ήταν ακόμη τρυπημένα. Η πρώτη λέξη λοιπόν ήταν συνήθως δική μου
και ήταν πάντα: «Αχ τι όμορφα!» Όλο το καλοκαίρι στραφτάλιζαν τα σκουλαρίκια
στ’ αυτιά μας. Το αριστερό εγώ, το δεξί αυτή. Πολλές φορές τα χάναμε, αλλά
πάντα τα ξαναβρίσκαμε, λες και υπήρχε μια θεά, η θεά των χαμένων σκουλαρικιών,
όπως τη λέγαμε και μας τα αποκάλυπτε.
Το χειμώνα, όταν οι πελαργοί και η Μαρία αποδημούσαν, τα
σκουλαρίκια χάνονταν τελείως. Το δικό της ανάμεσα στα κιλίμια και στα μπακίρια των
τσαντιριών, το δικό μου στα σκαρφαλώματα και στ’ αγορίστικα παιχνίδια. Γιατί η
Μαρία ήταν η μοναδική φιλενάδα των παιδικών μου χρόνων. Μπορεί τότε να μη το
παραδεχόμουν – πώς να παρουσιάσω άραγε ένα γυφτάκι στην αγοροπαρέα μου, πώς να
πω στη μαμά μου πως παίζω με μια τσιγγάνα! Έφευγε
λοιπόν και μαζί της χάνονταν όλες οι κοριτσίτσικές μου ασχολίες.
Όμως ερχόταν πάλι. Με ένα ζευγάρι καινούρια σκουλαρίκια
κάθε φορά. Μακριά με κλιπς. Καθρεφτιζόμασταν στις γούρνες του ποταμιού, όσο
ακόμα κρατούσαν νερό. Μερικές φορές βγάζαμε όλα μας τα ρούχα και βουτούσαμε.
Κολυμπούσαμε άφοβα ανάμεσα σε βατράχια και νερόφιδα, προσέχοντας μη βρέξουμε τα
μαλλιά μας και …το σκουλαρίκι μας. Ύστερα βγαίναμε και ξαπλώναμε πάνω στις
ζεστές κροκάλες. Πάντα σε απόσταση. Παρατηρούσαμε κρυφά η μια το γυμνό κορμί
της άλλης και ειδικά τα στήθη που ήδη άρχιζαν να σχηματίζονται. Γελούσαμε και
πάλι. Ασταμάτητα και αναίτια.
Σαν έπιαναν οι ζέστες και στέρευαν οι γούρνες, ψάχναμε
στο ανάχωμα, εκεί που πετούσαν τα σκουπίδια οι χωρικοί, κανένα σπασμένο καθρέφτη
να γυαλιστούμε. Βρίσκαμε και κουρέλια και παπούτσια με τακούνια και παίρναμε
χιλιάδες γυναικείες πόζες. «Είσαι μποζιάρα!» έλεγε και γελούσαμε πάλι.
Μια φορά την ακολούθησα στον καταυλισμό. Γνώρισα τη
γιαγιά της, μια ξεδοντιάρα γύφτισσα, που δεν είχε καμιά σχέση με τη γοητευτική
μου Μαρία. Γονείς δεν είχε γνωρίσει. Μπήκα μαζί της στο τσαντίρι και κάθισα
πάνω σε μια καμηλό κουβέρτα. ‘Έφαγα μαζί τους, από κείνο το ζυμάρι που έψηναν
στη χόβολη. Εγώ, η πάντα μίζερη στο φαγητό…
Μου άρεσε η ελευθερία της. Το ανέγγιχτό της. Ο τρόπος που
ερχόταν, που έφευγε. Γιατί όταν έφευγε, δεν με αποχαιρετούσε. Ούτε καν μου
έλεγε : «θα φύγω». Ξαφνικά μια μέρα ο καταυλισμός, πλάι στο υδραγωγείο εξαφανιζόταν. Λες και τον ρουφούσε το
ποτάμι. Βέβαια με τον καιρό, άρχιζα να το διαισθάνομαι. Από την ανησυχία των
πελαργών.
Την τελευταία φορά που ήρθε, πλησιάζαμε τα έντεκα. Ακόμα
την περνούσα στο μπόι, αλλά είχαν στρογγυλέψει οι γοφοί της και το στήθος της
διαγράφονταν, παρά τα φαρδιά της ρούχα. Τρέξαμε πάλι στο ποτάμι. Εγώ μπροστά,
εκείνη πίσω. Αυτή τη φορά όμως τα μάτια της ήταν αλλιώτικα. Κοιτούσαν αλλιώς.
Και δεν γελούσε. Όταν της είπα να βγάλουμε τα ρούχα μας και να πέσουμε στο
ποτάμι, δεν ήθελε. Είχε όμως μαζί της -όπως πάντα- ένα καινούριο ζευγάρι
σκουλαρίκια. Μακριά και αστραφτερά, όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά αυτή τη φορά όχι με
κλιπς. Τρυπητά.
Την κοίταξα με απορία. «Δεν νομίζεις πως μεγαλώσαμε
αρκετά;» μου είπε κοφτά. «Πάμε λοιπόν να τα τρυπήσουμε».
Δίπλα στο ποτάμι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πετούν διάφορα
σκουπίδια. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας ως τότε, με τη Μαρία. Αυτή τη φορά όμως η
φιλενάδα μου, δεν ανακάλυψε πολύχρωμα κουμπάκια, τακούνια και υφάσματα. Έψαχνε
κάτι συγκεκριμένο. Και το βρήκε.
Ήρθε με μια βελόνα, μια σακοράφα, σαν αυτή που έραβε τα
σακιά ο παππούς μου κι ένα κομμάτι σπασμένο καθρέφτη, απ’ αυτά που άλλοτε
γυαλιζόμασταν. «Έλα» μου είπε «θα το κάνω πρώτα εγώ». Τα μάτια της έλαμπαν.
Αλλιώς.
Δεν ξέρω αν ήταν η κοφτή πνιγηρή κραυγή που έβγαλε, όταν
η βελόνα πέρασε τον δεξιό της λοβό απ’ άκρη σ’ άκρη, ή η δική μου ανατριχίλα
στη θέα του φριχτού μορφασμού που πήρε τ΄ όμορφο πρόσωπό της. Άρχισα να τρέμω.
«Κότα!» μου φώναξε. «Όταν θα σε λαμανίσουν οι άντρες, τότε να δω τι θα κάνεις!»
Με κοίταξε αγριεμένη με κείνα τα κατάμαυρα μάτια της. «Τράβα σπίτι σου!
Μποζιάρα!»
Άρχισα να τρέχω μες στ’ αμπέλια. Ήταν ραντισμένα και τα
μάτια μου έτσουζαν, μια από τα φυτοφάρμακα και μια από τον πανικό. Κάποια
στιγμή κοντοστάθηκα. Μήπως μ΄ ακολουθεί; Όχι. Κανείς δεν έτρεχε πίσω μου.
«Προδότρα!» φώναξα και τα ’βαλα με τον εαυτό μου. Άρχισα να τρέχω στην αντίθετη
κατεύθυνση. Πίσω προς το ποτάμι. Καμιά φορά στα όνειρά μου ακόμη και τώρα,
νιώθω εκείνο το λαχάνιασμα. Σαν να τρέχω με όλη μου τη δύναμη επιτόπου και να
μη κάνω ούτε βήμα.
Όταν έφτασα δεν ήταν πια εκεί. Κάθισα ξέπνοη στο ανάχωμα,
δίπλα στην πεταμένη σακοράφα. Το γυαλί έλειπε. «Θα το πήρε μαζί της για να
βλέπει το τρυπητό της σκουλαρίκι, η μποζιάρα», σκέφτηκα. Πέταξα με θυμό το δικό
μου τρυπητό σκουλαρίκι, που μέχρι τότε κρατούσα σφιχτά στο χέρι, στη γούρνα με
το νερό. Έμεινα για ώρα να παρατηρώ τους ομόκεντρους κύκλους που σχηματίζει η
απώλεια.
Η Μαρία ξεψύχησε στην αίθουσα αναμονής του Κρατικού
Νοσοκομείου Τρικάλων, δυο μέρες αργότερα. Από τέτανο είπαν οι γιατροί. Ψηνόταν
στον πυρετό. Δεν υπήρχαν βλέπετε κρεβάτια για τα γυφτάκια στο νοσοκομείο.
Ήταν η δεύτερη φορά που επισκέφτηκα τον καταυλισμό. Αυτή
τη φορά όχι κρυφά, αλλά μαζί με τη δική μου γιαγιά. Επίσημα. Όλοι άλλωστε από
το χωριό πέρασαν να συλλυπηθούν. Για το κακότυχο το γυφτάκι. Τη δική μου τη
Μαρία. Τότε έμαθα πως τα σκουλαρίκια της τα χάριζε κάθε πρώτη του Μάρτη, ο
αρραβωνιάρης. Ένας σαρανταπεντάρης πλούσιος γύφτος από την Καρδίτσα. Έθιμο της
δικής του φυλής. Με κλιπς όσο κρατούσε ο αρραβώνας. Όταν όμως την παντρευόταν
και την ξεπαρθένευε, θα έπρεπε να τρυπήσει και τα αυτιά της. Η δική μου η
ανέγγιχτη Μαρία!
Εκείνη τη χρονιά οι πελαργοί έφυγαν μόνοι τους. Και ξανάρθαν μόνοι. Άργησα πολύ να τρυπήσω τα δικά μου αυτιά∙ πολύ συχνά, ακόμη και τώρα, χάνω ένα από τα σκουλαρίκια
μου. Συνήθως το δεξί.
1 σχόλιο:
Πολύ ωραιο διήγημα. Λιτό, άμεσο, εκφράζει ζωντανά την παιδική αμέριμνη αλλά και ευαίσθητη ψυχή.
Δημοσίευση σχολίου