Μια οικουμενική παρακαταθήκη της
απελευθέρωσης
ΤΗΣ ΚΛΕΙΩΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΛΗ
H έννοια της communitas εισάγεται στην ανθρωπολογική βιβλιογραφία από τον Victor
Turner, με το έργο The Ritual Process
(1969), στο πλαίσιο της προσέγγισης της τελετουργίας –και ιδιαίτερα των διαβατήριων
τελετουργιών– ως διαδικασίας που εκτυλίσσεται σε τρεις φάσεις. Ο Turner εστίασε
το ενδιαφέρον του στην ενδιάμεση φάση των τελετουργιών, τη φάση της μετάβασης ή
μεθοριακότητας ή του κατωφλιού (liminality), κατά την οποία οι συμμετέχοντες
απομονώνονται από την υπόλoιπη κοινωνία και τίθενται παροδικά εκτός της
υφιστάμενης κοινωνικής δομής. Κατά τη φάση αυτή συντελείται ένας αμφίσημος και
παιγνιώδης ανασυνδυασμός όλων των οικείων πολιτισμικών σχημάτων και αναπτύσσονται
σχέσεις ισότητας και συντροφικότητας ανάμεσα στους μυούμενους.
Επιχειρώντας να αποδώσει την ποιότητα και το
μοντέλο σχέσεων που συγκροτείται κατά τη μεθοριακότητα, ο Turner διετύπωσε την
έννοια της communitas η οποία χαρακτηρίζει τόσο την αμεσότητα του δεσμού συντροφικότητας
των μεθοριακών προσώπων όσο και τη συνθήκη ανάπτυξης του δεσμού, δηλαδή την
έννοια της αντιδομής, μια συνθήκη
απουσίας ή χαλάρωσης της δομής, όπου αναπτύσσονται σχέσεις εκτός των
καθιερωμένων κοινωνικών κανόνων. Το περιεχόμενο της έννοιας επομένως είναι
διττό. Χαρακτηρίζει τόσο το πεδίο των συναισθημάτων, το αίσθημα της μέθεξης και
της ανάδυσης του εμείς, όσο και τη
συνθήκη της αντιδομής. Στη ίδιο έργο ο Turner επέκτεινε την έννοια της
μεθοριακότητας και της communitas σε όλες τις τελετουργίες των φυλετικών και
προνεωτερικών κοινωνιών, και άρχισε να προβληματίζεται για το περιεχόμενο και
το ρόλο που επιτελούν και στα θρησκευτικά και κοινωνικά κινήματα στις
μεσαιωνικές και νεωτερικές κοινωνίες.
Η communitas
στο έργο του Δημητρίου
Η προσέγγιση της communitas από τον Δημητρίου
παρουσιάζει ορισμένες διαφοροποιήσεις από τις θέσεις του Turner. ΟΙ βασικές
διαφορές συνίστανται αφενός στην αναζήτηση της προέλευσης της συντροφικότητας
που πηγάζει από την communitas και αφετέρου στο σαφές πολιτικό πρόσημο που της
αποδίδει, διαφορές που πηγάζουν από την εμπειρία της συμμετοχής του στο
αριστερό κίνημα από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι σήμερα, από τις φιλοσοφικές του
αφετηρίες, δηλ. την επιρροή από τον νεο-εξελικτικό μαρξισμό της δεκαετίας του
1960 και τη βαθειά του πεποίθηση ότι η κοινωνική ανθρωπολογία μπορεί και
οφείλει να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση της κοινωνίας από τα
καπιταλιστικά δεσμά. Ο Turner, αναλύοντας την πορεία διαφόρων κοινωνικών και
θρησκευτικών κινημάτων στην ευρωπαϊκή και αμερικανική ιστορία, διέκρινε τρεις
μορφές communitas που συχνά –αλλά όχι απαραίτητα– διαδέχονται η μία την άλλη: α) την αυθόρμητη communitas, μια βαθειά
και έντονη μορφή αλληλεπίδρασης που συνοδεύεται από μία αίσθηση υπαρξιακής
αμοιβαιότητας, β) την ιδεολογική
communitas, μια συνθήκη διατύπωσης ουτοπικών μοντέλων κοινωνίας που επιχειρούν
να περιγράψουν την εμπειρία της αυθόρμητης communitas, γ) την κανονιστική communitas που συνοψίζει την επικράτηση ενός
κοινωνικού συστήματος ως αποτέλεσμα της θέσπισης κανόνων από μια ομάδα που
επιχειρεί να διατηρήσει την αυθόρμητη communitas σε μόνιμη βάση.
Για τον Δημητρίου αυτό που έχει ενδιαφέρον
είναι η οικουμενική και χειραφετητική διάσταση της αυθόρμητης communitas. Η
οικουμενικότητα της communitas, ως συναισθήματος μέθεξης και συλλογικότητας, που
εμφανίζεται τόσο στις φυλετικές κοινωνίες στη μεθοριακή φάση των τελετουργιών
όσο και στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες σε καταστάσεις και φαινόμενα που
υπερβαίνουν τις συνήθεις κοινωνικές συμβάσεις και συμπεριφορές (τέχνη, έρωτας, καρναβάλι,
απελευθερωτικά κινήματα κ.ά.), θέτει για τον Δημητρίου ερωτήματα προέλευσης. Έτσι,
το 2001 στο έργο Η εξέλιξη του ανθρώπου (Εκδόσεις
Καστανιώτη, τ. V) ισχυρίζεται ότι η
communitas ανήκει στον στοιχειώδη εξοπλισμό του ανθρώπου με ιδιότητες και
λειτουργίες που τον διαφοροποιούν από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο (π.χ. η όρθια
κίνηση, οι βασικοί κιναισθητικοί χειρισμοί και τελικά η γλώσσα), που αποτελούν
κατάκτηση του ανθρώπινου είδους στη μακραίωνη ιστορία της εξέλιξής του και
βρίσκονται στη βάση του κοινωνικού. Η οικουμενικότητα της communitas ωστόσο δεν
συνεπάγεται αναγωγή σε κάποιο κοινό βιολογικό υπόβαθρο, καθώς αποτελεί προϊόν των
συνθηκών κάτω από τις οποίες συντελείται η επίκτητη μάθηση στα πρώτα χρόνια της
ζωής των ανθρώπων σε όλες τις κοινωνίες πριν την ανάπτυξη της γλώσσας.
Παραπέμπει δηλαδή στην πρώιμη εκείνη φάση της κοινωνικοποίησης των μικρών
παιδιών, κατά την οποία αποκτούν τα στοιχειώδη ανθρώπινα γνωρίσματα και την οποία
ο Δημητρίου αποκαλεί «ανθρωποποίηση» (Δημητρίου 2001:263-265, 351-352,
353-354).
Αντλώντας από τις κλασικές ψυχαναλυτικές θεωρίες
για τη διαμόρφωση του εαυτού κατά τη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία και
ερμηνεύοντας το ανθρωπολογικό υλικό που πραγματεύεται ο Anthony Cohen στο έργο Self Consciousness (1994: 125-127) από
την Ιαπωνία, περί της διάκρισης του εαυτού σε πρωτογενή, κοινωνικό και
απεριόριστο (boundless), o Δημητρίου τοποθετεί τον εαυτό της communitas στην τρίτη
κατηγορία. Η communitas δηλ. παραπέμπει στην έννοια ενός ενσώματου εαυτού, του
οποίου τα όρια συγχέονται με τα όρια του κόσμου στα πρώτα χρόνια της ζωής του,
όπου ο εαυτός δεν ξεχωρίζει από το περιβάλλον και το άτομο αισθάνεται ασφαλές
και παντοδύναμο, ανοιχτό σε όλες τις δυνατότητες.
Στο πρώιμο έργο του Δημητρίου τονίζεται το
αντιδομικό περιεχόμενο της communitas ως σχέσης μεταξύ ίσων ανθρώπων,
απογυμνωμένων από κάθε κοινωνικό και ιδιοκτησιακό status. Σε πιο πρόσφατα
γραπτά του υπάρχει μετατόπιση προς στο ψυχικό, συναισθηματικό φορτίο της
έννοιας, ως κατάστασης του ψυχισμού και ως συναισθήματος μέθεξης και
συντροφικότητας που επιτρέπει τη μετάσταση του εαυτού στην πρωτογενή του
ενότητα με τον κόσμο. Η communitas, ως βαθύς ψυχολογικός δεσμός, ως συναίσθημα μέθεξης
αλλά κυρίως ως υπέρβαση του κοινωνικού ή συνειδητού εαυτού αποτελεί κινητήρια
δύναμη για μια μετασχηματιστική και χειραφετητική προοπτική της κοινωνίας.
Η θέση της
communitas στον κοινωνικό μετασχηματισμό
Ο Δημητρίου υιοθετεί μια φαινομενικά παρόμοια
με τον Turner ανάγνωση της communitas, ως πανανθρώπινης ιδιότητας με μεταβαλλόμενο
ιστορικό και πολιτισμικό περιεχόμενο, τονίζοντας ωστόσο το γεγονός ότι οι
σχέσεις αντιδομής έρχονται σε σύγκρουση με τις δομικές συνιστώσες μιας
κοινωνίας κάτω από συγκεκριμένες σχέσεις δύναμης σε διαστρωματωμένες κοινωνίες
(Δημητρίου 2001: 351-355).
Για τον Turner η communitas σχετίζεται
καταρχήν με τη μεθοριακή φάση των τελετουργιών, ως συνθήκης ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης
συνείδησης που έχει δυνητικά ανατρεπτικό χαρακτήρα. Η συνθήκη της
μεταιχμιακότητας, του εν δυνάμει και του δυνατού, μπορεί να επεκταθεί σε όλες
τις μεθοριακές καταστάσεις, καθώς και σε εκκοσμικευμένα νεωτερικά φαινόμενα και
πολιτισμικές εκδηλώσεις, όπως το παιχνίδι, το αστικό καρναβάλι, το θέατρο και
τα σύγχρονα μαζικά σπορ. Η θέση αυτή υιοθετείται και από τον Δημητρίου. Υπάρχουν
όμως και ορισμένες διαφορές στις δύο εκδοχές.
Η communitas που αναπτύσσεται στη μεθοριακή
φάση των τελετουργιών και σε μεθοριακά φαινόμενα στις παραδοσιακές κοινωνίες,
αποτελεί για τον Turner μια στιγμιαία σπίθα ανατροπής, ένα άνοιγμα στο
καινούργιο και στο δυνατό, μια μετασχηματιστική πιθανότητα που συνήθως
υποτάσσεται ή ενσωματώνεται από την κυρίαρχη κοινωνική δομή στην κανονιστική
communitas. Στις νεωτερικές κοινωνίες, η communitas καταρχήν απελευθερώνεται
από τα δεσμά της δομής, σε συνθήκες ή εκδηλώσεις που συνδέονται με τον ελεύθερο
χρόνο ή το χρόνο της γιορτής, αλλά και το χρόνο των επαναστάσεων, φαινόμενα που
ο Turner το 1974 ονόμασε μεθοριοειδή
(liminoid), αποδίδοντάς τους σαφή μετασχηματιστική προοπτική. Η διαλεκτική
ωστόσο σύνδεση της communitas με τη δομή σημαίνει για τον Turner ότι η
communitas δεν μπορεί να υπάρξει μόνη της, επομένως η αντιδομή αντικαθίσταται
σύντομα από μια νέα δομή που στη συνέχεια γεννά νέες μορφές communitas.
Για τον Δημητρίου, η μελέτη της συνθήκης
ανάπτυξης της φευγαλέας ανατρεπτικής δυναμικής που εμπεριέχει η communitas δεν έχει
απλά ακαδημαϊκό ενδιαφέρον –με την έννοια της καταγραφής της πορείας των
διαφόρων ιστορικών της μορφών– αλλά αποτελεί καθήκον μιας πολιτικά στρατευμένης
ανθρωπολογίας που οφείλει να επεξεργάζεται και να προτείνει εργαλεία μελέτης
του πολιτικού γίγνεσθαι. Έτσι, σε κείμενα που δημοσιεύει με αφορμή τη μαθητική εξέγερση
του 2008 (περ. Κριτική Διεπιστημονικότητα
2010) και με αφορμή την κυκλοφορία αναλύσεων για τα κινήματα των πλατειών, όπως
το πρόσφατο βιβλίο της Μαρίας Παπαπαύλου Η
Εμπειρία της πλατείας Συντάγματος (Η
Αυγή 23/8/2015), επιχειρεί να φωτίσει μερικά από τα χαρακτηριστικά, τις
συνθήκες ανάπτυξης και τη συμβολή της communitas στον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Στο άρθρο του 2010 η communitas ανοίγει μια
δίοδο στο μέλλον, ακριβώς επειδή αποτελεί τη βάση των ανθρώπινων αξιών πριν
αλλοιωθούν και διαφοροποιηθούν από τις διακρίσεις του κυρίαρχου λόγου κατά τη
διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Οι νέοι στις σύγχρονες κοινωνίες, που εκ των
πραγμάτων ωθούνται στο περιθώριο των εξουσιαστικών δομών, βρίσκονται πιο κοντά
στη συνθήκης της communitas και η οπτική τους είναι γι’ αυτό πιο καθαρή και
διαυγής από την οπτική των ενηλίκων. Το 2015 επανέρχεται στην επεξεργασία της
έννοιας, προβάλλοντας τη δυναμική της communitas ως συναισθήματος
συλλογικότητας και ως τελεστικής συνθήκης που συνοδεύει τον κοινωνικό
μετασχηματισμό, κατά την οποία το άτομο δρα διϋποκειμενικά και με αμεσότητα,
καταλήγοντας στην ιδέα της communitas ως «ποιητικής της απελευθέρωσης» που
αναδύεται σε συνθήκες μετάβασης ή κατωφλιού (όπως περιγράφονται και από τον
Σταύρο Σταυρίδη). Στις συνθήκες αυτές αποσύρεται ο κοινωνικός εαυτός, μαζί με
την ενεργό αντίληψη, και εμφανίζεται στην επιφάνεια ο πρωτογενής εαυτός της
communitas, δηλ. ο εαυτός που αντλεί μια αίσθηση μαγείας και παντοδυναμίας από
το αίσθημα ενότητας με τον κόσμο. Το συναίσθημα της communitas εμφανίζεται τότε
«σαν αναλαμπή» ως απελευθέρωση από την πραγματικότητα που επιβάλλει ο κυρίαρχος
λόγος, ανοίγοντας το δρόμο για το όραμα και τη δυνατότητα. Και στο σημείο αυτό,
της απόδρασης από την ενεργό αντίληψη και του περάσματος στο όραμα,
συναντιούνται οι πλατείες της αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, με την
τέχνη, τη λογοτεχνία και την ποίηση.
Κλείνοντας, παραθέτω ένα απόσπασμα από
συνέντευξη που μου έδωσε ο Σ. Δημητρίου τον Ιούνιο του 2015, για τον τρόπο που
βίωσε την ανάδυση της communitas κατά τη διάρκεια της Αντίστασης στη ναζιστική
Κατοχή, όπου ο βιωματικός λόγος της ανάμνησης μεταφέρει με αμεσότητα την ένταση
των συναισθημάτων που απελευθερώνει η communitas.
«…Συγκεκριμένα πράγματα που έχω ζήσει εγώ
ήταν οι διαδηλώσεις που κάναμε στην Κατοχή. Όταν άρχιζαν οι διαδηλώσεις
περνάγαμε όλοι στο στάδιο της communità[s]. Διότι
μας κυνηγούσαν οι Ιταλοί με το ιππικό, οι Γερμανοί με τα τανκς κι εμείς το
σκάγαμε, αλλά ξαναπηγαίναμε σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Είχαμε πενήντα νεκρούς
κάθε φορά και δεν το λογαριάζαμε! Κι όταν δινόταν το σύνθημα να φύγουμε, λέγαμε
γιατί να τελειώσει αυτό το πανηγύρι! Όπως στο πανηγύρι –και στο καρναβάλι ακόμα–
περνάς σε μία κατάσταση communità[s], όπου
έχεις μια ευφορία κι αισθάνεσαι ότι είσαι διαφορετικός, το ίδιο αισθανόμασταν
κι εμείς με το επαναστατικό κίνημα: μια ευφορία. Όταν σταμάταγε, μας στερούσαν
αυτή την ευφορία. Αυτή είναι η λειτουργία της communità[s] και εκεί
είναι η δύναμη της.…»
Η Κλειώ Γκουγκουλή διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Τμήμα
Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου
Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου