3/4/16

Νεωτερική ηθογραφία

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΟΡΗ

Μάνος Χατζηκωνσταντής, Χωρίς τίτλο, 2015, ψηφιακή εκτύπωση


ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ, Η Δρακοντιά, διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 112

Ο Στάθης Κοψαχείλης με το πρώτο βιβλίο του (Τα Παραμιλητά, Εκδόσεις Θερμαϊκός, 2011) συγκρότησε έναν λόγο βιωματικό, που συνδύαζε τη μνήμη του παλαιότερου βιώματος με την υπαρξιακή διάσταση της σύγχρονης ζωής. Συνεχίζοντας να διοχετεύει την ευαισθησία  και τη συγκινησιακή δραστικότητα της γραφής του σε κείμενα μικρής φόρμας, συγκεντρώνει δώδεκα διηγήματα υπό τον μεστό από συνδηλώσεις πολύσημο τίτλο  Η Δρακοντιά: το φιδόχορτο, που βγάζει κόκκινους ανθούς με δηλητηριώδεις ρώγες, φυτρώνει μόνο του στους αγρούς, περικλείει οπτική ομορφιά αλλά και θάνατο (πρόκειται για φυτό τοξικό), ενώ ορισμένοι κατά τη λαϊκή παράδοση το θεωρούσαν φάρμακο και γιατροσόφι.
Ο Στάθης Κοψαχείλης αξιοποιεί ποικίλες πτυχές της νεοελληνικής πεζογραφικής παράδοσης και μπολιάζοντές τες με το προσωπικό του συγγραφικό στίγμα, στίγμα ενός ανθρώπου που έζησε παιδική και εφηβική ηλικία στην ελληνική επαρχία των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα αλλά διάγει ως ενήλικας του αστικού κέντρου το τέλειωμα του εικοστού αιώνα και τα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου, κατορθώνει να προικίσει τις αφηγήσεις του και με ψήγματα μαγικού ρεαλισμού, και με απλό-κουβεντιαστό ύφος, που ψηλαφεί τον πυρήνα του βιώματος χωρίς εκφραστικούς ακκισμούς και λογοτεχνική πόζα. Κινείται, επομένως, στην αφηγηματική περιοχή του βιωματικού νεορεαλισμού μικρής φόρμας, ενώ από τις αφηγήσεις του αναδύεται και η αύρα μιας νεωτερικότητας, που ξαφνιάζει γόνιμα τον αναγνώστη με ψυχολογικές εμβαθύνσεις και σποραδικές μεταφυσικές προεκτάσεις.

Είναι γνωστό πως η νεωτερικότητα δεν αποκόπτει τους δεσμούς με το λογοτεχνικό παρελθόν, αλλά τους μετασχηματίζει και τους συνδέει με τους αρμούς ευαισθησίας και οπτικής του εκάστοτε παρόντος. Η συναισθηματικά παλλόμενη γραφή του Στάθη Κοψαχείλη είναι γραφή σημερινή, που έχει ενσωματώσει δημιουργικά τη μνήμη του γενέθλιου επαρχιακού τόπου, υποβάλλοντας με απλότητα τη δύναμη των βιωμάτων. Το χωράφι, το κοπάδι, το δάσος, το χωριό, το ορεινό τοπίο, η διαπλοκή σημερινών και περασμένων δομών καθημερινής ζωής, η συνύπαρξη ιστορικής φόρτισης και αξιακών συστημάτων του χτες και του σήμερα συγκροτούν ένα ελκυστικό αφηγηματικό κράμα. Η λελογισμένη (καθόλου ενοχλητική και με ακριβείς δόσεις σκιαγραφημένη) χρήση της λιτοχωρινής ντοπιολαλιάς, η εμβάθυνση σε ιστορίες ανθρώπων τσαλακωμένων από τα βάσανα, από τη μοίρα ή και από την ιστορική συγκυρία, η ανάδειξη πουλιών και ζώων σε ρόλο πρωταγωνιστικό, δίπλα σε ανθρώπους  στερημένους, ψυχικά τραυματισμένους και κάθε άλλο παρά τέλειους και αξιοθαύμαστους, ανορθώνουν μια πεζογραφία που εκκινεί από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Γεώργιο Βιζυηνό ως μείζονες συγγραφείς της ηθογραφίας, συνεχίζει με σημαντικούς μεταπολεμικούς μας πεζογράφους σαν τον Δημήτρη Χατζή, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Χριστόφορο Μηλιώνη, τον Θανάση Βαλτινό, τον Πρόδρομο Μάρκογλου και φτάνει έως τους νεότερους του βιωματικού ρεαλισμού με βαθύτατο υπαρξιακό άνοιγμα, τον Δημήτρη Πετσετίδη, τον Τάσο Καλούτσα, τον Βασίλη Τσιαμπούση, τον Σωτήρη Δημητρίου, κ.π.ά.  Σε αυτό το μονοπάτι κινείται ως πεζογράφος και ο Στάθης Κοψαχείλης, καλύπτοντας ένα πλατύ αφηγηματικό άνυσμα που υπό το φως του αναπόδραστου θανάτου συγκεφαλαιώνει μνήμες, προσωπικά βιώματα, εικόνες της φύσης, όψεις της χλωρίδας και μορφές της άγριας αλλά και της εξημερωμένης πανίδας, καθώς και πτυχές της ανθρώπινης περιπέτειας, βαθιά σημαδεμένης από τα ιστορικά γεγονότα.

Όταν ο αφηγητής διαπιστώνει σε πολύ μεταγενέστερη εποχή πως σε ένα ταγματασφαλίτικο τραγούδι οι Ελασίτες παρομοιάζονταν «με τους τσουτσουλιάνους, λόγω του δίκωχου που φορούσαν και που έμοιαζε με το λοφίο των κορυδαλλών»,  εξηγεί  την προστατευτική προς το πτηνό συμπεριφορά του πατέρα του, ο οποίος υπήρξε Ελασίτης. Αρθρώνει και έναν μεταφυσικά φορτισμένο επίλογο ως τελευταία παράγραφο του βιβλίου : «Γύρισα πίσω στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος. Καθώς περπατούσα δίπλα απ’ τους δυο κορυδαλλούς, τους είδα από τον καθρέφτη που, τρομαγμένοι, εγκαταλείποντας με το λοξό πέταγμά τους τούτο τον ασφοδελό λειμώνα, έπαιρναν γρήγορα ύψος. Αν συνεχίσουν έτσι να ανεβαίνουν στον ουρανό, σε λίγο μπορεί να συναντήσουν και τους άλλους, εκείνους τους ξεχασμένους “τσουτσουλιάνους”, σκέφτηκα». Θυμίζουμε απλώς πως ο ασφόδελος ήταν ήδη για τους αρχαίους νεκρολούλουδο, επομένως στην αφηγημένη εικόνα και σκέψη του Στάθη Κοψαχείλη δεν σμίγουν μόνο το χώμα με τον ουρανό, και το ριζωμένο στη γη αγριολούλουδο με το πέταγμα του πουλιού, αλλά και οι ζώντες με τους νεκρούς, δηλαδή η ζωή με τον θάνατο ως αναπόσπαστες όψεις του υπαρξιακού νομίσματος.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: