20/3/16

Charlie Hebdo

Τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΗΛΙΑΔΗ

Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Όλα μπορούν να λεχθούν, ή υπάρχουν και εκείνα που δεν λέγονται; εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ.  192

Μπορούν και πρέπει όλα να λέγονται δημόσια; Πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα στην βλασφημία; Τι γίνεται όταν κάποια ομάδα στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες που ζούμε, προσβάλλεται και αντιδρά; Αν κάποια πράγματα δεν πρέπει να λέγονται, παραβιάζονται τα ατομικά μας δικαιώματα και ελευθερίες; Αυτά είναι κάποια από τα κεντρικά ερωτήματα που απασχολούν το εν λόγω βιβλίο, με αφορμή την δολοφονική επίθεση στα γραφεία του σατιρικού παριζιάνικου περιοδικού Charlie Hebdo τον Ιανουάριο του 2015. Αποτέλεσμα των 22 σύντομων παρεμβάσεων από έλληνες πανεπιστημιακούς, νομικούς, δημοσιογράφους και κοινωνικούς επιστήμονες –σε μια έκδοση που γίνεται με τη συνεργασία της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου- είναι απαντήσεις που δεν περιορίζονται μόνο στη μία θέση (όλα μπορούν να λεχθούν) ή την άλλη (υπάρχουν κι εκείνα που δεν λέγονται), αλλά κινούνται σε πιο δύσκολα και πολύπλοκα μονοπάτια των σύγχρονων πρακτικών -και όχι μόνο θεωρητικών- διλημμάτων.
Δύο τάσεις μπορεί να διακρίνει κανείς στις παρεμβάσεις του βιβλίου. Η μία θέτει ως προτεραιότητα την ατομική ελευθερία και βρίσκεται εγγύτερα στο όλα μπορούν να λεχθούν. Για παράδειγμα στην παρέμβαση του την οποία τιτλοφορεί «η απερίσκεπτη μεγαλοψυχία της βλασφημίας», ο επιμελητής του βιβλίου διευκρινίζει: «όταν η προσβολή στρέφεται εναντίον ενός ανθρώπου μπορεί και πρέπει να είναι κολάσιμη, ενώ όταν διαχέεται χωρίς να εξατομικεύεται, ο ποινικός κολασμός της είναι επικίνδυνος και αθέμιτος καθώς όλοι θα μπορούσαν να επικαλεστούν την προσβολή τους από κάτι». Σε αυτήν τη γραμμή κινούνται και άλλες τοποθετήσεις, θα λέγαμε οι εκκινούμενες από μια φιλελεύθερη δικαιοκρατική αφετηρία που στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία των ατομικών ελευθεριών: όπως συμπυκνώνεται στο κείμενο του Νίκου Αλιβιζάτου «όχι στο ‘ναι μεν, αλλά’», η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι απροϋπόθετη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει, όπως διευκρινίζει ο Αλιβιζάτος, ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η απευθείας πρόκληση, αφού είναι άλλο να κυκλοφορεί μία εφημερίδα με σατιρικά σκίτσα του Μωάμεθ και άλλο να μοιράζεται προκλητικά έξω από ένα τζαμί.

Η δεύτερη τάση δεν αρνείται φυσικά την ελευθερία της έκφρασης, τονίζει όμως τους περιορισμούς που αυτή πρέπει να έχει, ιδίως όταν πρόκειται για τον σεβασμό της ταυτότητας και των πιστεύω άλλων ομάδων. Πρόβλημα εδώ αποτελεί ιδίως ο ρατσιστικός λόγος και ο λόγος μίσους, ο οποίος απαγορεύεται σε πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης -και από το 2014 στη χώρα μας. Για παράδειγμα, η Έφη Γαζή κάνει λόγο για την ανάγκη ύπαρξης μιας «πολιτειακής ευθύνης» η οποία δεν αντιστρατεύεται τον ελεύθερο, αλλά τον ρατσιστικό λόγο και τον λόγο μίσους. Ο Μουζέλης συμπυκνώνοντας τον προβληματισμό αναφέρεται σε ένα υπαρκτό ζήτημα: το ότι η αντί-ισλαμική ρητορεία ενός εντύπου (όπως του Charlie) ενδέχεται να υποσκάπτει τη δημοκρατία με την έμμεση προώθηση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας. Υπονοεί με αυτόν τον τρόπο ότι ο λόγος δεν πρέπει να είναι ελεύθερος όταν υπονομεύει τη δημοκρατία, αφού κανένα δικαίωμα δεν είναι απόλυτο.
Σχετικό με αυτήν τη δεύτερη τάση είναι και το ζήτημα της διάκρισης λόγου και πράξης που απασχολεί την κοινωνική και πολιτική θεωρία τις τελευταίες δεκαετίες. Αν ο λόγος είναι μια μορφή πράξης και όχι κάτι ξέχωρο από αυτήν (αφού «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει»), γιατί να δεχόμαστε την ποινικοποίηση των πράξεων και όχι των λόγων, όταν ο τελευταίος έχει τη δύναμη να αναπαράξει στερεότυπα και αποκλεισμούς, ή να υπονομεύσει την δημοκρατία; Οι Γαβρηιλίδης, Δραγώνα, Καραβοκύρης είναι μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν ότι όπως απαγορεύονται οι πράξεις, έτσι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν πρέπει να αποκλείονται και απαγορεύσεις στην ελευθερία της έκφρασης.
Οι θέσεις του βιβλίου, και γενικότερα η συζήτηση γύρω από τα όρια της ελευθερίας του λόγου μπορεί να αναχθεί σε δύο έννοιες με αντιθετική λειτουργία. Την παρρησία και την υπευθυνότητα. H πρώτη ήταν μια από τις βασικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας, αν και δεν περιγραφόταν –όπως αντίθετα η ισηγορία– στο “θεσμικό” της πλαίσιο. Αφορούσε την πράξη της πολιτικής, την πρακτική του να μιλά κανείς ελεύθερα και με θάρρος προκαλώντας την εξουσία. Η άσκηση του δικαιώματος στη βλασφημία για παράδειγμα δεν αρκεί να προστατεύεται νομικά, αλλά απαιτεί ο «βλάσφημος» να χαρακτηρίζεται από παρρησία. Η υπευθυνότητα από την άλλη, είναι μία αρκετά σύγχρονη έννοια. Και αυτή περιγράφει την πράξη της πολιτικής, όχι τους θεσμικούς κανόνες της. Σύμφωνα με τις πρώτες χρήσεις της, τον 18ο αιώνα από τους Edmund Burke και John Stuart Mill, η υπευθυνότητα πρέπει να χαρακτηρίζει την εξουσία και τους κυβερνώντες απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Από την παραπάνω αφετηρία, θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε μία θέση που φέρνει κοντά τις δύο αυτές αντιτιθέμενες έννοιες που χαρακτηρίζουν την πράξη της πολιτικής: χρειαζόμαστε την παρρησία, δηλαδή το απροϋπόθετο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και –κυρίως- το θάρρος άσκησής του, όταν απευθυνόμαστε στην εξουσία και σε ηγεμονικές ταυτότητες. Αντίθετα, όταν βρισκόμαστε σε θέση εξουσίας –ή ίσως, πλειοψηφίας– και απευθυνόμαστε στους λίγους και αδύναμους, η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να χαρακτηρίζεται από ευθύνη προς τους αδύναμους. Είναι δηλαδή άλλο να μιλά κάποιος από μία δημόσια θέση –ή από Άμβωνος– και άλλο να ανήκει σε κάποια μειονότητα. Το ποιος κρίνει σε ποια πλευρά βρισκόμαστε δεν είναι σίγουρα εύκολο ερώτημα, ούτε το αν η έλλειψη υπευθυνότητας θα έπρεπε να είναι ποινικά κολάσιμη. Τόσο όμως η παρρησία, όσο και η υπευθυνότητα θα πρέπει να εισαχθούν στο ήθος την πολιτικής και να γίνουν πρακτικές αρχές της. Αρχικά, η δημόσια θέση εξουσίας θα μπορούσε να είναι επαρκές κριτήριο, τουλάχιστον στα δικά μας. Με άλλα λόγια, το να είσαι Μητροπολίτης όπως ο Αμβρόσιος και να λες «φτύστε τους ομοφυλόφιλους» είναι μια πράξη ανεύθυνη, εφόσον εκφέρεται με το ράσο της κυρίαρχης θρησκείας. Η φράση «φτύστε τους Μητροπολίτες» όμως, αν είχε ακουστεί, ιδιαίτερα από κάποιον εκπρόσωπο μιας μειονεκτικής ομάδας δείχνει παρρησία και θα έπρεπε να προστατεύεται ως απροϋπόθετο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Δυστυχώς στη χώρα μας ακούστηκε –και προστατεύεται- το πρώτο και όχι το δεύτερο.

Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι πολιτικός επιστήμονας

Γιώργος Τσεριώνης, Νεκρός Τσε Γκεβαρα, 2015, μελάνι, κολάζ, 29 x 21 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: