ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΛΙΑΛΙΟΥΤΗ
Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος, King Kong, 2014, απόσπασμα βίντεο |
H επιστροφή της Μεγάλης Ιστορίας και των Μεγάλων Αφηγήσεων: Το Ιστορικό Μανιφέστο των Jo Guldi και David
Armitage, The History Manifesto, Cambridge University Press 2014
«Πώς μπορούν οι
ιστορικοί να πουν την αλήθεια στην εξουσία;». Και κυρίως πώς μπορούν να
ανακτήσουν το δημόσιο ρόλο τους αλλάζοντας τον τρόπο που κατανοούν και εξασκούν
την επιστήμη τους στη σημερινή συγκυρία; Αυτός είναι ο βασικός άξονας που
διατρέχει το Ιστορικό Μανιφέστο των Jo Guldi και David Armitage, επίκουρης καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο Brown και καθηγητή ιστορίας στο πανεπιστήμιο
του Χάρβαρντ αντίστοιχα. Το βιβλίο φιλοδοξεί να είναι, όπως φανερώνει και ο
τίτλος του, ένα μανιφέστο, για την επιστροφή των μεγάλων αφηγήσεων, για την
επιστροφή της ιστορίας στη δημόσια ζωή. Συνεπώς, πρόκειται για
ένα κείμενο με κανονιστικό προσανατολισμό και στοιχεία πολεμικής. Ως μανιφέστο,
μάλιστα, κυκλοφόρησε σαν έκδοση ελεύθερης πρόσβασης[i],
ενώ ακολούθησε η ευρύτατη προβολή του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς
και μια έντονη αντιπαράθεση στον ακαδημαϊκό κόσμο μεταξύ υποστηρικτών και
επικριτών του. Οι τελευταίοι έκαναν λόγο για ένα βιβλίο που, παρά τη φιλόδοξη
ατζέντα του, στερείται ουσιαστικής πρωτοτυπίας, ενώ έκριναν προβληματικές
πολλές από τις διαπιστώσεις του, καταλογίζοντάς του έλλειψη επαρκούς
τεκμηρίωσης, καθώς και αρκετές αντιφάσεις[ii].
Το Μανιφέστο θέτει στο
επίκεντρό του αυτό που αντιλαμβάνεται ως παθογένεια στο πεδίο της
ιστοριογραφίας και των ευρύτερων συνεπειών της. Συγκεκριμένα, οι Guldi και Armitage, υποστηρίζουν ότι, από τη δεκαετία του 1970 και
μέχρι τις μέρες μας, έλαβε χώρα μια αλλαγή παραδείγματος στην ιστορική έρευνα,
η οποία αφορούσε στο χρονικό εύρος και στην εστίαση των εκπονούμενων ερευνών. Η
κυριαρχία της βραχυπρόθεσμης προσέγγισης και της μικρο-ιστορίας ήρθε να
υποκαταστήσει την πρωτοκαθεδρία της «μακράς-διάρκειας» (longue durée) στην ιστοριογραφία, όπως είχε διαμορφωθεί κατά
τους προηγούμενους αιώνες και είχε κωδικοποιηθεί θεωρητικά στο εμβληματικό έργο
του Braudel και στις επεξεργασίες της Σχολής των Annales. Η τάση αυτή έλαβε χώρα εντός ενός ολοένα και λιγότερου φιλόξενου θεσμικού
και ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, όπου οι ανθρωπιστικές επιστήμες καλούνταν να
προσφέρουν αποδείξεις της «χρησιμότητάς» τους.
Παραφράζοντας το
Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι συγγραφείς μιλούν για το φάντασμα της
βραχυπρόθεσμης προσέγγισης, που στοιχειώνει τη σύγχρονη σκέψη, ενώ υποστηρίζουν
πως η πολύπλευρη κρίση των τελευταίων ετών, κρίση πολιτική, οικονομική,
κοινωνική, ανέδειξε τις ανεπάρκειες και τα αδιέξοδα αυτής της περιοριστικής
οπτικής και την ανάγκη για ολοκληρωμένες ερμηνευτικές απόπειρες, που θα
στηρίζονται σε μια ιστορική θεώρηση των ανθρώπινων κοινωνιών, της εξέλιξής
τους, των κρίσεων και των προκλήσεων που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στη
διάρκεια των αιώνων. Η αποτυχία της βραχυπρόθεσμης οπτικής μέρους των
κοινωνικών επιστημών και η ανάγκη να επαναθεμελιωθεί η ιστορική έρευνα στη
μακρά διάρκεια, τεκμηριώνεται από τους Guldi και Armitage με αναφορά σε τρία καίρια, για τη σημερινή δημόσια συζήτηση, ζητήματα,
όπως το πρόβλημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης και του ρόλου του κράτους, το
πρόβλημα της ανισότητας, και αυτό της κλιματικής αλλαγής. Ιδιαίτερα όσον αφορά
το ζήτημα των ανισοτήτων, οι συγγραφείς επικαλούνται το έργο του Πικετύ (Το
Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα)[iii]
υποστηρίζοντας πως η σύνθεση ενός θεαματικού εύρους δεδομένων που πέτυχε και το
ιστορικό βάθος της έρευνάς του, ήρθαν να καταρρίψουν έναν προσφιλή κοινό τόπο των
οικονομολόγων, σύμφωνα με τον οποίο η ανάπτυξη του καπιταλισμού τείνει να
αμβλύνει τις ανισότητες.
Μία από τις αρνητικές συνέπειες των
παραπάνω εξελίξεων στην ιστοριογραφία, για τους Guldi και Armitage, ήταν η αποδυνάμωση του δημόσιου ρόλου των ιστορικών, η σημαντική απώλεια
της επιρροής τους στη διαμόρφωση πολιτικής, ρόλος που επιφυλάχθηκε προνομιακά
για τις κοινωνικές επιστήμες, και ιδίως τους οικονομολόγους. Ιδιαίτερα όσον
αφορά τους τελευταίους, το Ιστορικό Μανιφέστο επικρίνει την καθιέρωση
α-ιστορικών μοντέλων ερμηνείας και πρόβλεψης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα
οποία αποτελούν μεταφορές από τις φυσικές επιστήμες, υποστηρίζοντας πως οι
πολιτικές τους χρήσεις οδηγούν σε παραπλανητικές αναγνώσεις των σύγχρονων
προβλημάτων και εμποδίζουν την αναζήτηση εναλλακτικών. Όπως εμφατικά υποστηρίζουν, η κατανόηση του
κόσμου στον οποίο ζούμε, ενός κόσμου σε διαρκή διαδικασία αλλαγής, δεν μπορεί
να προκύψει από τα παραπάνω μοντέλα.
Ωστόσο, θα πρέπει
να καταστεί σαφές πως οι συγγραφείς δεν προτείνουν μια μεθοδολογική επιστροφή
στο παρελθόν, μια απλή αναβίωση της ιστοριογραφίας της μεγάλης διάρκειας κατά
τα παραδοσιακά πρότυπα. Αντίθετα, η πρότασή τους υποστηρίζει την αξιοποίηση από
την ιστορική έρευνα των νέων πρωτογενών πηγών, που δημιούργησαν οι
επαναστατικές εξελίξεις στα πεδία της πληροφορικής και των ΜΜΕ, και την
ενσωμάτωση νέων τεχνικών για την επεξεργασία τους, όπως η ανάλυση μεγάλου όγκου
δεδομένων (big data analysis).
Όμως, το Ιστορικό
Μανιφέστο είναι κάτι περισσότερο από μια επιστημολογική πρόταση. Έχει το
χαρακτήρα μιας συνολικότερης παρέμβασης, αφού το αίτημα για μια νέα Ιστορία
συνδέεται με το αίτημα για έναν ουσιαστικότερο ρόλο των ιστορικών στο πεδίο του
πολιτικού με στόχο την κοινωνική αλλαγή. Υπό το πρίσμα αυτό, διατυπώνουν το
όραμα για την εξέλιξη της Ιστορίας σε μια κριτική ανθρωπιστική επιστήμη. Αποστολή
των ιστορικών, σύμφωνα με το Μανιφέστο, είναι να μεταφέρουν τη συζήτηση
για το παρελθόν στη δημόσια σφαίρα, με εύληπτο τρόπο, προκειμένου να επηρεάσουν
τη διαμόρφωση του μέλλοντος. Οι νέες μεγάλες αφηγήσεις θα πρέπει να μπορούν να
διαβαστούν και να γίνουν κατανοητές από το ευρύ κοινό.
Στη θεώρησή τους,
που επιφυλλάσει έναν προνομιακό ρόλο στους ιστορικούς για την ερμηνεία της
κοινωνικής πραγματικότητας, η Ιστορία έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει την
αλήθεια από το ψεύδος όσον αφορά τον τρόπο αντίληψης του παρελθόντος. Όμως, ο
σημαντικότερος ρόλος της έγκειται στον τρόπο που μπορεί να μας βοηθήσει να
προσεγγίσουμε το μέλλον ξεφεύγοντας από αντιλήψεις, που στηρίζονται σε μοντέλα
εμπνευσμένα από τους νόμους της φυσικής εξέλιξης, αποκαθιστώντας την πίστη στην
ελεύθερη βούληση των ανθρώπων και στη δυνατότητά τους να συλλαμβάνουν
εναλλακτικές, ακόμη και ουτοπικές, προοπτικές για το μέλλον τους. Μακριά από
τις ακρότητες του μεταμοντέρνου σχετικισμού, οι Guldi και Armitage εκφράζουν την πίστη τους ότι ο ιστορικός μπορεί και πρέπει να αποκαλύψει
την αιτιότητα, στα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία σήμερα, και άρα να
καταστήσει εφικτό τον καταλογισμό της ευθύνης και να προωθήσει την αλλαγή. Από
τη σκοπιά αυτή, η Ιστορία καλείται να αποτελέσει χειραφετητική δύναμη.
Η Τζένη Λιαλιούτη είναι μεταδιδάκτορας ερευνήτρια, Τμήμα Πολιτικής
Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
[i] Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στο: http://historymanifesto.cambridge.org/
[ii] Βλ. ενδεικτικά, Deborah
Kohen and Peter Mandler, “The History Manifesto: A critique”, American
Historical Review, 120 (2), απρίλιος 2015, 530-542.
[iii] Thomas Piketty, Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα
[Μετάφραση: Ελίζα Παπαδάκη], Πόλις, Αθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου