24/4/16

Ο παρηγορητικός λόγος του χρόνου

ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

Κώστας Χριστόπουλος, Ανάβυσσος (χωρίς τον Α.Κ.), 2016, λάδι σε καμβά, 190 x 260 εκ.


ΝΙΟΒΗ, Κούνια-μπέλα, ποιήματα, εκτός εμπορίου

Γράφει σ’ ένα ποίημά της, με τον τίτλο «Ούτις» η πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια Νιόβη: «Λοιπόν εγώ είμαι ο κανένας / ο Ούτις είμαι εγώ; / Ωστόσο όχι ο καθένας / ο έβριμαν του Φίλιπ Ροθ! – Με αγνοούν οι φίλοι κι οι γνωστοί μου/ τα ερτζιανά τα blogs το Internet./ Με ξέχασαν οι εχθροί,/ και οι συγγενείς μου/ ούτε που κράτησαν ανάμνηση καμιά.[..] Δεν είναι τυχαίο που αρχίζω την παρουσίαση της παραπάνω θαυμαστής ποιητικής συλλογής την οποία η Νιόβη ονομάζει «κούνια-μπέλα», με τους παραπάνω στίχους της· στο βασίλειο της σύγχρονης λογοτεχνικής Δανιμαρκίας περιπτώσεις σαν τη δική της έρχεται να ταράξει την ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών. Μολονότι με τον τίτλο που δίνει στο έργο της είναι σαν να το τοποθετεί στις παιδικές-νεανικές της αναμνήσεις οι οποίες –τάχα- αφορούν μόνο την ίδια και λίγους ακόμη στους οποίους απεθύνεται η εκτός εμπορίου συλλογή της, τα ποιήματα που περιλαμβάνει απογειώνουν τον εραστή της γνήσιας ποίησης, με την αμεσότητα, τον λυρισμό, την αλήθεια τους.
 Δεν είναι υπερβολή το γεγονός ότι τα δημιουργήματα του παραπάνω βιβλίου (του πρώτου και μοναδικού της μέχρι σήμερα;), καλύπτοντας μια χρονική περίοδο μισού και παραπάνω αιώνα, από το 1960 μέχρι το 2015, διαγράφουν μία τροχιά που, αρχίζοντας από την αγάπη της φύσης και φτάνοντας ως τον πόνο για την απώλεια αγαπημένων προσώπων και πραγμάτων, καταλήγουν σ’ ένα αποτέλεσμα όχι απλώς επιτυχημένο, αλλά στην ίδια την Ποίηση. Θα αναφέρω εδώ κάποιες θέσεις της Λύντιας Στεφάνου[1]: Ίσως ο κάθε νέος, στη σειρά, ποιητής χρειάζεται να εκθρονίσει, να εξοντώσει, το πριν απ’ αυτόν ιερατείο; Ωστόσο, σήμερα, που οι πιο φωτισμένοι ανάμεσά μας αρχίζουν πια να προσβλέπουν σε αρχέτυπα μελλοντικά, άλλα από εκείνα της εξόντωσης, της διαίρεσης, της ανθρωποφαγίας, είναι πολύ πιθανό ότι, αν πρόκειται να ξαναεγκατασταθεί η ποίηση στη θέση που είχε στη συνείδηση και στην καρδιά του ανθρώπου, θα πρέπει οι ποιητές να εγκαταλείψουν τις διαιρετικές τακτικές τους, να βγουν από τα ιδιωτικά τους φρούρια, εκεί που ο καθένας τους κατοικεί, με τις μικρές συνήθειές του, με το έργο τ ο υ, το δικό του έργο, τη δική του ποίηση.

Το βιβλίο της Νιόβης αποπνέει την αγάπη για την Ποίηση: κι αυτό όχι μόνο μέσα από την ανάγκη να εκφράσει το δικό της, προσωπικό ποιητικό γίγνεσθαι, ένα φορτίο εικόνων και αισθημάτων που κουβαλά. Επιθυμώντας να το μοιραστεί αποφασίζει να το εναποθέσει διακριτικά και με άρρητη σεμνότητα στα πόδια του μελλοντικού αναγνώστη· η αγάπη της για την λογοτεχνία έχει γεννηθεί ίσως πριν από την καθαυτή δημιουργία των «δικών της» ποιημάτων μέσα από έναν ψυχισμό που τράφηκε και ανατράφηκε με την ανάγνωση. Η Νιόβη γράφοντας ποιήματα, την «υψηλή έκφραση υψηλής σκέψης ή συναισθήματος..» ( σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης)[2] άλλοτε εκφράζεται σε σχεδόν έμμετρη μορφή και άλλοτε σε ελεύθερο στίχο διατηρώντας όμως τη μουσικότητα και τον εξωτερικό ρυθμό. Γιατί ο εσωτερικός ρυθμός της ποίησής της που εκφράζεται όχι μόνο σε ποιήματα ολιγόστιχα αλλά και αφηγηματικά, είναι πάντα παρών, κύριο χαρακτηριστικό του έργου της. Τα μεγάλα σε έκταση ποιήματά της ποτέ δεν εκπίπτουν σε πεζολογία· αντίθετα, διατηρούν την ποιητική ιδέα, το θέμα, επιτυγχάνοντας κάτι το οποίο στην σύγχρονη ποίηση με την πλήρη ελευθερία που μας παρέχει και συχνά την «αναρχία» στη φόρμα , δεν είναι και πολύ συνηθισμένο.
 Πάλι
 Η σκέψη μου παλινδρομεί
 στων κυμάτων το αέναο κύλισμα
 το ατελέσφορο.

Στο παραπάνω μικρό ποίημα αλλά και στο μεγαλύτερο «Όστρια» και στα επόμενα, η ποιήτρια αναμοχλεύει τις αναμνήσεις των νιάτων της αφήνοντας να διαφανεί ένας ερωτισμός που σφραγίζοντας τον χρόνο και τα έργα του είναι εκεί, εδώ, ως η αρχή και το τέλος της γυναικείας ύπαρξης.

 Όστρια
 Το ατίθασο άλογο της νιότης
 όταν ο οίστρος σου σπηρούνιαζε
 και ξέφρενο κάλπαζε –λευκή αστραπή-
 προς τους ουράνιους θόλους
 ή την γαλάζια θάλασσα
 αποζητώντας ένα εξαίσιο τέλος
 ή μιαν αρχή, θυμήσου![..]


Στίχοι που δεν παλινδρομούν ανάμεσα στο «πρέπει» και στο «επιθυμώ» αλλά επιστρέφουν μέσα από το τώρα στο παρελθόν μιας μεγάλης αγάπης ζώντας το όνειρο ενός μέλλοντος με διάρκεια. Άλλωστε το αιώνιο υπάρχει για την Νιόβη μέσα από τον έρωτά της για τα δημιουργήματα της φύσης. Στα ποιήματά της τα πλάσματα, έμψυχα ή άψυχα που έπλασε ο θεός που υπάρχει για να παρηγορεί, ακολουθούν μια πορεία η οποία υπόσχεται την επιστροφή.
 Παρηγορία
 Μην κλαις Παρασκευούλα
 που με χάνεις
 τα δειλινά μας
 θα ’ναι πάντα τα ίδια
 το χέρι σου μικρό πουλί
 αθώο θα ησυχάζει
 στο δικό μου. [..]

Άλλωστε πολλά από τα ποιήματα έχουν ως τίτλους λέξεις που παραπέμπουν από τη μια σε καταστροφή («Ναυάγιο», «Τυφώνας», «Στων Ψαρών», «Συντέλεια») και από την άλλη στην παρηγορητική επίδραση των ίδιων εκείνων στοιχείων που την προκάλεσαν: «Αποδημία», «Νηνεμία», «Παραμυθία», «Επίκληση», «Αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις».
Οι λέξεις σ’ αυτό το βιβλίο με τον εύχαρι τίτλο και την εξαιρετική, εξίσου ευφρόσυνη εικονογράφηση ( εξώφυλλο από έργο της Μαρίνας Καναβάκη και προμετωπίδα του Ανακρέοντα Καναβάκη ), είναι βαριές και συγχρόνως, σχεδόν θαυματουργικά, ανάλαφρες: από την μια επιβεβαιώνουν το κόστος του χρόνου και από την άλλη ακυρώνουν τον πόνο ο οποίος μοιραία συνοδεύει κάθε είδους αποχωρισμό. Είτε πρόκειται για την ανάμνηση μιας παιδικής και ευτυχισμένης, χάρη στην αδελφική αγάπη ηλικίας, όπως στο ποίημα «Δαίδαλος», είτε αναφέρεται στον ώριμο πλέον ερώμενο, («Άμπελος») ή στην απώλεια της αδελφής που υπήρξε μια «αδελφή ψυχή» («Ναυσικά»). Ο αναγνώστης νιώθει ότι το εφήμερο ακυρώνεται μέσα από το άγγιγμα μιας άλλης αίσθησης που παρ’όλ’ αυτά ανήκει σε ανθρώπινο πλάσμα. Η γήινη προέλευσή του τού έχει προσδώσει μνήμη, υπερευαίσθητες αισθήσεις, την ανάγκη να χαρίσει στην ύλη μια πέρα από το κανονικό – και τη λογική- διάρκεια. Η γνώση υπάρχει όπως και η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και του never more.
 Όμως τα ποιήματα της Νιόβης δεν καταγράφουν μόνο την πορεία όσων αγαπήθηκαν με στόχο την παρηγορητική απαθανάτιση έστω στιγμών. Η όλη παρουσία της αναδίδει και έναν –επαναλαμβάνω έκφραση συμβατική– «κοινωνικό προβληματισμό». Δεν είναι μόνον η αγωνία για τη φύση και την προστασία των απλών και ανυπεράσπιστων· οι μνήμες άλλων εποχών έχουν αφήσει το στίγμα τους – χαρακιά ευδιάκριτη όταν θυμάται την Ναυσικά:
 Άπειρες στα βιβλία σου/
πυκνογραμμένες σημειώσεις/
 σχόλια σοφά και παραινέσεις/
 στο τέλος «Άντε γεια,/
καλή πατρίδα σύντροφοι». [..]

Ή στην αλληγορία της «Αγριόχηνας», ποίημα από τα ωραιότερα της συλλογής:
 Στ’ αυτιά της φτάνουν ζωηρά
 τρελλά κρωξίματα χαράς
 αλαλαγμοί ευωχίας των συντρόφων.
 Ώ, οι ευτυχισμένες μέρες
 αγαπημένοι σύντροφοι
 που με ξεχάσατε.

 Το φως του δειλινού χαμήλωσε/
 και την σκεπάζει απαλά.. [..]

 Η Βερονίκη Δαλακούρα είναι ποιήτρια

[1] Λύντια Στεφάνου, Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης, ΚΑΛΒΟΣ, Αθήνα 1972, σελ. 9
[2] Στο ίδιο, σελ. 19

Δεν υπάρχουν σχόλια: