Θεοδώρα Πανταζοπούλου, Ήμουν
εδώ, εγκατάσταση, χώμα, διαστάσεις μεταβλητές
|
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου, Κόκκινος Δεκέμβρης. Το ζήτημα της
επαναστατικής βίας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα
Ιστορικές αναλογίες
Η προπαγανδιστική εργαλειοποίηση της επαναστατικής βίας
από το αντίπαλο στρατόπεδο δεν αποτέλεσε φυσικά πρωτοτυπία των αθηναϊκών
Δεκεμβριανών. Με αντίστοιχη υπερπροβολή της «θηριωδίας» των ντόπιων
απελευθερωτικών κινημάτων επιχειρήθηκε την ίδια χρονιά η πολιτική νομιμοποίηση
της παλινόρθωσης (από τα βρετανικά –κι εδώ– στρατεύματα) της γαλλικής
αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα και της ολλανδικής στην Ινδονησία. Στην πρώτη
περίπτωση, η αντεπαναστατική προπαγάνδα επικεντρώθηκε στις βιαιότητες που
διέπραξαν βιετναμέζοι «συμμορίτες» σε βάρος μιας εκατοντάδας ευρωπαίων εποίκων
και των εγχώριων παλλακίδων τους στη συνοικία Σιτέ Ερώ της Σαϊγκόν, την επαύριο
της ανακατάληψης της πόλης από τις γαλλοβρετανικές δυνάμεις (25.9.1945)[1]. Στη
δεύτερη, η πολύνεκρη «ανάκτηση» του Μπαντούγκ και της Σουραμπάγια το φθινόπωρο
του 1945 δικαιολογήθηκε ως επιχείρηση τερματισμού των διώξεων που είχαν υποστεί
από τους ινδονήσιους εθνικιστές, Ολλανδοί, μιγάδες και Κινέζοι αυτών των
περιοχών[2]. Σε
παρεμφερή πτωματολογία κατέφυγαν επίσης οι γαλλικές αποικιακές αρχές για να δικαιολογήσουν
τα λουτρά αίματος στο Σετίφ της Αλγερίας (Μάιος 1945) και την Μαδαγασκάρη
(1947)[3], και
ο αμερικανικός στρατός στην Κορέα προκειμένου να συγκαλυφθεί η συστηματική
σφαγή 100.000 τουλάχιστον αριστερών Νοτιοκορεατών από το εκεί φιλοδυτικό
δικτατορικό καθεστώς μέσα στις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, το καλοκαίρι του
1950[4]. Τα
δρακόντεια πάλι μέτρα καταστολής του αντάρτικου των Μάου Μάου από τις
βρετανικές αποικιακές αρχές της Κένυα υποστηρίχθηκαν προπαγανδιστικά με την
επεξεργασία και προβολή του στερεοτύπου ενός οπισθοδρομικού αντιπάλου, που
επιδιδόταν σε ανορθόδοξες τελετές ορκωμοσίας και τερατώδεις φρικαλεότητες σε
βάρος λευκών γαιοκτημόνων και νομιμοφρόνων ιθαγενών[5].
Στην περίπτωση, ωστόσο, της Αθήνας η προσφυγή στην
πτωματολογία υπήρξε πολύ πιο αναγκαία για τους αρχιτέκτονες της βρετανικής
επέμβασης και τους εγχώριους συνοδοιπόρους τους, δεδομένου ότι –σε αντίθεση με
τα περισσότερα αντιαποικιακά κινήματα– το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ διέθεταν την πρότερη
καλή μαρτυρία της συμβολής τους στην πολεμική προσπάθεια κατά του Άξονα, μιας
συμβολής που είχε πολλαπλά υμνηθεί κατά το προηγούμενο διάστημα από τη
συμμαχική προπαγάνδα. Το πιστοποιεί η αρχική αντίδραση του αγγλοσαξωνικού Τύπου
και των Εργατικών απέναντι στη βίαιη καταστολή του εαμικού κινήματος από τα βρετανικά
όπλα[6] και,
ακόμη περισσότερο, η εμφανής αμηχανία που διαπερνά τα πρώτα κινηματογραφικά
«επίκαιρα» από τη μάχη της Αθήνας[7].
Ως συγγενέστερο δείγμα προπαγάνδας μπορεί ως εκ τούτου
να θεωρηθεί η καμπάνια της Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ (USIS) και του Τμήματος Πολιτικού Πολέμου του
νοτιοβιετναμικού στρατού, γύρω από τις ομαδικές εκτελέσεις που υποτίθεται ότι
συνόδευσαν τη βραχύβια απελευθέρωση της πόλης Χουέ από τους Βιετκόνγκ στη
διάρκεια της επίθεσης του Τετ, το Φεβρουάριο του 1968 – μολονότι, στην τελευταία
αυτή περίπτωση, η χάλκευση των πραγματικών γεγονότων πήρε διαστάσεις απείρως
μεγαλύτερες από τις όποιες ελληνοβρετανικές επιδόσεις[8].
Στο εσωτερικό πεδίο, η πρόσληψη του «ερυθρού τρόμου»
των Δεκεμβριανών από την αστική προπαγάνδα και φιλολογία εμφανίζει εκπληκτικές
ομοιότητες με τα αντίστοιχα φαινόμενα που συναντάμε μετά την παρισινή Κομμούνα
του 1871. Το διάταγμα της Κομμούνας «περί ομήρων» (5.4.1871) και η πρόβλεψη
αντιποίνων για τις αθρόες εκτελέσεις που είχαν αρχίσει να πραγματοποιούν στα περίχωρα
της πόλης τα «νομιμόφρονα» στρατεύματα των Βερσαλλιών, η σπασμωδική εφαρμογή
του κατά την ύστατη «ματωμένη εβδομάδα» του Μαΐου, με την εκτέλεση αρκετών
δεκάδων κληρικών και επιφανών πολιτών (αρχής γενομένης από τον αρχιεπίσκοπο
Παρισίων), η στοχευμένη καταστροφή της κατοικίας του πρωθυπουργού Θιέρσου, η
λεηλασία καθωσπρέπει σπιτιών και καταστημάτων από τον «όχλο» μέσα στο χάος της
κατάρρευσης, ο εμπρησμός κεντρικών κτιρίων που αποδόθηκε στις περίφημες pétroleusess,
αλλά και ο ηθικός πανικός που συνόδευσε την ορμητική εισβολή των «επικίνδυνων
τάξεων» στο προσκήνιο, όλα αυτά λειτουργούσαν σαν ένα déjà vu για τους
οργανικούς διανοουμένους της πολιορκημένης Σκομπίας∙ το ίδιο, φυσικά, και το
προηγούμενο της αμείλικτης καταστολής της παρισινής επανάστασης από τις
φάλαγγες του Μακ Μαόν και του Γκαλιφέ, με 20.000 περίπου συνοπτικές εκτελέσεις
κομμουνάρων (ή και απλώς υπόπτων προλεταρίων) μέσα σε λίγες μέρες[9].
Την αιματηρή επιβολή της «τάξης» στη γαλλική πρωτεύουσα
είχε ακολουθήσει μια μαζική βιβλιοπαραγωγή αντεπαναστατικών αφηγήσεων, με κοινό
κεντρικό άξονα την «ερυθρά τρομοκρατία» των ηττημένων[10] και
αιχμή του δόρατος τις αναμνήσεις πρώην ομήρων ή μαρτυρολογικές βιογραφίες
ορισμένων επώνυμων θυμάτων της Κομμούνας[11]. Έξι
απ’ αυτούς τους τίτλους έχουν εντοπιστεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας και
τουλάχιστον άλλοι τόσοι στην Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά, μαζί με δύο
ελληνόγλωσσες εκδόσεις της εποχής, παρεμφερούς περιεχομένου[12].
Όπως πληροφορούμαστε από μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή, η κάλυψη των
γεγονότων του 1871 από τον ελληνικό Τύπο της εποχής αναπαρήγαγε επίσης
λίγο-πολύ την πανευρωπαϊκή αντισοσιαλιστική προπαγάνδα για το ζήτημα[13].
Καθόλου περίεργο λοιπόν που η σύγκριση ανάμεσα στις δύο «ανταρσίες» και την «απερίγραπτην εγκληματικότητά» τους δεν
ήταν καθόλου ασυνήθιστη, τόσο στους κόλπους της αστικής αθηναϊκής διανόησης όσο
και στις σελίδες του φιλοκυβερνητικού Τύπου εκείνων των ημερών[14].
Οι «ομαδικοί τάφοι»
Όπως στα παραπάνω προηγούμενα, έτσι και στην περίπτωση
των Δεκεμβριανών η ιδεολογική λειτουργία της προβολής των «θηριωδιών» του
κοινωνικού και πολιτικού αντιπάλου υπερέβαινε σαφώς την εμφανή στόχευση της
αμαύρωσής του, νομιμοποιώντας παράλληλα (και κυρίως συγκαλύπτοντας) το λουτρό
αίματος που συνόδευσε την καταστολή της εξέγερσης. Οι ομαδικοί τάφοι του
Περιστερίου δεν δικαιολόγησαν μόνο τη δικαστική και εξωδικαστική δίωξη της
εαμικής αντίστασης ή τις προσπάθειες δραστικής αναδιάταξης του πολιτικού
σκηνικού, με επανενσωμάτωση κάθε λογής δωσιλόγων στον εθνικό κορμό. Στο καθαρά
πραγματολογικό πεδίο, χρησίμευσαν επίσης ως πρώτη ύλη για την αποσιώπηση του
μακελειού που είχαν προκαλέσει στις γειτονιές της Αθήνας οι πυκνοί βρετανικοί
βομβαρδισμοί, από ξηρά[15],
αέρα[16] και
θάλασσα[17],
αλλά και οι ελεύθεροι σκοπευτές, που χτυπούσαν χωρίς διάκριση ό,τι κινούταν στην
περίμετρο της πολιορκημένης Σκομπίας[18].
Βάσει των επίσημων στοιχείων της Ιατροδικαστικής
Υπηρεσίας Αθηνών, 500 περίπου άμαχοι σκοτώθηκαν από βρετανικά πυρά, στις
ανατολικές κυρίως συνοικίες της πρωτεύουσας[19]. Η
καταμέτρηση αυτή δεν περιλαμβάνει τις γειτονιές του Πειραιά, αλλά ούτε και το
Περιστέρι∙ το τελευταίο δέχτηκε στα τέλη Δεκεμβρίου πάνω από 4.000 οβίδες και
βόμβες, οι δε εφημέριοί του σε υπόμνημά τους προς τον Δαμασκηνό μία μέρα μετά
την έναρξη του βομβαρδισμού καταμετρούσαν ήδη 130 νεκρούς και 310 τραυματίες
μεταξύ του άμαχου πληθυσμού[20]. Για
440 νεκρούς και 957 τραυματίες αμάχους μονάχα στις ανατολικές συνοικίες έκανε
λόγο και η τοπική οργάνωση του ΚΚΕ, σε μπροσούρα που εξέδωσε λίγο μετά τα
γεγονότα[21].
Δεν πρόκειται μόνο για «παράπλευρες απώλειες» αλλά και για τα θύματα συνειδητής
επιλογής των επιτελείων της αντιεξέγερσης. «Οι
δυνάμεις μας δεν πρέπει να αισθάνονται αηδία όταν σκοτώνουν οποιονδήποτε
οπλοφορεί, πολίτες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι οι κάτοικοι ενός σπιτιού από όπου
προέρχονται πυρά πρέπει να συλλαμβάνονται ή να σκοτώνονται», διαβάζουμε
π.χ. στα συμπεράσματα του διοικητή της 23ης τεθωρακισμένης
βρετανικής ταξιαρχίας για τη δράση της μονάδας του στη μάχη της Αθήνας[22].
Εξίσου αποκαλυπτικές είναι και κάποιες στρατηγικότερες
στοχεύσεις, άμεσα συνυφασμένες με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εμφύλιας
σύρραξης: ο διοικητής της ελληνικής 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας,
Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ζήτησε π.χ. εγγράφως στις 14 Δεκεμβρίου από τον Σκόμπι
«να βομβαρδίζωνται σφοδρώς αι περιοχαί
(α) Αγ. Παρασκευής, (β) Αγ. Ιωάννη Κυνηγού και Γέρακας, (γ) Καισαριανής» ∙
εκτός από στρατιωτικούς λόγους, εξήγησε προφορικά στους Βρετανούς, η προσβολή
της τελευταίας (και της Κοκκινιάς), «όπου
ήσαν συγκεντρωμέναι αι οικογένειαι των κομμουνιστών», υπαγορευόταν από την
ανάγκη να πληγεί «το ηθικόν των
συμμοριτών, διότι διά πρώτην φοράν θα πονέσουν δι’ απώλειαν περιουσιών και
προσφιλών προσώπων»[23].
Στο πλαίσιο του ίδιου ψυχολογικού πολέμου εντασσόταν
και το τελεσίγραφο του Σκόμπι προς τους κατοίκους της εαμικής ζώνης
(20.12.1944), με το οποίο τους καλούσε «να
εκκενώσουν αμέσως κάθε περιοχήν εις ακτίναν 500 μέτρων» από τα πυροβόλα του
ΕΛΑΣ, για ν’ αποφύγουν τα καταιγιστικά πυρά που επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν[24].
Αυτό τουλάχιστον διαφαίνεται από τη χαιρέκακη αρθρογραφία του επίσημου κυβερνητικού
οργάνου, σχετικά με τα πλήθη των εσωτερικών προσφύγων από τα λαϊκά προάστεια
που έσπευσαν πανικόβλητοι ν’ αναζητήσουν ασφαλές καταφύγιο στη Σκομπία[25],
αλλά και από την ανακοίνωση του ίδιου του βρετανού αρχιστράτηγου, δύο μέρες
αργότερα, ότι «στην αμυντική μας ζώνη δεν
υπάρχει τόπος για όλους» – και, συνεπώς, όσοι δεν ήθελαν να υποστούν τις
συνέπειες των βομβαρδισμών έπρεπε «να
προσπαθήσουν να επιτύχουν την απομάκρυνσιν των κανονιών των στασιαστών» από
τις γειτονιές τους[26].
[1] Ραιημόν
Καρτιέ, Μεταπολεμική Παγκόσμιος Ιστορία,
Αθήνα 1970, τ. Α΄, σ. 98 ∙ Στεφάν Κουρτουά κ.ά., Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού, Αθήνα 2001, σ. 598 ∙ Peter Neville, Britain in Vietnam, Prelude to disaster, 1945-1946, Λονδίνο-Ν.
Υόρκη 2007, σ.
88-9.
[2] Καρτιέ 1970, τ.
Α΄, σ.
93-4
∙ Richard
McMillan, The British Occupation of
Indonesia, 1945-1946, Λονδίνο
2005, σ. 25
& 69-73 ∙
William Frederick, «The
killing of Dutch and Eurasians in Indonesia’s national revolution (1945-49): a
“brief genocide” reconsidered»,
Journal of Genocide Research, 14/3-4
(2012), σ. 359-80.
[3] Yves Bénot, Massacres coloniaux, Παρίσι
2001, σ. 9-48
& 118-23.
[4] Καρτιέ 1970, τ. Α΄, σ. 319 & 335-6 ∙ Marguerite Higgins, War in Korea, Ν. Υόρκη, 1951, σ. 209-11 ∙ U.S. Senate, Korean War Atrocities, Ουάσινγκτον 1954 ∙ Jon Halliday - Bruce Cumings, Korea. The Unknown War, Λονδίνο 1990, σ. 87-92 ∙ Dong Choon Kim, «Forgotten war, forgotten
massacres», Journal of Genocide Research,
6/4 (2004), σ. 523-54 ∙ Suh Hee-Kyung, «Atrocities before and during the Korean War»,
Critical Asian Studies, 42/4 (2010), σ. 553-88. Για μια ρητή επίκληση της
βίας του αριστερού αντάρτικου ως νομιμοποιητικής βάσης για τα κρατικά και
παρακρατικά «αντίποινα» που προηγήθηκαν της βορειοκορεατικής εισβολής: Carl & Shelley Mydans, Une
paix
violente, Παρίσι 1968, σ.
86-7.
[5] Καρτιέ 1970, τ.
Α΄, σ.
411-2 ∙Susan
L. Carruthers, Winning Hearts and Minds.
British Governments, the Media and Colonial Counterinsurgency, 1944-1960, Λονδίνο-Ν. Υόρκη 1995 σ.
156-70.
[6] Foster 1984 ∙ Thorpe 2006, σ. 1077-84 ∙ Γιαννοπούλου 2014, σ. 151-5. Επιλογή
σχετικών δημοσιευμάτων: Συνασπισμός Πολιτικών Κομμάτων ΕΑΜ, Οι ξένοι για το Δεκέμβρη, Αθήνα 1945.
Εξαιρετικά εύγλωττη είναι και η έμφαση που η έκθεση Σίτριν έδωσε σ’ αυτό
ακριβώς το σημείο (T.U.C. 1945, σ. 12-15). Για τη σχετική αμηχανία μιας μερίδας
τουλάχιστον των βρετανών φαντάρων που κλήθηκαν να καταστείλουν την εξέγερση,
εκτός από το πολιτικά στρατευμένο φυλλάδιο του Κόλιν Ράιτ (Colin Wright, British Soldier in Greece, Λονδίνο 1946), χαρακτηριστική είναι επίσης η προσωπική
μαρτυρία του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες. Δ΄,
Αθήνα 1977, σ. 374, ημερολογιακή εγγραφή της 8.12.1944).
[7]
Χαρακτηριστικό δείγμα: «Street
fighting
in
Athens»
(επίκαιρα της British Pathé
που κυκλοφόρησαν στις 11.1.1945, http://goo.gl/0Jx8Kx).
[8] Gareth Porter, «The 1968 “Hue Massacre”», Indochina Chronicle, 33 (24.6.1974), σ. 2-13.
[9] Για τα
γεγονότα του Παρισιού:
Frank
Jellinek, The Paris Commune of 1871, Λονδίνο 1937 ∙ J-P. Azema
– M. Winock, Les Communards, Παρίσι 1964 ∙ John
Merriman, Massacre. The Life and Death of
the Paris Commune of 1871, Ν.
Χέιβεν – Λονδίνο 2014. Για το κείμενο
του διατάγματος περί ομήρων: Journal des Journaux de la Commune, Παρίσι 1872,
τ. Α΄, σ. 251-3.
[10] Louis
Énault, Paris brulé par la Commune, Παρίσι
1871 ∙ [Ανωνύμου], Paris sous la Commune,
Παρίσι
1871 ∙ Ch.
Bergerand, Paris sous la Commune, Παρίσι 1871 ∙
Édouard Moriac, Paris sous la Commune, Παρίσι 1871 ∙ Charles Virmaitre,
La Commune à Paris, 1871, Παρίσι 1871 ∙ A. Rastoul, L’ Église de Paris sous la Commune.
Persécutions et martyrs, Παρίσι
1871 ∙ Le livre
noir de la Commune. L’Internationale dévoilée, Βρυξέλλες 1871 ∙ Pof, La
Commune devant la Justice. Croquis révolutionnaires, Παρίσι 1872 ∙ C.A. Dauban,
Le fond de la société sous la Commune, Παρίσι 1873.
Για
μια χαρακτηριστική (και μάλλον ατυχή) απόπειρα λογοτεχνικής σκιαγράφησης της
επαναστατικής τρομοκρατίας: A. Téram. Mémoires d’une pétroleuse, Παρίσι 1874.
[11]
Abbé
Delmas,
La
Terreur
et
l’Église
en
1871, Παρίσι 1871 ∙ Abbé Lesmayoux, Le
25 Mai
à l’avenue
d’Italie.
Massacre des Dominicaines d’Arceuil, Παρίσι 1871 ∙ F. de Fonvielle, La Terreur ou la Commune de Paris en l’an 1871, Βρυξέλλες 1871 ∙ Ferdinand Evrard, Souvenirs d’un otage de la Commune, Παρίσι 1871 ∙ R.P. Huguet, Bourreaux et victimes de la Commune. Scènes de la terreur à Paris en
1871, Παρίσι 1871 ∙ Une
Chrétienne à Paris penant la terreur communarde de 1871, Λυόν 1871 ∙
Récit historique de l’Abbé Crozes, otage de la Commune, Παρίσι 1873 ∙ Eug. Crépin, La nuit d’un otage, racontée par lui-même, Παρίσι 1873 ∙ Urbain Guérin, Le massacre des otages en 1871, Παρίσι 1876 ∙ Charles Daniel, Alexis Clerc. Marin, jesuite et otage de la Commune, fusillé a la Roquette
le 24 mai 1871, Παρίσι 1871.
[12] Υποκόμητος
Βωμόντ-Βασσύ, Αυθεντική Ιστορία του δήμου
των Παρισίων εν έτει 1871, Εν Αθήναις 1871 ∙ Κων/νος Σταυρίδης, Ιστορία της επαναστάσεως των Παρισίων του
έτους 1871, Λειψία χ.χ. [1872].
[13] Ξένια Μαρίνου,
Αναζητώντας οδοφράγματα, Αθήνα 2015,
σ. 217-76.
[14] «Ο κόκκινος
Δεκέμβριος», Καθημερινά Νέα,
16.1.1945, σ. 1 ∙ Marc Léon [Λεωνίδας Μαρκαντωνάτος], Les heures douloureuses de la Grèce libérée. Journal d’un témoin (Octobre 1944 - Janvier 1945), Παρίσι 1947, σ. 249-50 & 253. Τον ίδιο παραλληλισμό
κάνει εν θερμώ και ένας σοσιαλιστής εαμίτης της Φιλοθέης, ενεργό μέλος της εκεί
Λαϊκής Επιτροπής αλλά αποξενωμένος από το σκληρό πυρήνα του κινήματος
(ΑΝΧΜ/1.1, Ημερολόγιο Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, εγγραφή της 26.12.1944).
[15] Ενδεικτικές
μαρτυρίες: Τσολάκος 1996, σ. 350 & 358-61 ∙ Παπαϊωάννου 2013, σ. 361-6 ∙
Βούλα Δαμιανάκου, Υπεύθυνη Δήλωση,
Αθήνα 1963, σ. 516 ∙ Ευστράτιος Μουτσογιάννης, Από το λεύκωμά μου, Αθήναι 1972, σ. 247-8 ∙ Ρήγας Ρηγόπουλος, Μυστικός πόλεμος, Αθήνα χ.χ., σ. 295 ∙
Δήμητρα Δούκα, Ο πόνος και το αίμα των
αδελφών μου, Αθήνα 1981, σ. 122 ∙ Μαρία Καραγιώργη, Από μια σπίθα ξεκίνησε..., Αθήνα [2000], σ. 281 ∙ Μίνως Δούνιας, Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα
πάλι σκλάβοι, Αθήνα 1987, σ. 183-4, 187, 189 & 193 ∙ Άννα Συνοδινού, «Η
χώρα έσπασε σε δύο κομμάτια», Το Βήμα,
5.12.2004, σ. 49 ∙ Μάνος Ιωαννίδης, Φάκελος
Νο. 9745/Β. Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα, Αθήνα 2005, σ. 199-200 & 213
∙ Μένης Κουμανταρέας, Η γυναίκα που
πετάει, Αθήνα 2006, σ. 26-7 ∙ Φοίβος Τσέκερης, «Εδώ Πολυτεχνείο» στα χρόνια της Κατοχής, Αθήνα 2007, σ. 155 &
161 ∙ Σπύρος Μουσούρης, Οδός Φαλαισίας, η
εν Αθήναις, Αθήνα 2013, σ. 53-5 ∙ Αλέκος Ξένος, Αυτοβιογραφία, Αθήνα 2013, σ. 110-1 ∙ Έλλη Λαμπρίδη & Νίκη, Αλληλογραφία 1939-1944, Αθήνα 2014, σ.
16, 172 & 175-7. Επίσης: Σπύρος Κωτσάκης, Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα, Αθήνα 1986, σ. 178, 180, 184, 193,
235 & 246 ∙ Η έκθεση Σιάντου για τα
Δεκεμβριανά, Αθήνα 1986, σ. 31-2, 41, 43-6, 50-1, 53 & 105.
[16] Μουτσογιάννης
1972, σ. 248 ∙ Δούκα 1981, σ. 59 & 65-8 ∙ Κωτσάκης 1986, σ. 137, 174, 178
& 193 ∙ Δούνιας 1987, σ. 182 ∙ Τσολάκος 1996, σ. 358 ∙ Καραγιώργη 2000, σ.
282-3 ∙ Ξένος 2013, σ. 112 ∙ Λαμρπίδη 2014, σ. 16 & 17175 ∙ Αργύρης
Καλιγάς, Φλεγόμενη πολιτεία, Αθήνα 1945,
σ. 29-33 ∙ Θανάσης Στεργιόπουλος, Δεκεμβριανά
1944. Μια μαρτυρία, Αθήνα 1981, σ. 24 & 32 ∙ Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου (1939-1952), Αθήνα
1987, σ. 534-5 ∙ Βασίλης Δάρας, Γ83. Βίος
και βιώματα ενός απλού ανθρώπου, Αθήνα 1995, σ. 131-2 ∙ Ασπασία
Παπαθανασίου, Σελίδες μνήμης, Αθήνα
1996, σ. 142-3 ∙ Φανή Μανωλκίδου-Βέττα, Θα
σε λέμε Ισμήνη, Αθήνα 1997, σ. 48 ∙ Φώτης Πολυμέρης, Των αναμνήσεων η λιτανεία. Αυτοβιογραφία, Αθήνα 2003, σ. 168 ∙ Η έκθεση Σιάντου, όπ.π., σ. 27, 31-4,
39, 41, 43, 45, 50 & 55. Για την υπηρεσιακή οπτική των βομβαρδισμών:
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία
Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), Αθήνα 1998, τ. 1ος, σ. 216-7, 222,
227, 229, 238 & 252.
[17] ΔΙΣ 1998, τ. 1ος,
σ. 229 ∙ Γρηγορόπουλος 1966, σ. 303 ∙ Μαρία Καρά, Επονίτισσα, Αθήνα 1982, σ. 128-9 ∙ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ημερολόγιο Κατοχής, Αθήνα 2003, σ.
728-9.
[18] Εξαιρετικά
διαφωτιστική η μαρτυρία μιας (κατά τα άλλα άκρως αντιεαμικής) πηγής: Μαρία
Πόλατ-Δημητριάδου, Από όσα είδα και ξέρω
διά την Ελλάδα, 1940-1945, Ν. Υόρκη 1950, σ. 176 & 180-1. Επίσης:
Καλιγάς 1945, σ. 31 ∙ Στεργιόπουλος 1981, σ. 17-9. Εξίσου εύγλωττος ο
απολογισμός της 23ης βρετανικής θωρακισμένης ταξιαρχίας για το «σφριγηλό βασίλειο τρόμου» που οι
ελεύθεροι σκοπευτές της από το Λυκαβηττό επέβαλαν στην τριγύρω «κατεξοχήν ευαίσθητη περιοχή» (WO 204/8312, 23rd Armoured Brigade, «Operations in Greece. Oct. 15, 1944 - Jan. 7, 1945», σ.
18, §71). Ευχαριστώ τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη για την παραχώρηση αντιγράφου της
πρωτότυπης έκθεσης, η ελληνική μετάφραση της οποίας έχει λογοκριθεί σ’ αυτό το
σημείο (Πέτρος Μακρής-Στάικος, Ο
“Δεκέμβρης” του 1944, Αθήνα 2014, σ. 58).
[19] Χαραλαμπίδης
2014, σ. 310.
[20] ΑΓΔ/7.1, Οι
εφημέριοι των ενοριών Περιστερίου (5 υπογραφές) προς Δαμασκηνό, Εν Περιστερίω
28.12.1944.
[21] 6η
Αχτίδα της ΚΟΑ, Οι ανατολικές συνοικίες
τον Δεκέμβρη του 1944, Αθήνα 1945, σ. 37. Το 70% των νεκρών (310) και το
60% των τραυματιών (580) προέρχονταν από την Καισαριανή.
[22] Μακρής-Στάικος
2014, σ. 70. Αξιοσημείωτη η άποψη του εθνικόφρονος επιμελητή, ότι το παραπάνω
υπηρεσιακό κείμενο «χαρακτηρίζεται από
βαθιά ανθρωπιά» (στο ίδιο, σ. 163).
[23] Θρασύβουλος
Τσακαλώτος, 40 χρόνια στρατιώτης της
Ελλάδος, Αθήναι 1960, σ. 620 & 618.
[24] «Επείγουσα
ειδοποίησις του κ. Σκόμπυ προς τον πληθυσμόν», Ελλάς, 20.12.1944, σ. 2. Στη ζώνη του ΕΛΑΣ, το τελεσίγραφο
γνωστοποιήθηκε με φέιγ βολάν που σκόρπιζε η RAF (Σεφέρης 1977,
σ. 379).
[25] «Τα θύματά των»,
Η Ελλάς, 23.12.1944, σε Δημήτρης
Γαρουφαλιάς, Κείμενα και αναμνήσεις από
τον τραγικό Δεκέμβριο 1944, Αθήνα 1981, σ. 225.
[26] «Προκήρυξις
του κ. Σκόμπυ προς τον Λαόν Αθηνών-Πειραιώς» (Η Ελλάς, 22.12.1944), στο ίδιο, σ. 220-1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου