6/5/16

Η αναψηλάφηση της αρχιτεκτονικής μνήμης

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, σελ. 669

Ένα δίγλωσσο εγχειρίδιο, μια ιδιαίτερα καλαίσθητη και λειτουργική έκδοση εξακοσίων σελίδων, ένα φιλόδοξο συγγραφικό και εκδοτικό πόνημα, το οποίο προσεγγίζει με μεθοδολογική ακρίβεια, βιβλιογραφική πληρότητα, τεκμηρίωση και γνώση την ελληνική μεταπολεμική αρχιτεκτονική σκηνή μέσα από το έργο δεκαοκτώ, λιγότερο ή περισσότερο προβεβλημένων και γνωστών στο ευρύ κοινό, αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτονικών γραφείων. Σήμερα, που η παραγωγή αρχιτεκτονικού έργου στη χώρα μας φθίνει και ατονεί, όπως είναι αναμενόμενο σε καιρούς κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας, ενώ η αρχιτεκτονική σκέψη αναδιπλώνεται και ανασυντάσσεται στην προσπάθειά της να αναζητήσει ισχυρούς προσανατολισμούς και ερείσματα, η αναστοχαστική αναδρομή και η κριτική επισκόπηση την οποία επιχειρεί η παρούσα ερευνητική προσπάθεια παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μέλη της αρχιτεκτονικής κοινότητας και όχι μόνον. Καθόσον, υπό το κράτος της παρούσας συγκυρίας η διαμόρφωση ενός πλαισίου σκέψης ικανού να δώσει μια διαφορετική ώθηση και ένα νέο περιεχόμενο στην Αρχιτεκτονική μοιάζει επείγουσα προτεραιότητα, η συγκεκριμένη έρευνα, με αφετηρία και πρώτη ύλη τα «μονογραφικά σχεδιάσματα» των 18 επιλεγμένων αρχιτεκτόνων και του έργου τους, φέρνει στο προσκήνιο ενδιαφέροντα ερωτήματα και αναμοχλεύει την χωρική πολιτισμική μνήμη.

Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια περιπλάνηση σε ένα πολύτροπο και πολυσυλλεκτικό τοπίο επιστημονικών πρακτικών και καλλιτεχνικής έκφρασης. Μια ξενάγηση στις δημιουργικές καταθέσεις σημαινόντων αρχιτεκτόνων του παρελθόντος και του παρόντος, μελετητών και ακαδημαϊκών δασκάλων που συνέβαλλαν με την εμπνευσμένη διδασκαλία, τη δράση και το σχεδιασμένο και υλοποιημένο έργο τους, όχι πάντα και όχι όλοι ως ευνοούμενοι πρωταγωνιστές των μέσων ενημέρωσης και των θεωρητικών της αρχιτεκτονικής ιστοριογραφίας, να εδραιωθεί η συνθήκη του μοντέρνου στην Ελλάδα, να αρθεί η εσωστρέφεια και ο τοπικισμός και να διαμορφωθεί η νεωτερική εικόνα των πόλεων όπως τις γνωρίζουμε σήμερα.
Η επιλογή από τον συγγραφέα των δεκαοκτώ αρχιτεκτόνων οι οποίοι θα εκπροσωπήσουν τη μεταπολεμική σκηνή στη χώρα μας στην έρευνα πεδίου, (μια επιλογή η οποία τεκμηριώνεται δια μακρών με εξαιρετικά αναλυτικές επεξηγήσεις και η οποία φέρει την προσωπική σφραγίδα του γράφοντος), ακολουθεί δύο βασικά κριτήρια. Το πρώτο αφορά στο ιδιόρρυθμο στίγμα τους στην ελληνική αρχιτεκτονική πραγματικότητα, στην ιδιοσυστασία του σχεδιασμού τους και στον τρόπο ένταξής τους στα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής με μικρότερη ή μεγαλύτερη αποκλίνουσα δυναμική. Το δεύτερο αφορά στην περιορισμένη προβολή τους και στη μη αναλυτική παρουσίαση και συνθετική αποτίμηση του συνολικού έργου τους. Σύμφωνα με την μεθοδολογική αυτή οπτική στην έρευνα δεν περιλαμβάνονται σκόπιμα μια σειρά μειζόνων αναγνωρισμένων δασκάλων, όπως ο Πικιώνης ή ο Κωνσταντινίδης, κάποιοι σημαντικοί αρχιτέκτονες, γνωστοί στο πλατύ κοινό μέσα από εκθέσεις και αναλυτικές δημοσιεύσεις του έργου τους, όπως ο Βαλσαμάκης ή ο Ζενέτος και κάποιοι νεώτεροι προβεβλημένοι δημιουργοί όπως ο Τομπάζης ή το ζεύγος Αντωνακάκη. Βεβαίως κρατώ μια επιφύλαξη για το κατά πόσον πληρούν τα κριτήρια αυτά μείζονες αρχιτέκτονες, όπως επί παραδείγματι ο Δεκαβάλλας ή ο Τάσος και ο Δημήτρης Μπίρης, οι οποίοι συμμετέχουν στον κατάλογο των 18, και των οποίων το αρχιτεκτονικό έργο είναι εξαιρετικά γνωστό σε ειδήμονες και μη.
Στο βιβλίο-δοκίμιο του Παναγιώτη Τσακόπουλου, το οποίο χωρίζεται σε δυο μέρη, αρχής γενομένης από τη χρονική περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο παρουσιάζονται οι διαγενεακές συγκλίσεις και συσχετίσεις, οι μετασχηματισμοί και οι τροπές του ελληνικού μοντερνισμού, οι συνέχειες και οι τομές της αρχιτεκτονικής δημιουργίας όπως εμφανίζονται στα ρεύματα που κυριαρχούν και διαμορφώνουν την ελληνική μεταπολεμική αρχιτεκτονική σκηνή και το δημόσιο χώρο των πόλεων. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, με ενδελεχείς αναφορές στο εκπαιδευτικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό και κοινωνικό πλαίσιο, αποσαφηνίζεται το τοπίο μέσα στο οποίο εγγράφεται η αρχιτεκτονική πορεία των 18 αρχιτεκτόνων. Παρουσιάζονται οι Αρχιτεκτονικές Σχολές, η φυσιογνωμία, η οργανωτική δομή, οι θεσμικές και άτυπες κατευθύνσεις και το περιεχόμενο σπουδών με αναλυτική περιοδολόγηση, κυρίως του ΕΜΠ, αφού οι δεκαπέντε από τους δεκαοκτώ αρχιτέκτονες υπήρξαν απόφοιτοί του. Υποδεικνύονται οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην, οικοδομική, δομική, αισθητική και γνωσιολογική συγκρότηση των επιγόνων επιστημόνων με την προσωπικότητα και το έργο τους. Αποκωδικοποιείται η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και αναλύονται κάποιες κυρίαρχες αρχιτεκτονικές τάσεις και κινήματα στα οποία προσχώρησαν οι συγκεκριμένοι αρχιτέκτονες, αποκτώντας χαλαρούς ή συνεκτικούς δεσμούς.
Στις μονογραφίες του δεύτερου μέρους παρουσιάζονται με μεθοδολογική καθαρότητα και διεισδυτικό τρόπο ουσιαστικά στοιχεία και σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο τους. Διερευνάται η επιστημονική, καλλιτεχνική και επαγγελματική τους συμβολή στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου, οι τομές και οι διαφοροποιήσεις στο χαρακτήρα των έργων τους και όλα αυτά με χρονολογική σειρά, με φωτογραφίες και αρχιτεκτονικά σχέδια, έτσι ώστε ο αναγνώστης, στο τέλος κάθε σύντομης αλλά περιεκτικής κριτικής παρουσίασης, να αποκομίζει μια εμπεριστατωμένη εικόνα για τους μετασχηματισμούς των αισθητικών τους καταθέσεων και την εξελικτική πορεία της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας.
Σε πέντε κεφάλαια-ενότητες εξετάζονται όψεις του ελληνικού φονξιοναλισμού στο αρχιτεκτονικό έργο του Σπύρου Στάικου, του Αντώνη Γεωργιάδη, του Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα και τέλος του Βασίλη Γρηγοριάδη. Σημαντικοί αρχιτέκτονες, μερικοί άγνωστοι στο πλατύ κοινό, με μεγάλη επαγγελματική δραστηριότητα οι οποίοι την περίοδο της μετεμφυλιακής οικοδομικής άνθησης υπογράφουν ένα πλήθος ιδιωτικών αλλά και δημόσιων εμβληματικών έργων και οι οποίοι κινούνται με σχεδιαστική ακρίβεια και κατασκευαστική πληρότητα από τον ακαδημαϊσμό στο διεθνές στυλ και σε έναν μοντερνισμό με ποικίλες επιρροές.
 Όψεις του ελληνικού μπρουταλισμού συγκρίνονται στο έργο των Νίκου Καλογερά, Σπύρου Αμούργη και Πάνου Κουλέρμου καθώς εκπροσωπούν το ελληνικό πρόσωπο της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας. Στις δημιουργίες των Γιάννη Κανετάκη, Δημήτρη Κατζουράκη, Γρηγόρη Τσαμπέρη διερευνώνται ο μπρουταλισμός, ο μανιερισμός και οι μεταλλαγές του μοντέρνου όπως διαπιστώνονται στις αρχιτεκτονικές τους συνθέσεις. Τέλος στο έργο των Λάζαρου Καλυβίτη και Γιώργου Λεονάρδου στοιχειοθετείται η αφομοίωση του ιδιώματος του Le Corbusier σε πολλαπλές εκδοχές και εκφάνσεις.
Η εκφραστικότητα της δομής διερευνάται στο τρίτο κεφάλαιο στις αρχιτεκτονικές αρχές και ορίζουσες του έργου του Ιωάννη Δεσποτόπουλου αλλά και στις αρχιτεκτονικές μελέτες των Τάσου & Δημήτρη Μπίρη οι οποίοι σε μια διαρκή συνθήκη αρχιτεκτονικού εργαστηρίου αναζητούν με νεώτερους συνεργάτες τους μορφογενετικούς μηχανισμούς και τις κοινωνικές, τυπολογικές και δομικές συνιστώσες της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.
Στο τέταρτο κεφάλαιο με τον γενικό τίτλο «Ιδιωματισμοί» ανασύρονται οι συντακτικοί κώδικες στο έργο του Γιάννη Κούκη, αναλύεται ο δομικός αρχιτεκτονικός λόγος στο έργο του Τάκη Εξαρχόπουλου, επισημαίνεται η αναζήτηση του ουσιώδους  στην αρχιτεκτονική γλώσσα του Μιχάλη Μανιδάκη, και υποδεικνύονται τα θραύσματα μνήμης στα αρχιτεκτονήματα των Νίκου Σκουτέλη και Φλάβιο Ζανόν.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζεται η δημιουργική επαναφορά του μοντέρνου με σημείο αιχμής την καθαρότητα της στερεομετρικής σύνταξης στην αρχιτεκτονική του Ηλία Βενέρη. Η σύζευξη νεωτερικότητας και ιστορικού χώρου στις αρχιτεκτονικές συλλήψεις του Γιάννη Κίζη.  Η αναδιατύπωση της στρατηγικής του δημόσιου χώρου στις καταθέσεις του γραφείου Α.Μ Κωτσιόπουλος & συν/τες αρχ/νες. Η επαναδιαπραγμάτευση της συμβολικής διάστασης της αρχιτεκτονικής λειτουργίας στα κτίρια του γραφείου Ποτηρόπουλος Δ+Λ αρχιτέκτονες και η συζήτηση για μια αρχιτεκτονική του νοήματος, με συντακτική σαφήνεια και επεξεργασμένες γεωμετρίες χωρίς μανιερισμούς στο έργο του γραφείου Sparch / Ρένα Σακελλαρίδου και Μόρφω Παπανικολάου.
Στην περιρρέουσα διαβρωτική συνθήκη της κρίσης η Αρχιτεκτονική ανιχνεύει εκ νέου την κοινωνική της υπόσταση και την οραματική της αποστολή. Επιχειρεί να αρθρώσει έναν επίκαιρο ριζοσπαστικό λόγο και να διαδραματίσει έναν περισσότερο συνεπή ρόλο που να δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες ευρύτερων πληθυσμιακών ομάδων κα όχι στην αυτοαναφορική και αυτοεγκωμιαστική της λειτουργία. Επιχειρεί να επινοήσει μια ουσιαστική παρέμβαση διαφορετικής αντίληψης και στόχευσης με νοηματική καθαρότητα και λειτουργική αποτελεσματικότητα, διατυπώνοντας μια προβληματική που αφίσταται από την παροξυσμική ρητορεία των μορφών, την αυτοτροφοδοτούμενη έπαρση του ψηφιακού σχεδιασμού και τις ανεξάντλητες δυνατότητες των σύγχρονων υλικών.
Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία όπου η συζήτηση έχει ανοίξει, η κριτική επισκόπηση του σχεδιασμένου και υλοποιημένου αρχιτεκτονικού έργου των δεκαοκτώ εκπροσώπων της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής σκηνής όπως συντάσσεται και ερμηνεύεται από τον συγγραφέα, είναι μια ενδιαφέρουσα πλατφόρμα αναφοράς, ένα χρήσιμο εργαλείο συγκριτικής μελέτης και μια δεξαμενή άντλησης ιδεών και έμπνευσης.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Βασίλης Μπαλάσκας, The market will save us, 2013, 
μπάνερ στην πρόσοψη του Royal College of Art, Λονδίνο, 23,4 x 6,8 μ., φωτ.: Dominic Tschudin

Δεν υπάρχουν σχόλια: