Ρομέο
Καστελούτσι: Σπαράγματα θεατρικής Λογο-τεχνίας
Άντα Αναστασέα, Χάρτινοι Άνθρωποι, εγκατάσταση, χαρτόνι, ταινία συσκευασίας, φυσικό μέγεθος |
ΤΗΣ ΕΥΗΣ
ΠΡΟΥΣΑΛΗ
Ιστορικά
πρόσωπα, ο λόγος τους κι η Ιστορία. Καλλιτέχνες, ο λόγος τους κι η Τέχνη, κατ’
αντιστοιχία. Τα ιστορικά πρόσωπα και ο Λόγος τους έχουν γράψει την Ιστορία. Οι
καλλιτέχνες και ο καλλιτεχνικός τους Λόγος γράφουν την ιστορία της Τέχνης. Μια
αντιπαραβολή. Άραγε και μια αντιδιαστολή;
Ένα
έργο τέχνης, ο Ιούλιος Καίσαρ του
Σαίξπηρ, γίνεται το όχημα αυτής της αντιπαραβολής. Ο σκηνοθέτης Ρομέο
Καστελλούτσι με μια επιδέξια αμφιπλήγα κίνηση βάλλει προς την Ιστορία και τα πεπραγμένα της αλλά και
προς την Τέχνη και τα επιτεύγματά
της. Το μέσον του είναι ο λόγος, η ομιλία. Τα έπεα πτερόεντα, ο λόγος, που δεν
αφήνει ίχνη ενώ γράφει Ιστορία, και η Τέχνη που αφήνει ίχνη αλλά δεν γράφει την
Ιστορία. Χρησιμοποιώντας τα δραματικά πρόσωπα του σαιξπηρικού έργου ο
Καστελλούτσι αποσαθρώνει τον λόγο τους και τα σημαινόμενά του. Συγχρόνως, επιδίδεται
σ’ ένα αυτοαναφορικό σχόλιο προς την τέχνη του, τη θεατρική τέχνη, και τον δικό
της Λόγο.
Η
παράσταση καλείται Σπαράγματα Ιούλιος Καίσαρ και αποτελείται από τρεις
σκηνές/μονολόγους αντρών. Το σκηνικό ένα podium
στου οποίου τη βάση είναι γραμμένη η λέξη ARS,
μια προτομή -του Πομπήιου;- πεσμένη στο δάπεδο και αριστερά από το podium μια μεταλλική κατασκευή που περιλαμβάνει σειρά από
εννέα μικρές λάμπες.
Στην
πρώτη σκηνή, εμφανίζεται ένας άντρας με λευκό χιτώνα που φέρει επάνω του
ταμπέλα με τα γράμματα ..VSKI. Ο άντρας
απολυμαίνει προσεκτικά ένα ενδοσκόπιο, το οποίο και τελικά περνά μέσα από τη
μύτη του. Αρχίζει να μονολογεί, αναπαριστώντας τον διάλογο της πρώτη σκηνής του
Ιούλιου Καίσαρα του Σαίξπηρ, ανάμεσα
στους Δημάρχους Φλάβιο και Μάρουλλο και τους πολίτες/τεχνίτες της
Ρώμης που έχουν συρρεύσει για να αποθεώσουν τον Ιούλιο. Στην οθόνη προβάλλεται η εικόνα της λαρυγγικής του
κοιλότητας. Ο λόγος του στην αρχή είναι αργός και ήπιος. Καθώς, όμως,
εντείνεται η οργή του ηθοποιού -ως αποτέλεσμα της συναισθηματικής φόρτισης και
προσπάθειάς του- οι φωνητικές χορδές του πάλλονται άτακτα κι η εικόνα πλημμυρίζει
από τα «υγρά» της κοιλότητας. Ο Δήμαρχος επιπλήττει τους Ρωμαίους πολίτες, υπενθυμίζοντάς
τους πόσο γρήγορα μεταστρέφεται η προτίμησή τους, αφού πριν από λίγο καιρό
υμνούσαν τον Πομπήιο, ο οποίος δολοφονήθηκε για χάρη του Καίσαρα. Ο ομιλητής
αποχωρεί.
Στην
δεύτερη σκηνή εμφανίζεται ένας γηραιός άντρας ντυμένος με κόκκινο χιτώνα. Ανεβαίνει
στο podium και ξεκινά έναν μονόλογο,
χωρίς λόγια, μόνο με χειρονομίες και κινήσεις του σώματος. Είναι ο Ιούλιος
Καίσαρας. Σε κάθε κίνησή του, ακόμα και στην πιο ανεπαίσθητη, ακούγεται ένας
ήχος: άλλοτε οξύς, άλλοτε συριστικός, άλλοτε βαρύς, αναλόγως με την
κινησιολογία του. Εν συνεχεία, πλησιάζει το κοινό. Με εμφατικό κώδικα κινήσεων
που δείχνουν προσφορά και ευγνωμοσύνη απευθύνεται αντιστοίχως στους πολίτες και
στους θεούς που τον βοήθησαν να φέρει σε πέρας τους στόχους του. Έπειτα
ακινητεί. Τότε, εμφανίζονται δύο άντρες οι οποίοι ανασύρουν μέσα από τον
κόκκινο μανδύα του Καίσαρα έναν κομμένο μαστό, τον οποίο πετούν κατάχαμα.
Υπόμνηση για την «άδικη» δολοφονία του, καθώς ο Καίσαρ ήταν ο μαστός απ’ όπου
τρεφόταν η Ρώμη. Έπειτα τυλίγουν προσεκτικά τον άντρα μέσα στον κόκκινο μανδύα
κι ακολουθούν σκηνές tableaux vivants, που ομοιάζουν με πίνακες της
Αναγέννησης όπου εικονίζεται ο Χριστός μέσα στην Ιερά Σινδόνη. Οι άντρες
σύρουν, τελικώς, το πτώμα του Καίσαρα μέσα από τους θεατές προς την έξοδο.
Στην
τρίτη σκηνή, εμφανίζεται ένας γηραιός άντρας με τραχειοτομή, ο οποίος
κατευθύνεται προς το podium με το αριστερό
του χέρι υψωμένο και τον δείκτη να δείχνει προς τον ουρανό επιδεικτικά, σε μια
χειρονομία αυτοκρατορικής επιβολής. Είναι ο Αντώνιος,
ο οποίος εκφωνεί τον επικήδειο του Καίσαρα μπροστά στον λαό της Ρώμης. Ο
ακατανόητος, εξαιτίας της τραχειοτομής λόγος του, προβάλλεται γραπτώς και στην
οθόνη. Με λόγια που προκαλούν το θυμικό αναφέρεται στον Καίσαρα, στη φιλία τους
και στην αγάπη που έτρεφε για τον λαό του και τη Ρώμη. Σε συγκεκριμένα σημεία
του μονολόγου του ανάβουν οι μικρές λάμπες διαδοχικά - ίσως πρόκειται για τα
σημεία εκείνα στα οποία ο Αντώνιος αναφέρεται στον Βρούτο και τους άλλους
συνωμότες με την έκφραση «Είναι αξιότιμοι άνθρωποι!». Έπειτα, με μια
επιδεικτική κίνηση ο Αντώνιος κατεβαίνει από το podium,
έρχεται μπροστά από τους θεατές και δείχνει με το δάκτυλό του την επιγραφή ARS. Ένας άντρας εμφανίζεται και του δίνει μια ματωμένη
καρδιά/σφουγγάρι. Εκείνος σφουγγίζει το πρόσωπό του μ’ αυτήν, γεμίζει αίματα,
κι έπειτα την πετά και συνεχίζει τον παραμορφωμένο λόγο του, προσπαθώντας να
στρέψει τους Ρωμαίους κατά των συνωμοτών. Σε συγκεκριμένες φράσεις του οι
λάμπες σπάζουν ξαφνικά και διαδοχικά, ως ένδειξη κατάχρησης κάθε διαθέσιμου
ρητορικού και λαϊκίστικου επιχειρήματος, ενώ ακούγεται μια ανδρική ηχογραφημένη
φωνή - ίσως κάποιου δυτικού ηγέτη. Τέλος, ο Αντώνιος αποχωρεί.
Ο
Ρομέο Καστελλούτσι καταθέτει με τη σκηνική αυτή σύνθεση μια πολυπρισματική
μελέτη -με καλλιτεχνικούς όρους- για την έννοια του Λόγου. Πραγματεύεται τον
Λόγο ως βιολογικό φαινόμενο -ομιλία-, ως πολιτικό εργαλείο -ρητορικός λόγος-
και ως καλλιτεχνικό φαινόμενο -τέχνη. Έτσι, επι-κοινωνία, πολιτική και τέχνη
συναρτώνται σε έναν κοινό άξονα.
Φορέας
του «βιολογικού λόγου» είναι ο Δήμαρχος της Ρώμης, ο οποίος με ειλικρίνεια
επιπλήττει τους Ρωμαίους πολίτες για την αστόχαστη συμπεριφορά τους και την
έλλειψη κρίσης. Η παραγωγή του λόγου είναι μια μηχανιστική λειτουργία. Εξ αυτού και η χρήση του ενδοσκοπίου από
τον σκηνοθέτη, το οποίο καταβυθίζεται στο βιολογικό όργανο, στον λάρυγγα, στην
πηγή της ομιλίας. Η ιδιαίτερη διαμόρφωση της κοιλότητας αλλά και οι χορδές
είναι τα στοιχεία που επέτρεψαν στο ανθρώπινο είδος την κατάκτηση της ομιλίας.
Άρα, η εικόνα των παλλόμενων φωνητικών χορδών από το ενδοσκόπιο παραπέμπει στην
αρχέγονη καταγωγή τού λόγου/ομιλίας, τότε που η «λαλιά» αποτελούσε το μέσον της
επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων για την προστασία και την ευημερία τους.
Πρόκειται για την προ-ιστορική απαρχή του πολιτισμού που βασίστηκε στην
αυθεντική επικοινωνία.
Ο
Καστελλούτσι συνδέει, επίσης, τον ομιλητή αυτόν με τον Ρώσο σκηνοθέτη
Στανισλάφκσι - τα γράμματα …vski στον χιτώνα του
παραπέμπουν στο όνομά του. Κι αυτό διότι ο Στανισλάφσκι υπήρξε ο σκηνοθέτης που
θεμελίωσε τη νεότερη θεατρική τέχνη στον 20Ό αιώνα πάνω στις αρχές
του καθαρού ψυχολογικού ρεαλισμού. Αλλά μπορεί κανείς σήμερα να αναφερθεί στον
«ψυχολογικό ρεαλισμό» στην τέχνη; Ή μήπως, -όπως και η αρχέγονη λαλιά- ο
ψυχολογικός ρεαλισμός «ετάφη» από τη σκόνη του «πολιτισμού»; Ή, έτι περαιτέρω,
τι σημαίνει ο όρος «ψυχολογικός»,
όταν αντικρίζουμε τη βιολογική λειτουργία παραγωγής λόγου εν τη γενέσει της; Έτσι,
η εικόνα του ενδοσκοπίου αποκτά τη λειτουργία «βιολογικού ρεαλισμού», καθώς
υποδηλώνει αφενός την αυθεντικότητα των προθέσεων τής εκάστοτε ομιλίας και αφετέρου αναμοχλεύει ζητήματα οντολογίας της
τέχνης.
Φορέας
του «πολιτικού λόγου» είναι ο γηραιός Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος μέσα από την
παντομιμική του σώματός του προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των ρωμαίων
πολιτών για να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα. Στην περίπτωση αυτή ο λόγος/η
ομιλία είναι περιττά, καθώς ο πολιτικός λόγος είναι στερεότυπος και κοινότοπος
σε όλες τις ιστορικές περιόδους, τουτέστιν αναγνωρίσιμος απλώς και μόνο μέσω
χειρονομιών. Πρόκειται για τη «γλώσσα» του σώματος των πολιτικών. Μια γλώσσα
σιωπηλή, υποχθόνια και βουβή. Γι’ αυτό και άηχη. Τελικώς, γλώσσα κενή
περιεχομένου.
Φορέας
της «ρητορικής δεινότητας» είναι ο Αντώνιος, που στο τέλος επιτυγχάνει την
υποστήριξη των πολιτών. Ο μονόλογος αυτός αποδίδεται από έναν άνδρα με
τραχειοτομή. Πρόκειται δηλαδή για έναν «παρά φύσιν» λόγο, έναν λόγο που
προέρχεται από παραποίηση του βιολογικού οργάνου. Μα και ο ρητορικός λόγος που κυβερνά
τους λαούς είναι ένας «παραποιημένος», παραμορφωμένος λόγος άναρθρων φωνημάτων.
Πρόκειται για έναν πλαστό, έναν αν-αυθεντικό λόγο. Επιπλέον, ο Αντώνιος
επιδεικνύει με επίταση τη λέξη ARS (Τέχνη,
επιτήδευση, ικανότητα) στη βάση του podium. Μοιάζει σαν να
θέλει να συνδέσει τον δικό του επιτηδευμένο λόγο με τη Τέχνη, εν γένει. Ίσως, πρόκειται για έμμεση και αδιόρατη καταγγελία
του σκηνοθέτη για τη σύγχρονη τέχνη, η οποία έχει εκπέσει στο επίπεδο της
επιδεξιότητας και μόνο, έχει χάσει την αυθεντικότητα και την αδιαμεσολάβητη
απεύθυνσή της προς τους θεατές. Ο καλλιτεχνικός λόγος, δηλαδή, ως ένας ακόμα
«ρητορικός» λόγος. Έτσι, ο άνδρας με τραχειοτομή γίνεται η ενσάρκωση του
παραπλανητικού ρητορικού λόγου αλλά και η υποδήλωση τής ενδεχόμενης έκπτωσης
της Τέχνης. Αξιοσημείωτο είναι, δε, ότι στην παράσταση αυτή με πυρήνα τον λόγο,
κανένας από τους ηθοποιούς δε μιλά «κανονικά».
Σπαράγματα
Ιστορίας, σπαράγματα ιστορικών προσώπων, σπαράγματα λόγου, σπαράγματα εικόνων.
Εκεί απ’ όπου ο λόγος πηγάζει, εκεί που ο λόγος αυτοαναιρείται, εκεί που ο
λόγος χωλαίνει, εκεί, ο λόγος μεταμορφώνεται σε εικόνα. Μεταμορφώνεται σε
χειρονομία, σε τέχνη, σε ίχνος. Και τα ίχνη είναι εκεί, για να παραπέμπουν στην
απουσία του πράγματος που υποκαθιστούν. Έτσι και η εικονοποιία του Καστελλούτσι
πολυεπίπεδη και πολύσημη είναι μια ανεξάντλητη συνεχής παραπομπή. Μια «διαφωρά»
μέσα στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.
Η
Εύη Προύσαλη είναι δρ θεατρικών σπουδών και κριτικός θεάτρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου