ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ
ΠΟΛΙΤΗ
Μετά
τις συγκλονιστικές επιπτώσεις του Brexit στην κομματική σκηνή της Αγγλίας, το συντηρητικό
κόμμα επέλεξε για δεύτερη φορά στην ηγεσία μια γυναίκα: την Τερέζα Μέι. Καθώς
οι επιτυχίες γυναικών στην κατάκτηση κυβερνητικών θέσεων, όπως στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές στην Ιταλία, αυξάνουν, έρχεται
και πάλι στο προσκήνιο το θέμα που απασχολεί εδώ και χρόνια τη φεμινιστική
θεωρία και τις Σπουδές Φύλου: τη σχέση Γυναίκας-
Εξουσίας. Μια σύντομη αναδρομή ίσως δεν θα ήταν άκαιρη, αν κρίνουμε ότι το
φεμινιστικό κίνημα, γενικότερα, βρίσκεται σε ύφεση.
Οι βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις θα
μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: η Γυναίκα, αναλαμβάνοντας θέση εξουσίας εντός
του ανδροκρατικού συστήματος στο οποίο ζούμε, καλείται να αφομοιωθεί πλήρως με
το ανδρικό πρότυπο του ρόλου, σε βάρος της γυναικείας ταυτότητάς της. Σε
αντίθεση, η άλλη προσέγγιση υποστηρίζει ότι η γυναίκα φέρνει ένα άλλο «άρωμα»
στην εξουσία: στην ψυχρή, εγωκεντρική ανδρική «λογική», αντιπαραβάλλεται η αξία
του συναισθήματος, της «καρδιάς». Η γυναίκα, είναι λιγότερο επιθετική, πιο
ειρηνική, πιο συνεργάσιμη, αφού στην ψυχολογία της υπερισχύει το κοινό καλό παρά
το ατομικό συμφέρον.
Και
οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν δεχτεί κριτική, με το σκεπτικό ότι αναπαράγουν
ανδροκρατικές αντιλήψεις: η πρώτη, επειδή υιοθετεί τη σκοπιά του ανδρικού βλέμματος,
το οποίο προβάλλει πάνω γυναίκα την ομοφοβική «διαφορά» του, προκειμένου να επιβεβαιώσει
τον «ανδρισμό» του. Για παράδειγμα, το χιτλερικό μουστάκι στο πρόσωπο της Ά.
Μέρκελ, την καθιστά υπόδειγμα γυναίκας που έχει αφομοιωθεί πλήρως με το ανδρικό
πρότυπο, άρα, η ετερόφυλη διαφορά απειλείται.
Η δεύτερη προσέγγιση έχει δεχτεί κριτική, ακριβώς επειδή έρχεται να
ικανοποιήσει την ανδρική επιθυμία: επαναφέροντας την ουσιοκρατική, βιολογική αντίληψη
περί φύλου, η γυναίκα ταυτίζεται εδώ με το σημαινόμενο της «θηλυκότητας»: έτσι,
η κ. Μαριάννα Λάτση, ως πρέσβειρα «καλής θελήσεως», εκπροσωπεί ακριβώς το
ανδρικό εκείνο βλέμμα που φαντασιώνεται το γυναικείο υποκείμενο εξουσίας ως το
καλό, μητρικό αντικείμενο του πόθου του.
Όπως
είναι πρόδηλο, και οι δύο αυτές προσεγγίσεις παραβλέπουν το γεγονός ότι η
έννοια «εξουσία», καθ’ εαυτή, δεν έχει φύλο.
Έχει μόνο πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Συνακόλουθα, ο τρόπος με
τον οποίο εξασκείται η εξουσία δεν εξαρτάται από το αν τη θέση κατέχει ένας
άνδρας ή μια γυναίκα, αλλά από το πολιτικοκοινωνικό σύστημα και την ιδεολογία
που καθορίζουν τη στρατηγική και πρακτική του υποκειμένου της εξουσίας.
Στο
σημείο αυτό, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι όλα τα πολιτικά συστήματα εξουσίας
είναι ανδροκρατικά, δεδομένου ότι αποτελούν κατασκευές της ανδρικής νόησης, με εξαίρεση
εκείνο το μοναδικό, της Μητριαρχίας, που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Και σ’
αυτή την περίπτωση, ωστόσο, δεν έχουμε παρά μια αντιστροφή των ρόλων με βάση το
φύλο: το σχεσιακό σχήμα εξουσιαστής/ εξουσιαζόμενος διατηρείται ανέπαφο. Έτσι, ακόμα
και η πλέον ρομαντική Ουτοπία ενός μητριαρχικού, κοινωνικοπολιτικού συστήματος
εξουσίας δεν θα μπορούσε να σταθεί, αν δεν καταργούσε το δεύτερο σκέλος του
σύνθετου όρου: εκείνο της Αρχής.
Η
θεωρητική ενασχόληση με το θέμα «Γυναίκα-Εξουσία», έχει δύο παραμέτρους: η μία,
αφορά τη γυναίκα ως υποκείμενο εξουσίας,
η άλλη, ως αντικείμενο εξουσίας. Αυτή
η διαφορά είναι σημαντική, δεδομένου ότι θέτει σε αμφισβήτηση τη θέση ότι το «γυναικείο
φύλο» αποτελεί ένα ομογενοποιημένο σύνολο, απέναντι σε ένα άλλο ομογενοποιημένο
σύνολο, το «ανδρικό φύλο». Η θέση αυτή, η οποία βασίζεται στη βιολογική αντίληψη
της έμφυλης διαφοράς, παραβλέπει τις ταξικές, φυλετικές, εθνικές και άλλες
αντιθέσεις που τέμνουν και τα δύο φύλα και, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι είτε
το υποκείμενο εξουσίας είναι άνδρας, είτε
γυναίκα, ο άλλος, ή η άλλη, καθίσταται αντικείμενο της ισχύος τους. Έτσι, κοινωνικά φαινόμενα, όπως, π.χ.,
ο «ρατσισμός», ο «εθνικισμός», η «ομοφοβία» και οι ταξικές διακρίσεις, εμφιλοχωρούν
στην κοινωνική κατασκευή και των δύο φύλων, εφόσον, εξ ορισμού η Εξουσία
προϋποθέτει, ανεξαρτήτως φύλου, το δίδυμο υποκείμενο/αντικείμενο,
εξουσιαστής/εξουσιαζόμενος, προσφέροντας έτσι έδαφος στην ιδεολογική και
πολιτική χειραγώγηση και εκμετάλλευση.
Η
αριστερή, φεμινιστική θεωρία, και το αριστερό φεμινιστικό κίνημα, στόχευσε μιας
απαρχής στην αποδόμηση των παραπάνω θεωρητικών θέσεων αφού, σε τελική ανάλυση,
συντηρούν και αναπαράγουν το στάτους κβο. Το κυριότερο, εντόπισε και ανέλυσε
τις παγίδες του καπιταλιστικού Συστήματος, προκειμένου να οικειοποιείται προς
ίδιον όφελος τα αιτήματα της φεμινιστικής πάλης και άλλων κινημάτων. Γιατί, όπως
γνωρίζουμε, τίποτα δεν «χαρίζεται» από το Σύστημα αυτό, χωρίς το αντίστοιχο
κέρδος. Έτσι, ενώ διάφορα αιτήματα του κινήματος ικανοποιήθηκαν και
κατοχυρώθηκαν ακόμα και με νόμους∙ ενώ η ισότητα μισθών μεταξύ ανδρών και
γυναικών στη δημόσια σφαίρα αποτελεί πλέον κεκτημένο∙ η «ισότητα» αυτή, για
ευνόητους λόγους, παραμένει ακόμα ζητούμενο στον ιδιωτικό τομέα.
Εδώ,
θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι η «ατζέντα» του τέταρτου φεμινιστικού κινήματος
παραμέρισε και αυτά και άλλα αιτήματα, καθώς και τις προηγούμενες μορφές πάλης.
Μάλιστα, στράφηκε με εσωστρέφεια στην ανάγκη «απογαλακτισμού» από τη θεωρητική κληρονομιά
των προηγούμενων γενεών. Έτσι, π.χ., ενώ το κίνημα των δεκαετιών 1970-1990 είχε
εν πολλοίς κερδίσει τη μάχη να μην εμφανίζονται τα σεξιστικά γυναικεία
στερεότυπα στις διαφημίσεις, και να μην εξευτελίζεται στις τηλεοράσεις το
γυναικείο σώμα ως χυδαίο «αντικείμενο πόθου», σήμερα, όταν ο τηλεοπτικός φακός
εστιάζει με κυνική εμμονή στα οπίσθια γυναικών με στριγκάκι, που είναι
ξαπλωμένες στις παραλίες ή μπαίνουν «πεταχτούλες» στο κύμα, δεν εκφράζεται καμιά
οργή, καμιά αντίδραση δεν οδηγεί σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από τους
τηλεοπτικούς σταθμούς, καμιά αρθρογραφία δεν στηλιτεύει αυτή τη χυδαία
ηδονοβλεψία του γυναικείου σώματος. Η μόδα, έρχεται να συμπληρώσει αυτή τη νέα,
σκοποφιλική μορφή της «απελευθέρωσης» του γυναικείου σώματος: διάφανα υφάσματα,
βαθιά, γυμνόστηθα ντεκολτέ, γυμνός αφαλός, γυμνοί μηροί, ενώ τα γυμναστήρια έχουν
αναλάβει να μετατρέψουν όλες τις νέες γυναίκες σε ένα πανομοιότυπο πρότυπο: ακριβώς
όπως οι ανθρώπινες φιγούρες στους πίνακες του Γαΐτη, που μας παραπέμπουν στα κρυφά
«εργαστήρια» της Εξουσίας, όπου κατασκευάζεται ο Μονοδιάστατος άνθρωπος.
Στο
άλλο άκρο, βλέπουμε το ίδιο το γυμνό, γυναικείο σώμα να έχει γίνει μέρος του
θεάματος της πολιτικής «διαμαρτυρίας». Οι καλλίμορφες, γυμνόστηθες, νεαρές ΦΕΜΕΝ,
στεφανωμένες με λουλούδια, έχουν μετατρέψει το γυναικείο σώμα σε αισθητικό,
τηλεοπτικό θέαμα, ποζάροντας σαν μεταμοντέρνες αποτυπώσεις της «Primavera» του Botticelli. Δεν είναι τυχαίο, πως
όταν οι αστυνομικοί σπεύδουν να τις απομακρύνουν, τις μεταφέρουν λες και είναι πίνακες ζωγραφικής και όχι ζωντανά
σώματα!
Εντέλει, το θέμα «Γυναίκες και Εξουσία» δεν
μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από το γενικότερο θέμα της Εξουσίας. Γιατί, στην
εποχή που ζούμε, το Υποκείμενο της Εξουσίας
μοιάζει να είναι ένα και μοναδικό και όλες οι άλλες υποδιαιρέσεις αντικείμενα που εξουσιάζει. Αν αυτό δεν
γίνεται άμεσα διακριτό, είναι γιατί ταυτόχρονα καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της
επιλογής και της αυτονομίας.
***
Είναι
πλέον κοινός τόπος ότι η «κρίση» που ζούμε σήμερα, είναι απόρροια της
στρατηγικής της παγκόσμιας, νεοφιλελεύθερης, χρηματοπιστωτικής Αγοράς, κύριος στόχος
της οποίας είναι να καθυποτάξει τα πάντα σε αντικείμενο της δικής της εξουσίας,
ακόμα και την Πολιτική Εξουσία. Φροντίζει, ωστόσο, να παράγει στους πολίτες την
ψευδαίσθηση του «Ως Εάν»: ως εάν οι κυβερνήσεις να αποτελούν
αυτόνομα υποκείμενα εξουσίας, ως εάν η
λιτότητα να είναι μέσο σωτηρίας της οικονομίας, ως εάν η παγκοσμιοποίηση και πολυπολιτισμικότητα να οδηγούν στην
αδελφοποίηση των εθνών, ως εάν το
σώμα μας να μας ανήκει, τη στιγμή που του στερούν την ιατρική περίθαλψη!
Μέσω
αυτής της πανουργίας, ακυρώνονται και όλα τα εργατικά δικαιώματα που είχαν
κερδηθεί με αιματηρούς αγώνες. Τώρα, αν η πολιτική εξουσία εμφανίζεται να διαθέτει
την ισχύ ώστε να ικανοποιήσει τα αιτήματα ορισμένων κινημάτων, αυτό οφείλεται
στο γεγονός ότι όχι μόνο δεν βλάπτουν, αλλά εξυπηρετούν απόλυτα τα συμφέροντα
του χρηματοπιστωτικού Συστήματος και τη δομή της νέας κοινωνίας που
προετοιμάζει, με τη βοήθεια της τεχνολογίας και των βιοεπιστημών. Ίσως, δεν
έχουμε ακόμα αντιληφθεί πως μια πραγματική τραγωδία
παίζεται στην παγκόσμια σκηνή, που μάταια αναζητά έναν Σαίξπηρ για να την δραματοποιήσει:
ο άνισος αγώνας επιβίωσης της Πολιτικής εξουσίας, απέναντι στους αλαζόνες
εκπροσώπους του παμφάγου Ηγεμόνα Μολώχ.
Ο
μεταμοντέρνος άνθρωπος, καλείται σήμερα να ζει εντός ενός παράδοξου ιστορικού
χρόνου. Ενός χρόνου, ο οποίος κινείται «προοδευτικά» προς το μέλλον, στέλνοντας αστροναύτες να
περπατούν ανέμελα στον πλανήτη Άρη, ενώ ταυτόχρονα οπισθοχωρεί ταχύτατα προς το
παρελθόν, αναπαράγοντας τις άθλιες
συνθήκες ζωής του βιομηχανικού 19ου αιώνα. Οι σύγχρονες τεχνολογίες
του χρόνου στοχεύουν τόσο στην εξάλειψη της μνήμης όσο και της προσδοκίας. Έτσι,
η ανθρώπινη ζωή στερείται πλέον τη μορφή ενός συνεκτικού αφηγήματος, και περιορίζεται
σε ένα ψυχαναγκαστικά επαναλαμβανόμενο σήμερα,
το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται εν πολλοίς από τα τηλεοπτικά μέσα. Τα
συναισθήματα ατονούν, γιατί καμιά ανθρώπινη ψυχή δεν διαθέτει το εύρος ώστε να
υποδεχτεί όλα όσα της μεταδίδουν τα Δελτία Ειδήσεων: πολέμους, σφαγές,
μεταναστευτικές ροές, δολοφονίες, εκθαμβωτικές δεξιώσεις, γάμους και διαζύγια
επιφανών, εξαθλιωμένους άστεγους, επιδείξεις Μόδας, σκελετωμένα από την πείνα
παιδιά, καταστροφές ανεκτίμητων μνημείων…
Τι να Κάνουμε;
Πρώτο μέλημα, όσο ακατόρθωτο κι αν φαίνεται, είναι να απεγκλωβιστούμε από το Ως Εάν, ώστε να απεγκλωβίσουμε και την
πραγματικότητα από το μύθο. Δεύτερο, να ξεπεράσουμε τις διαχωριστικές γραμμές
και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, άντρες και γυναίκες, σε ένα κοινό αγώνα ώστε να διεκδικήσουμε τη
θέση του υποκειμένου της εξουσίας. Κι
αυτό, δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξασφαλίσουμε την ηγεμονία της πολιτικής
εξουσίας. Αυτή, πιστεύω, είναι και η ουσιαστική μάχη που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα,
μαζί με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Όσο άνισος και αν μοιάζει αυτός ο αγώνας,
είναι η μόνη ελπίδα για να σωθεί η Δημοκρατία.
Η
Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής λογοτεχνίας στου ΑΠΘ
Βλάσης Κανιάρης, Παιδική
φιγούρα από την εγκατάσταση «Δωμάτιο» (Πορτρέτο της
Ιωάννας- Ειρήνης), 1974,
μεικτή τεχνική, 114 x 35 x 18 εκ., Ιδιωτική συλλογή
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου