12/6/16

Ἀπό τόν μαρξισμό στόν σουρρεαλισμό

«Τό μυστήριο μέσα στήν καθημερινότητα»
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


ΤΟΥ PETER OSBORNE

Ἡ ἰδέα τῆς καθημερινότητας διατρέχει ὅλα τά μεταγενέστερα γραπτά τοῦ Μπένγιαμιν. Δουλεμένη καί ξαναδουλεμένη ἐξαντλητικά σέ μιά σειρά ἑρμηνευτικῶν παραδειγμάτων, ἀποτελεῖ τό κύριο θέμα ἤ ἀντικείμενό τους, σπανίως ὡστόσο τή βρίσκουμε ὡς ἀντικείμενο μιᾶς σαφοῦς θεωρητικοποίησης. Πολλαπλή καί ἀντιφατική, πανταχοῦ παρούσα καί διάχυτη, διαφεύγει ἀπό τήν ἄμεση ἀνάλυση, ἐμφανιζόμενη μόνο διαμέσου ἱστορικά συγκεκριμένων σχημάτων καί μορφῶν, ὅπως εἶναι, γιά παράδειγμα, στοές τῶν πόλεων καί φωτοσκιάσεις, χῶροι παγκόσμιων ἐκθέσεων καί ἐσωτερικά κτηρίων, δρόμοι καί ὁδοφράγματα τοῦ Παρισιοῦ τοῦ 19ου αἰώνα· ἤ ὁ bohème καί ὁ flâneur, ὁ ἄνθρωπος τοῦ πλήθους, ὁ παίκτης, ὁ κάτοικος τῆς μεγαλούπολης, ἡ πόρνη. Αὐτός εἶναι ὁ Μπένγιαμιν, ὁ κοινωνιολόγος τῆς ζωῆς στή μοντέρνα πόλη, ὁ παρατηρητής τῆς μικρολεπτομέρειας, πού προεικονίζει πιό κοντινές μας μορφές πολιτισμικῆς ἀνάλυσης, ὁ Μπένγιαμιν ὁ συγγραφέας τῆς μνήμης καθώς καί ὁ Μπένγιαμιν ὁ κριτικός. Ὡστόσο ἐάν ὁ Μπένγιαμιν παραιτεῖται ἀπό μιάν ἄμεσα ἐννοιακή προσέγγιση προτιμώντας νά κατασκευάζει εἰκόνες, ὁ προσανατολισμός του στήν καθημερινότητα δέν εἶναι διόλου ξεκάθαρος καί συνεπής, τουλάχιστον σέ γενικές γραμμές – ἀπό τήν πρώιμη προγραμματική ἐπέκταση τῆς ἔννοιας τῆς ἐμπειρίας στό «Γιά το πρόγραμμα τῆς μελλοντικῆς φιλοσοφίας» (1917-18) καί ἀπό τό δοκίμιο γιά τόν σουρρεαλισμό (1929), ἕως τή διαλεκτική τοῦ βιώματος (Erlebnis) καί τῆς βαθιά ἀποτυπωμένης ἐμπειρίας (Erfahrung) στό «Γιά κάποια μοτίβα στόν Μπωντλαίρ» (1939). Ἡ καθημερινότητα πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ ὡς ἀντικείμενο –νά γίνει τό προνομιακό ἀντικείμενο– μιᾶς διευρυμένης μεταφυσικῆς σύλληψης τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας.

«Στήν ἐπιστημολογία», γράφει ὁ Μπένγιαμιν, «κάθε μεταφυσικό στοιχεῖο εἶναι τό σπέρμα μιᾶς νόσου πού ἐκφράζεται στόν χωρισμό τῆς γνώσης ἀπό τή σφαίρα τῆς ἐμπειρίας σέ ὅλη της τήν ἐλευθερία καί σέ ὅλο της τό βάθος. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς φιλοσοφίας πρέπει νά ἀναμένεται ἐπειδή κάθε ἐκμηδένιση αὐτῶν τῶν μεταφυσικῶν στοιχείων σέ μιά ἐπιστημολογία τή συνδέει συγχρόνως μέ μιά μεταφυσικότερα ἐκπληρωμένη ἐμπειρία».
Ὁ Μπένγιαμιν συνέλαβε τό ἔργο του ὡς μέρος τῆς διαδικασίας ἐμβάθυνσης τῆς ἔννοιας τῆς ἐμπειρίας, μέ τήν ὁποία ἐννοοῦσε «τήν ἑνιαία καί συνεχῆ πολλαπλότητα τῆς γνώσης». Ὑπάρχει μιά ἑνότητα τῆς ἐμπειρίας, ἰσχυριζόταν,
«πού κατά κανέναν τρόπο δέν πρέπει νά νοεῖται ὡς ἕνα σύνολο ἐμπειριῶν, ὅπου ἡ ἔννοια τῆς γνώσης ὡς θεωρίας συνδέεται ἄμεσα μέ τή συνεχῆ της ἀνάπτυξη. [...] Ὅταν λέμε ὅτι ἡ γνώση εἶναι μεταφυσική σημαίνει γιά τήν ἀκρίβεια ὅτι συνδέεται διαμέσου [αὐτῆς] τῆς ἀρχικῆς ἔννοιας τῆς γνώσης μέ τήν ἁπτή ὁλότητα τῆς ἐμπειρίας, δηλαδή τήν ὕπαρξη».
Σχετικά μέ τό τί θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε μυστικιστική φάση τοῦ Μπένγιαμιν πρέπει νά ποῦμε πρίν ἀπ' ὅλα ὅτι μέχρι τό 1924 ταύτιζε αὐτή τἠν ἁπτή ὁλότητα τῆς ἐμπειρίας μέ τή θρησκεία. Ἡ καθημερινότητα ἐμφανίζεται ὡς ὁ τόπος τῶν πιθανῶν ἀποκαλύψεων τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, ὅπως κατά τήν περιβόητη παρατήρησή του πού κατέγραψε ὁ Σόλεμ, ὅτι «μιά φιλοσοφία πού δέν περιέχει τή δυνατότητα νά βρίσκει τήν ἀλήθεια μέσα στό φλιτζάνι τοῦ καφέ δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐθεντική φιλοσοφία». Ὁ Μπένγιαμιν διατυπώνει τρεῖς ἀπαιτήσεις: «πρῶτον, οὐσιαστική ἑνότητα θρησκείας καί φιλοσοφίας, δεύτερον, συσσωμάτωση τῆς γνώσης τῆς θρησκείας στή φιλοσοφία, τρίτον, ἀρτιότητα τῆς τριμεροῦς διαίρεσης τοῦ συστήματος». Ἐν συνεχείᾳ, ὡστόσο, ἀπό τό μωσαϊκό τῆς ζωῆς τῆς πόλης στή Βαϊμάρη τοῦ «Μονόδρομου» (1925-6) καί μετά, θά μπορούσαμε νά ἀντικαταστήσουμε τή λέξη «θρησκεία» στό παραπάνω παράθεμα μέ τήν «καθημερινότητα». Θέμα τοῦ Μπένγιαμιν γίνεται ἀκριβῶς ἡ «κατασκευή τῆς ζωῆς», ὅπως αὐτή ἐμφανίζεται στήν πρώτη ἀράδα αὐτοῦ τοῦ κειμένου: ἡ κατασκευή τῆς ζωῆς «μέσ' ἀπό τή δύναμη τῶν γεγονότων [...] πού σπάνια ἔχει θεωρηθεῖ ὡς βάση τῶν πεποιθήσεων». Ὁ σουρρεαλισμός, μεταξύ ἄλλων, ὑπῆρξε τό ἔναυσμα γι' αὐτή τήν ἑρμηνεία (πίσω ἀπό τήν ὁποία βρίσκεται ἡ Ψυχολογία τῆς καθημερινῆς ζωῆς [1901] τοῦ Φρόυντ)· καί ἀκριβῶς σ' αὐτό τό δοκίμιο γιά τόν σουρρεαλισμό, τή στιγμή πού ἀποστασιοποιεῖται ἀπό ὅ,τι ἔχω ὀνομάσει «μυστικιστική παρερμηνεία», δίνει ὁ Μπένγιαμιν τήν πιό ἄμεση περιγραφή τῆς σχέσης του μέ τήν καθημερινότητα:
«Κάθε σοβαρή ἐξερεύνηση τῶν ἀπόκρυφων, σουρρεαλιστικῶν, φαντασμαγορικῶν χαρισμάτων καί φαινομένων προϋποθέτει μιά διαλεκτική διάπλεξη ἀπό τήν ὁποία δέν ἐπηρεάζεται μιά ρομαντική στροφή τοῦ πνεύματος. Διότι ἡ μιμητική ἤ φανατική ἔνταση τῆς μυστηριώδους πλευρᾶς τοῦ μυστηρίου δέν μᾶς πηγαίνει μακρύτερα: διεισδύουμε στό μυστήριο μόνο στόν βαθμό πού τό ἀναγνωρίζουμε μέσα στόν καθημερινό κόσμο, δυνάμει μιᾶς διαλεκτικῆς ὀπτικῆς πού ἀντιλαμβάνεται τό καθημερινό ὡς ἀδιαπέραστο καί τό ἀδιαπέραστο ὡς καθημερινό».
Τό μεγαλύτερο μυστήριο στόν καθημερινό κόσμο τοῦ μοντέρνου καπιταλισμοῦ εἶναι βέβαια τό ἐμπόρευμα. «Ὁ πλοῦτος τῶν κοινωνιῶν στίς ὁποῖες ἐπικρατεῖ ὁ καπιταλιστικός τρόπος παραγωγῆς ἐμφανίζεται ὡς ‛μιά τεράστια συσσώρευση ἐμπορευμάτων’». Κατά τήν ὁλοένα καί πιό ἰσχυρή λογική τοῦ μαρξισμοῦ (παρά τήν τύχη τοῦ κομμουνισμοῦ ὡς πολιτικοῦ κινήματος), ὁ φετιχισμός τοῦ ἐμπορεύματος πῆρε τή θέση τῆς λαϊκῆς θρησκείας. Μέ τά ἐμπορεύματα, γράφει ὁ Μάρξ, «μιά συγκεκριμένη κοινωνική σχέση μεταξύ ἀνθρώπων... παίρνει... γι' αὐτούς τή φαντασιώδη μορφή μιᾶς σχέσης μεταξύ πραγμάτων». Ἡ διαδικασία τῆς ζωῆς στήν κοινωνία τυλίγεται σέ ἕνα «μυστηριακό πέπλο». «Μαγεία» καί «νεκρομαντεία» ἀφθονοῦν. Ὅμως κατά τόν Μάρξ «οἱ θρησκευτικές ἀντανακλάσεις τοῦ πραγματικοῦ κόσμου» δέν θά ἐξαφανιστοῦν μέχρις ὅτου «οἱ πραγματικές σχέσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς» παρουσιαστοῦν μέ «διαυγῆ καί λογική μορφή»· μέχρις ὅτου, δηλαδή, φανεῖ μιά κοινωνία ἐλεύθερα συνεταιριζόμενων παραγωγῶν, πού ρυθμίζουν τίς συλλογικές τους ἐνέργειες θέτοντάς τες «κάτω ἀπό τόν συνειδητό καί προγραμματισμένο ἔλεγχό τους». Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ ἀξία «μεταμορφώνει τά προϊόντα τῆς ἐργασίας σέ κοινωνικά ἱερογλυφικά».
Ὁ Μάρξ ἀποκρυπτογράφησε αὐτά τά ἱερογλυφικά μέ βάση «τόν ἰδιόμορφο χαρακτήρα τῆς ἐργασίας πού τά παράγει» («ἀφηρημένη» ἤ «ἁπλή μέση» ἐργασία). Ἀλλά τόν ἐνδιέφεραν μόνο στόν βαθμό πού ἀποτελοῦσαν στρεβλές ἀναπαραστάσεις τῆς οἰκονομικῆς διαδικασίας: τῆς παραγωγῆς τῆς ἀξίας. Ὁ σουρρεαλισμός, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἐκμεταλλευόμενος τόσο τό ψυχικό δυναμικό τοῦ φετιχισμοῦ (σκιαγραφημένο τήν ἴδια ἐποχή ἀπό τόν Φρόυντ), ὅσο καί τήν ἀνθρωπολογική ἀναφορά μιᾶς ἀνθούσας ἐθνολογίας (τήν ὁποία ὁ Μάρξ ὀρθολογιστικά ὑποβιβάζει στή θέση μιᾶς ἁπλῆς «ἀναλογίας») ξαναγράφει αὐτά τά ἱερογλυφικά στά τρίμματα τῆς καθημερινότητας, ὄχι ἁπλῶς μεταφράζοντάς τα ἀλλά δουλεύοντας πάνω τους, πάνω στόν διπλό χαρακτήρα πού παρουσιάζουν ὡς συμπτώματα ἀλλοτρίωσης (ἀπάρνησης) καί ὡς μορφές δυνητικότητας (ἐπιθυμίας). Ἔτσι χαρτογραφεῖ τή συγκρουσιακή ψυχική δομή τοῦ φετιχισμοῦ πάνω στήν κοινωνική ἀντίφαση τοῦ ἐμπορεύματος. Ἡ ἱστορική ἀμφισημία τοῦ ἐμπορεύματος ἐπιφορτίζεται τόσο μέ τήν ἀνθρωπολογική καθολικότητα τοῦ τελετουργικοῦ ὅσο καί μέ τή σουρρεαλιστική ἀμφισημία τῆς φετιχιστικῆς εἰκόνας. Ὅπως γράφει ὁ Foster:
«ἡ ἀμφισημία σχετικά μέ τή μηχανή ὅσο καί μέ τό ἐμπόρευμα ἐμφανίζεται ὡς γυναικεία ἕλξη καί ἀπειλή, μέ τή γυναίκα σέ ρόλο ἐρωτικό καί εὐνουχιστικό ἕως καί θανατηφόρο. Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη, καθώς καί ἀπό πολλές ἄλλες, οἱ σουρρεαλιστές προϋποθέτουν ἕνα ἑτερόφυλο ὑποκείμενο τοῦ ὁποίου τούς φετιχισμούς παροξύνουν. Καί ἐπιπλέον ἐκμεταλλεύονται ἐπίσης τούς φόβους αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου μπροστά στή μηχανή καί τό ἐμπόρευμα».
«Στή Nadja», γράφει ὁ Μπένγιαμιν,
«ὁ Μπρετόν καί ἡ Nadja εἶναι οἱ ἐραστές πού παίρνουν ὅσα ἔχουμε βιώσει σέ θλιβερά σιδηροδρομικά ταξίδια... σέ ἐρημικά σαββατόβραδα στίς ἐργατικές συνοικίες τῶν μεγαλουπόλεων, στήν πρώτη ματιά πού ρίχνεις μέσ' ἀπό τά θολά τζάμια ἑνός διαμερίσματος καί τά μετατρέπουν σέ ἐπαναστατική ἐμπειρία, ἄν ὄχι πράξη. Φέρνουν τήν τεράστια δύναμη πιέσεως πολλῶν ‛‛ἀτμοσφαιρῶν’’ πού κρύβεται σ' αὐτά τά πράγματα σέ σημεῖο ἐκρήξεως».
Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη, ὁ Μπρετόν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρῶτος ψυχαναλυτικά ἐνημερωμένος μαρξιστής στή Γαλλία, ἐνῶ ὁ Μπένγιαμιν ἐμφανίζεται κατά τήν ἀφύπνισή του ὡς ἕνας γοτθικός μαρξιστής, ἀπορροφημένος ἀπό ἱστορικά ζητήματα σχετικά μέ τή φαντασία, τήν ἀναπαράσταση καί τά ὄνειρα. Τό βάθος αὐτῶν τῶν ψυχικῶν ἐπενδύσεων ἀποτελεῖ τό ὑπόστρωμα τῆς σουρρεαλιστικῆς μεταμόρφωσης τῆς καθημερινῆς πραγματικότητας σέ τόπο τῆς κατά Μπένγιαμιν «ἐπαναστατικῆς» ἐμπειρίας· ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἀμεσότητα μέ τήν ὁποία τέτοιοι κατ' οὐσίαν σεξουαλικοί φόβοι ὀργανώνουν ὅ,τι ἔχει καταστήσει τόν σουρρεαλισμό τόσο γόνιμη πηγή γιά μιά ὁρισμένη φεμινιστική θεωρία καί πρακτική κόντρα (ἤ μᾶλλον ἀκριβῶς χάρις) στήν ἑτεροφυλική ἐρωτικότητα πού φανερώνει. Ὡστόσο γιά τή χρονική λογική αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἐμπειρίας ἐνδιαφερόταν κυρίως ὁ Μπένγιαμιν καί τοῦτο ὀφείλεται στή σχέση της μέ τή μορφή τοῦ ἐμπορεύματος. Ἡ φροϋδική ἔννοια τοῦ ἀσυνειδήτου μπορεῖ νά προμήθευσε στόν σουρρεαλισμό τήν ἰδιαίτερή του ἐκδοχή ἀποκάλυψης, μέ τήν ὁποία ἡ πραγματικότητα ἐμφανίζεται ὡς γέννημα τοῦ ὀνείρου, ἐπιδεχόμενου ἑρμηνεία, ὡστόσο δέν ὑπῆρχε τίποτα στό οἰκοδόμημα τοῦ σουρρεαλισμοῦ πού νά βοηθάει στήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς διάστασης αὐτῆς τῆς διαδικασίας· τίποτα πού νά βοηθάει ὥστε τά «κατάλοιπα τοῦ ὀνειρικοῦ κόσμου» τοῦ Παρισιοῦ τοῦ 19ου αἰώνα νά νοοῦνται ὡς «ἐρείπια τῆς ἀστικῆς τάξης». Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ συμβολή τοῦ Μπένγιαμιν ὄχι ὡς ἱστορικοῦ τοῦ σουρρεαλισμοῦ ἀλλά ὡς θεωρητικοῦ τοῦ σουρρεαλιστικοῦ βιώματος ὡς βιώματος ἱστορικοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: