ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Η θεωρία του κινηματογράφου και εν γένει οι
κινηματογραφικές σπουδές σαν ξεχωριστό επιστημονικό πεδίο εδραιώνονται στις ΗΠΑ
τη δεκαετία του ’60 μετά από μια μακρά παράδοση κριτικής και θεωρητικοποίησης
του μέσου που ξεκινά με τη γέννησή του. Στην Ελλάδα η θεωρητική συζήτηση για
τον κινηματογράφο ξεκινά τη δεκαετία του ’50 από τα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης, Δημοκρατική Αλλαγή, Ελληνικός
Κινηματογράφος, και αποκρυσταλλώνεται στον Σύγχρονο Κινηματογράφο. Στα έντυπα αυτά αναπτύσσεται περισσότερο η
κινηματογραφική κριτική που αφορά την αισθητική και ιδεολογική ανάλυση των
ταινιών, διαφοροποιούμενη σαφώς από την κριτική των καθημερινών εντύπων, και
λιγότερο η θεωρία του κινηματογράφου που αφορά τις εξελισσόμενες κατηγορίες του
μέσου και η διατύπωση των γενικών του μοτίβων. Στην πραγματικότητα, η μελέτη
και συγγραφή πάνω σε θέματα ιστορίας και θεωρίας του κινηματογράφου αποκτά ένα
πιο ακαδημαϊκό προφίλ και πλαίσιο τη δεκαετία του ’90, μέσα από εκδόσεις και
μεταφράσεις βιβλίων και μέσα από ένα αρκετά σημαντικό πλέον σώμα διδακτορικών
διατριβών.
Ωστόσο, υπάρχουν λίγες μονογραφίες αμιγώς
κινηματογραφικής θεωρίας, που εκδίδονται λίγο πριν και κατά τη διάρκεια γένεσης
του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Σε αυτά, η θεωρητική συζήτηση βρίσκεται σε
ακολουθία των συζητήσεων που γίνονται στην ξένη βιβλιογραφία και αρθρογραφία,
και αφορά, ως επί το πλείστον, τρεις άξονες: την αισθητική ιδιαιτερότητα του
κινηματογράφου, τον ρεαλισμό και την «αυθεντικότητα», και φυσικά τη θεωρία του
δημιουργού. Εξαίρεση σε αυτό το μικρό αλλά ενδιαφέρον σώμα βιβλίων αποτελεί η
μελέτη του Σωτήρη Δημητρίου που εκδίδεται το 1973, καθώς όχι μόνο
αποκρυσταλλώνει και απαντά σε προηγούμενες συζητήσεις στην Ελλάδα και το
εξωτερικό, αλλά ταυτόχρονα προτείνει μια καινοτόμα προσέγγιση, η οποία θα βρει
πρόσφορο έδαφος στην πορεία μέσα από την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας και της
σχέσης της με τον κινηματογράφο ως μέσο τελεστικής λειτουργίας.
Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο του Σόλωνα Μακρή Ο
κινηματογράφος και η αισθητική του (εκδ. Αετός, 1951) χωρίς να
συνδιαλέγεται με την ξένη βιβλιογραφία και χωρίς κάποια βασικά ακαδημαϊκά
κριτήρια προσπαθεί –κάτι που έγινε και σε άλλες χώρες λίγο νωρίτερα – να
αποδείξει ότι ο κινηματογράφος είναι τέχνη, κάτι όχι δεδομένο στη μεταπολεμική
Ελλάδα. Ως εκ τούτου, το κείμενο αυτό προσφεύγει σε μια αισθητική προσέγγιση
του κινηματογράφου, που πολύ σωστά τη διαχωρίζει από την ποιητική, την ιστορία
και την κριτική, διερευνώντας όχι τι διαχωρίζει τον κινηματογράφο από τις άλλες
τέχνες αλλά τι τον ενώνει σε οντολογικό και αισθητικό επίπεδο. Αντίστοιχα, αλλά
με λιγότερη επιμονή στη μέθοδο, σκοπός του βιβλίου Ο κινηματογράφος στο φως
της επιστήμης του Φώτη Καραμήτσου (χ.ε. 1963) είναι να συσχετίσει την
αισθητική και την μορφολογία του
κινηματογράφου με τα επιστημονικά δεδομένα της σύγχρονής του εποχής. Κι εδώ οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι λίγες. Το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη 12 Μαθήματα για τον κινηματογράφο (εκδ. Καλλιτεχνικό πνευματικό κέντρο Ώρα, 1970) συνοψίζει ζητήματα που αφορούν την ιστορία και γλώσσα του κινηματογράφου και, όπως το υπονοεί και ο τίτλος, είναι περισσότερο ένα εγχειρίδιο για σπουδαστές παρά μια θεωρητική ή μεθοδολογικά ολοκληρωμένη πρόταση. Τέλος, το βιβλίο του Τάκη Αντωνόπουλου Κινηματογράφος, επιστήμη, ιδεολογία (εκδ. Αντίλογος, 1972) είναι σαφώς ακαδημαϊκών προδιαγραφών και συνδιαλέγεται με την θεωρία που εκείνη την εποχή συζητιέται στην Γαλλία και στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος. Ο Αντωνόπουλος προσπαθεί και αυτός να απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι κινηματογράφος», αναφερόμενος σε μια ευρεία γκάμα θεωριών, όπως το επικοινωνιακό μοντέλο του Γιάκομπσον και η θεωρία του Μετζ, όπου ο κινηματογράφος αποτελεί ένα επικοινωνιακό φαινόμενο με γλώσσα και ιδεολογικό λόγο. Η συμβολή του Αντωνόπουλου έγκειται στο ότι αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο ως αντικείμενο έρευνας. Ωστόσο, όπως και οι προηγούμενοι δεν παράγει θεωρία. Αντιθέτως, το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου Μύθος, Κινηματογράφος, Κρίση της Αισθητικής εκδίδεται το 1973 (εκδ. Άλμα) και στοιχειοθετεί με ακαδημαϊκούς πλέον όρους μια ολοκληρωμένη και πρωτογενή πρόταση θεωρίας κινηματογράφου στην Ελλάδα. Το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου είναι το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο που θέτει το ζήτημα της θεωρίας, μέσα από εκτεταμένη βιβλιογραφία και βιβλιογραφικές αναφορές που δείχνουν βαθιά γνώση της σημειολογίας, του δομισμού, του αποδομισμού, και φυσικά της ανθρωπολογίας. Με αυτό, λοιπόν, το βιβλίο διανοίγεται ένα πεδίο. Είναι το κομβικό σημείο ανάμεσα σε αυτό που ως τότε είχαν εκφράσει όσοι έκαναν θεωρία κινηματογράφου στην Ελλάδα, και στην αναγκαιότητα μιας κριτικής δι-επιστημονικότητας που ακυρώνει τα στεγανά και τις περιχαρακώσεις της «Μεγάλης Θεωρίας», της θεωρίας δηλαδή που θέλει να ανήκει αποκλειστικά στον κινηματογράφο. Το βιβλίο αυτό εδραιώνει το πεδίο της κινηματογραφικής θεωρίας στην Ελλάδα πριν αποκτήσει καθαρότητα και στεγανοποιηθεί γύρω από την ιδιαιτερότητά του, τον εδραιώνει ακριβώς επειδή τον αρνείται ως πεδίο ξέχωρο. Οι κινηματογραφικές σπουδές που προτείνει, χωρίς να το ονομάζει, είναι ένα ανοικτό πεδίο που συνδιαλέγεται με τις πολιτισμικές σπουδές, την ανθρωπολογία, και τις παραστατικές σπουδές (performancestudies).
κινηματογράφου με τα επιστημονικά δεδομένα της σύγχρονής του εποχής. Κι εδώ οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι λίγες. Το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη 12 Μαθήματα για τον κινηματογράφο (εκδ. Καλλιτεχνικό πνευματικό κέντρο Ώρα, 1970) συνοψίζει ζητήματα που αφορούν την ιστορία και γλώσσα του κινηματογράφου και, όπως το υπονοεί και ο τίτλος, είναι περισσότερο ένα εγχειρίδιο για σπουδαστές παρά μια θεωρητική ή μεθοδολογικά ολοκληρωμένη πρόταση. Τέλος, το βιβλίο του Τάκη Αντωνόπουλου Κινηματογράφος, επιστήμη, ιδεολογία (εκδ. Αντίλογος, 1972) είναι σαφώς ακαδημαϊκών προδιαγραφών και συνδιαλέγεται με την θεωρία που εκείνη την εποχή συζητιέται στην Γαλλία και στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος. Ο Αντωνόπουλος προσπαθεί και αυτός να απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι κινηματογράφος», αναφερόμενος σε μια ευρεία γκάμα θεωριών, όπως το επικοινωνιακό μοντέλο του Γιάκομπσον και η θεωρία του Μετζ, όπου ο κινηματογράφος αποτελεί ένα επικοινωνιακό φαινόμενο με γλώσσα και ιδεολογικό λόγο. Η συμβολή του Αντωνόπουλου έγκειται στο ότι αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο ως αντικείμενο έρευνας. Ωστόσο, όπως και οι προηγούμενοι δεν παράγει θεωρία. Αντιθέτως, το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου Μύθος, Κινηματογράφος, Κρίση της Αισθητικής εκδίδεται το 1973 (εκδ. Άλμα) και στοιχειοθετεί με ακαδημαϊκούς πλέον όρους μια ολοκληρωμένη και πρωτογενή πρόταση θεωρίας κινηματογράφου στην Ελλάδα. Το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου είναι το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο που θέτει το ζήτημα της θεωρίας, μέσα από εκτεταμένη βιβλιογραφία και βιβλιογραφικές αναφορές που δείχνουν βαθιά γνώση της σημειολογίας, του δομισμού, του αποδομισμού, και φυσικά της ανθρωπολογίας. Με αυτό, λοιπόν, το βιβλίο διανοίγεται ένα πεδίο. Είναι το κομβικό σημείο ανάμεσα σε αυτό που ως τότε είχαν εκφράσει όσοι έκαναν θεωρία κινηματογράφου στην Ελλάδα, και στην αναγκαιότητα μιας κριτικής δι-επιστημονικότητας που ακυρώνει τα στεγανά και τις περιχαρακώσεις της «Μεγάλης Θεωρίας», της θεωρίας δηλαδή που θέλει να ανήκει αποκλειστικά στον κινηματογράφο. Το βιβλίο αυτό εδραιώνει το πεδίο της κινηματογραφικής θεωρίας στην Ελλάδα πριν αποκτήσει καθαρότητα και στεγανοποιηθεί γύρω από την ιδιαιτερότητά του, τον εδραιώνει ακριβώς επειδή τον αρνείται ως πεδίο ξέχωρο. Οι κινηματογραφικές σπουδές που προτείνει, χωρίς να το ονομάζει, είναι ένα ανοικτό πεδίο που συνδιαλέγεται με τις πολιτισμικές σπουδές, την ανθρωπολογία, και τις παραστατικές σπουδές (performancestudies).
Ο Σωτήρης Δημητρίου κάνει κριτική στα
προϋπάρχοντα, στη σύγχρονη με το βιβλίο θεωρία (για παράδειγμα εντάσσει τον
κινηματογράφο υπό την οπτική της αποδόμησης του Ντεριντά που μόλις είχε εκδοθεί
και που αποτέλεσε μία τάση στη θεωρία του κινηματογράφου έκτοτε) αλλά ξεκινά
από ένα διαφορετικό, για την εποχή, ερευνητικό ερώτημα: ο Σωτήρης Δημητρίου
επισημαίνει ότι το ζήτημα δεν είναι «τι είναι ο κινηματογράφος» (ερώτημα του
Μπαζέν) αλλά «τι κάνει ο κινηματογράφος». Η μετατόπιση από το «τι είναι ο
κινηματογράφος» στη θεώρησή του ως ολικού κοινωνικού φαινομένου όπως
διακηρύσσει ο ανθρωπολόγος Μ. Μως, στρέφει το ενδιαφέρον στις λειτουργίες του
κινηματογράφου και στη μετασχηματιστική του δύναμη. Ο Δημητρίου κάνει κριτική
στην τέχνη ως απόλυτη οντότητα, και άρα τολμηρά και κόντρα στην εποχή (ακόμα
και τη σημερινή) αξιώνει ότι ο κινηματογράφος τελειώνει εκεί που αρχίζει και
γίνεται «καθαρή τέχνη».
Με μεθοδικότητα, στο βιβλίο του Ο
κινηματογράφος σήμερα που εκδόθηκε το 2011 (εκδ. Σαββάλας), συνεχίζει το
νήμα εκείνο που είχε πιάσει το 1973 (παρόλο που έκτοτε παρεμβλήθηκαν πάρα πολλά
κείμενα). Ο Δημητρίου αναδεικνύει πλέον καθαρά την τελεστική διάσταση του
κινηματογράφου και γι’ αυτό προτείνει τη μελέτη του υπό την οπτική της
ανθρωπολογίας, ως διεπιστημονικής θεώρησης που «εξετάζει την κοινωνία ως
αυτομετασχηματιζόμενη δομή των κοινωνικών σχέσεων και την κουλτούρα ως δυναμικό
σύστημα των αλληλεξαρτούμενων λειτουργιών της» (σ. 13).
Το έργο του Σωτήρη Δημητρίου προτείνει σήμερα
μια σειρά από μεθοδολογικούς άξονες οι οποίοι προσφέρονται για μελλοντικές
μελέτες. Οι άξονες αυτοί αφορούν: α) τον κινηματογράφο ως ολικό κοινωνικό
φαινόμενο και την εξέταση της θέσης, του ρόλου και των λειτουργιών του στον
σύγχρονο κοινωνικο-πολιτισμικό σχηματισμό, β) τις μελέτες πρόσληψης και του
τρόπου με τον οποίο επηρεάζει το κοινό, γ) τον κινηματογράφο ως τεκμήριο της
κουλτούρας και την ανάλυση των ιδεολογημάτων της, δ) τον κινηματογράφο ως
εργαλείο της ανθρωπολογίας για την κατανόηση άλλων κοινωνιών και, τέλος, ε) τις
δυνατότητες μετασχηματισμού της κουλτούρας, που είναι και η καθαρά πολιτική
πλευρά του κινηματογράφου (σελ. 13-14). Οι μεθοδολογικοί αυτοί άξονες δεν είναι
απλώς αναγκαίοι για να συνεχιστεί και ανανεωθεί το σώμα μελετών των
κινηματογραφικών σπουδών στην Ελλάδα πέρα από τις αναπαραστάσεις∙ οι άξονες αυτοί οδηγούν αναμφίβολα σε μια
απαραίτητη για την εποχή μας δι-επιστημονική έρευνα με σαφές πολιτικό πρόσημο.
Η Αφροδίτη Νικολαΐδου διδάσκει
πολιτισμό και επικοινωνία στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου