ΤΗΣ ΤΙΝΑΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Γιώργος Τσεριώνης, Το Εφικτό & το Ανέφικτο, 2016, ξύλο, λαδομπογιά, λάστιχο, 45 x 30 x 16 εκ. |
ΕΛΕΝΗ ΑΣΤΡΙΝΑΚΗ, Basso Continuo, εκδόσεις
Εύμαρος, σελ. 48
H ποίηση της
Ελένης Αστρινάκη μοιάζει να μη δίνει κανένα περιθώριο για εκτιμήσεις:
επιβάλλεται αυτόματα πιάνοντας τον αναγνώστη- θεατή από τα μαλλιά, σχεδόν βυσσοδομώντας
ενάντια σε ό,τι έκανε τις αδύναμες φωνές να παραμένουν σιωπηλές στο περιθώριο
της Ιστορίας. Ο ξένος, ο περαστικός, ο ναυαγός, η γυναίκα που στερήθηκε την
ίδια την ταυτότητα τους αντιστέκονται σε κάθε πράξη θανάτου αποκτώντας
επιτέλους φωνή και διεκδικώντας το δικό τους συμβολικό μερτικό στο άπειρο. Τα
ποιήματα της συλλογής «Basso Continuo» τις από
εκδόσεις Εύμαρος ακούγονται ακριβώς σαν αυτό το συνεχές βάσιμο των
πρωταγωνιστών που το βάρος της Ιστορίας έκανε το τραγούδι τους να σιωπήσει. Αν στα
προηγούμενα ποιήματα της Ελένης Αστρινάκη έπεφτε βαριά η ιστορική σκιά, εδώ οι
πρωταγωνιστές της βροντοφωνάζουν, ουρλιάζουν σχεδόν και είναι έτοιμοι να
εκτραπούν αλλά κρατιούνται από τη δύναμη της ποιητικής λέξης που άλλοτε
κόβεται, άλλοτε τσακίζεται και άλλοτε επιστρέφει περήφανη για να ορθώσει
περίτρανα το μοναδικό της όπλο: το ωραίο. Για αυτό ακόμη κι όταν οι φωνές
σιωπούν στην ιστορική ή ακόμα και μυθική πράξη, παραμένουν άκρως γοητευτικές
και απειλητικές σαν σκιές που μας καλούν να τις ακολουθήσουμε σε αυτό το
ιδιόμορφο λυρικό κατώφλι- αντίστοιχο με αυτό που μεσολαβούσε ανάμεσα στο φως
και το σκοτάδι από όπου αγνάντευε ο ποιητής τον Οδυσσέα στη Νέκυια: «αντί για
καπετάνιος νεκροπομπός» γράφει η Αστρινάκη για τη στιγμή όπου ο ποιητής μιλάει με
τις ψυχές που δεν είχαν ακόμη διαβεί τους ποταμούς «Ποιος είσαι λοιπόν ειδώλιο ελαφρά λεκιασμένο στο χώμα-ορυκτό/ Άγγελε
αναβάτη πάνω στα νερά του Νείλου/ Φυλή, αίμα, περισσότερο έδαφος παρά τόπος-/ Ποιος
είσαι άφαντος ανομοίαστος/ Σαν πλάσμα του ονείρου μου επί της ασφάλτου άπειρη/ Καλλονή
με ένδυμα-νύχτα σατέν/ Και την ζωή μου πέρα μακριά ξυπνάς/ Ποιος είσαι
λοιπόν-να με κάνεις δαχτυλίδι/ Να με κάνεις όνομά σου/ Σε σβήνω, σε ξεπλένω, σε
ξεχνώ εδώ και χρόνια δεν κρατώ πια/ σημειώσεις/ Ώσπου κάποτε να πάψεις και το
μαύρο ποτάμι να σε πάρει».
Ανάλογα
πάλι κι οι γυναικείες μορφές που συναπαρτίζουν τις αποσπασματικές φωνές στην
ποίηση της Ελένης Αστρινάκη είναι ταυτόχρονα αποταγμένες ηρωίδες της
καθημερινότητας και οδηγοί των μεγάλων λόγων. Αυτές ακροβατούν ανάμεσα σε αυτό
που λέγεται και σε αυτό που πρέπει να ειπωθεί, ως αόρατες συνοδοιπόροι της
ποιήτριας: γίνονται Άγγελος μαζί και οδηγός που χαράζουν τα όρια τις Ιστορίας
βγάζοντας μια άγρια ιαχή σαν πλάσματα του ονείρου, αιώνιες μούσες που χαρίζουν
στην ποίηση τη μυστική της νότα. Αυτές είναι που κάνουν την ποιήτρια να παίρνει
θέση στην ιερή αποστολή που της δίνει η λέξη ώστε να νιώθει για πάντα ταγμένη
σε αυτήν, αποφασισμένη να κάνει τα «λευκά χέρια της Φιλιώς» που διαλύονται
δίνοντας σου «μια χούφτα άμμο που την κρατάς και σου γλιστρά» να υψωθούν και
πάλι. Γυναικείες μορφές που κατοικοεδρεύουν στο εσωτερικό της ποίησης της και
μεταμορφώνονται από μυθικές σε ιστορικές φιγούρες: «η Μήδεια με τα χέρια, η ευλοημένη με τα μαλλιά της Ίσιδας υφαίνει
πολύτιμα υφάσματα». Κι αυτές
μοιάζουν να εναλλάσσονται διαρκώς ως ρόλοι στην ποιητική αποστολή όπου καλούμαστε κι εμείς να λάβουμε ενεργά μέρος ως
εξίσου μεροληπτικοί συνένοχοι κι ενεργοί δρώντες σε μια ποιητική μάχη που
αποδεικνύεται αιματηρή μέχρι τέλους. «Μεροληπτώ» γράφει η ποιήτρια «υπέρ των μνημείων των αφανών ανά την
επικράτεια/ Μεροληπτώ διότι τι τις θέλουμε τις τυμπανοκρουσίες και τις
δονήσεις/ Επί του εδάφους χαράκτηκαν Ήριννες στίχοι/ Της αμφιβολίας τα άγνοιας
των απαράσκευων /και λάβαρο δικό μου η συντριπτική ήττα υπέρ δικαίου
ανέμου-μεροληπτώ».
Συμβαδίζοντας
έτσι μαζί με τους ποιητικούς ήρωες της Αστρινάκη σε αυτή την πράξη εξύψωσης και
αντίστασης στις έξωθεν επιβολές και παρεμβάσεις υψωνόμαστε στη ρυθμική
αντίστιξη που αναγγέλλει ότι όλα όσα αγαπούσαμε ξαναζωντανεύουν στο μέλλον και
όσα είναι παρελθόν μιλούν στο παρόν (οι ανατροπές τις οποίες προσδοκάμε, τα
σώματα που αντιστέκονται ανάμεσα στο πριν και το μετά, οι νεκροί που μιλούν
ανάμεσα στους στίχους). «Κι αυτό που βλέπεις δεν είναι εκεί που βρίσκεσαι;»
είναι η ύστατη ποιητική διερώτηση. Κάπου εκεί, στο μεταξύ ενός basso continuo που διαρκώς
επιστρέφει, διαμορφώνεται η επιτακτική ανάγκη της ενεργού θέσης. Η ποίηση δεν
είναι εδώ μια ερμητική υπόθεση απομόνωσης αλλά συλλογική αισθητική και πολιτική
τοποθέτηση - μια ατελείωτη Γκερνίκα λέξεων, μια εκρηκτική ποιητική μαρτυρία για
το αναπόφευκτό της ιστορικής σύμπτωσης: «Άπλωνε
σάβανο η πορεία/ ως το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι/ νύχτα, τα κόκαλά της
έχωνε βαθιά μέσα στο χώμα/ του καραβιού τα ύφαλα στη στεριά/ και τα σωθικά του
ανοίγονται/ την ώρα που νετάρει η μηχανή με όλα της τα γκάζια/ εκπνοή, νέφος
μαύρος καπνός/ Αντί για καπετάνιος νεκροπομπός./ Ερείπια τώρα φωταγωγημένα/ έσχατο
σήμαντρο και τελευταίος αποχαιρετισμός». Μοναδικό μέσο αντίστασης σε αυτό
χαοτικό διηνεκές που είναι η πολιτική και η ποιητική δράση είναι το σώμα, το
μοναδικό όπλο, ο τρόπος και η ουσία της. Τίποτα υπερφυσικό, τίποτα το ξέχωρο
από τη δική μας σάρκα: «Χωρίς αμφιβολία το σώμα της Λόλας είναι εδώ» γράφει η
Αστρινάκη. «Η Λόλα μετράει τρεις
κουταλιές μάτε στην κούπα της/ Σκύβει και λύνει τις κορδέλες απ’τα γοβάκια της/
Έχει δυο ζευγάρια γοβάκια, δυο ονόματα, έχει Ένα σώμα/ Τα μαλλιά της έχει στην
αγορά της ηδονής ξανθά/ Το σώμα της Λόλας/ Είναι ωραίο σαν διαπλοκή πολιτισμού
και φύσης». Ακόμη κι όταν η Λόλα νοικάζει το σώμα της αναρωτιέται «ποιος
ξέρει τι μπορεί να κάνει το σώμα» καταδεικνύοντας ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων,
δράσεων συμπερασμάτων. Η Λόλα εκφράζει την πολιτική ιστορία των σωμάτων όπου η
εξουσία δεν χρειάζεται πια να ελέγξει ή να χειραγωγήσει αλλά να καταστήσει τα
σώματα παραγωγικά για την ίδια. Ελέγχοντας αυτά τα σώματα-τα μη κανονικά, τα μη
εντεταλμένα να υπαχθούν με τρόπο εντελή στον ρου της ιστορίας, όπως θα επέμενε
κάποτε ο Φουκώ- τα μετατρέπει σε μέσα
αντίστασης, πολιτικής αλλά και αισθητικής πράξης. Η Λόλα ως το σώμα της
εκδιδόμενης πόρνης διαφεύγει από το αλλοτινό πλέγμα της απαγόρευσης κι είναι
πλέον ελεύθερη να διαθέσει το σώμα της έστω με τον δικό της ανάποδο και
παράδοξο τρόπο. Αυτή η παραγωγή λόγου μέσα από το σώμα εγγράφεται παντού: «Ξύπνησα ένα πρωί κι είχαν γραφτεί όλα: Ότι
το σώμα μου κατάστικτο περιστατικά και συμβάντα. Σάρωνε ο Νοτιάς κουρέλια,
παλιές εφημερίδες δικόγραφα και παλιές επιταγές, να συλλαβίζω αρχαίων πόλεων
και ερειπίων την οργή».
Στα σώματα αποτυπώνονται τα πάντα, «Όλα υπάρχουν κρυμμένα/ Και των ανοίξεων η
προσμονή/ Πάντα η ίδια/ Αν τη λύπη εξωθήσεις-αίφνης/ Με το γενναίο σου σώμα;/ Σαν
του ποιητή το λεπτό τραγούδι/ Ή αυτό είναι πόνος;». Γι αυτό και η ποίηση
της Ελένης Αστρινάκη ορίζεται στις απώτατες εκείνες περιοχές όπου η λέξη θα
μπορούσε να συνομιλήσει σχεδόν σωματικά με τον εαυτό της «περιστρέφοντας» όπως
γράφει η ίδια «κισσό και δάφνη στέμμα και γνώρισμα» γύρω από την ποιήτρια
καταφέρνοντας να αυτονομηθεί ενώπιον της καταργώντας ακόμα και την ίδια την
έννοια του ποιητή. Η ελευθερία της λέξης εκφράζεται επομένως μέσα ακριβώς από
αυτή την στιγμή, σε αυτήν την ανεπαίσθητη απόσταση που της επιτρέπει να
εγκαταλείψει την άλογη ελευθερία της και να αλυσοδεθεί, να ταχθεί στον ποιητικό
σκοπό της πολιτικής πράξης χωρίς καμία διαμεσολάβηση-ούτε καν από την ίδια την
ποιήτρια. Είναι η στιγμή όπου η ποιήτρια αποφασίζει «να γράψω αυτά να σου προκαλέσω ενόχληση/ Να λυτρωθώ από κάθε μεταφορά
και από κάθε διφορούμενο πόνο». Κι είναι το παράδοξο της ποίησης την οποία
υπηρετεί η Αστρινάκη: ότι μπορεί να επικοινωνεί με τα μύχια, ότι παραδίδεται
χωρίς αντιστάσεις στο συμβολικό ακόμα και στο παράλογο αλλά την ίδια στιγμή
διεκδικεί ποιητικά την ύστατη πολιτική δράση χωρίς να διεκδικεί τις δάφνες του
υποκειμένου. Ήδη όμως με τον τρόπο αυτό ξεφεύγει από τον εαυτό της συναντώντας
την ποιήτρια σε μια περιοχή όπου τα πάντα η λέξη, το σώμα και το δέρμα
εκδικούνται για την πολιτική αδικία και την Ιστορία που δεν γράφτηκε από τους
ηττημένους παρά από τους νικητές: «ως να
βρει ο κεραυνός τη μαύρη λέξη του να στείλει/ Και άνθρωπος κανείς/ Μόνο η άσφαλτος
χυμάει/ Αυτός που περνάει τώρα/ Δεν έχει παρά το δέρμα του». Εδώ λοιπόν σε
αυτή την όχι έρημη αλλά πλούσια σε σκιές, εμμονές, σώματα
και κραυγές ποιητική χώρα βουλιάζουμε ως αναγνώστες για να βρούμε ταυτόχρονα το
«καπέλο και ένδυμα περιπάτου/το μεταξωτό σκηνικό». Στο κατώφλι ετούτο μένουμε εν
τέλει να αναρωτιόμαστε πώς κι έγινε, αφού το σύμπαν είναι γεμάτο φωνές κι «έμεινε ο κόσμος άδειος - Ίσως να υπάρχει
μόνο ένα ποίημα τι άλλο; That was the truth now. Beauty was everywhere”. Αυτή είναι ίσως η μόνη ειρωνική απάντηση που
δίνει η ποίηση χαρίζοντας τόση ομορφιά όταν υστερεί σε πρόσημα η ίδια η αλήθεια.
Η Τίνα Μανδηλαρά είναι δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου