20/3/16

Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της ποίησης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Γιώργος Τσεριώνης, Κρυμμένος σε κοινή θέα, 2016, μολύβι, ακρυλικό χρώμα σε χαρτόνι,101 x 152 εκ.


ΔΩΡΑ ΜΕΝΤΗ (Ανθολόγηση-Πρόλογος), ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ (Εισαγωγικά σημειώματα), Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν... Η ελληνική ποίηση τον εικοστό αιώνα. Επίτομη ανθολογία, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 680

Κάποτε ο Οδυσσέας Ελύτης ειρωνευόταν τους αναγνώστες των ανθολογιών, προφανώς γιατί είχαν την αξίωση να γνωρίζουν και ολίγα περί της ποιήσεως, ήτοι τα απαραίτητα των κοινωνικών συναναστροφών, προστρέχοντας στις ανθολογίες της εποχής, όπου περιελαμβάνοντο οι πάντες δι’ ολίγων. Σήμερα, η ίδια αποσπασματικότητα επαναλαμβάνεται με τη χρήση του ίντερνετ, με τον καθένα όμως να έχει πρόσβαση, και μάλιστα οποιαδήποτε στιγμή από το κινητό του, σε ένα τεράστιο αρχείο ποιημάτων, κειμένων για τον ποιητή, βιογραφικών στοιχείων του, φωτογραφιών του, ηχητικών ντοκουμέντων κλπ.
Ας μη νομίσει κανείς ότι απαξιώνω κάθε ανθολόγηση. Για παράδειγμα, σέβομαι τον μόχθο των θεματικών ανθολογιών, που δίνουν εναύσματα για σκέψη και περαιτέρω επεξεργασίες (όπως π.χ. η ανθολογία των Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου, Ελληνικά ποιήματα για ξένους ποιητές, Οδός Πανός). Αναρωτιέται όμως κανείς για τη χρησιμότητα μιας δειγματοληπτικής ανθολογίας-κιβωτού, σαν την προκείμενη, όπου περιλαμβάνονται σχεδόν οι πάντες, δόκιμοι και αδόκιμοι, οι περισσότεροι με ένα-δύο ποιήματα που καλούνται να υποδυθούν το πειστήριο της προσωπικής ποιητικής ταυτότητας. (Υπάρχουν βέβαια και, σχετικά λίγοι, σημαίνοντες αποκλεισμοί, όπως και κάποιες τουλάχιστον ατυχείς επιλογές ποιημάτων, αλλά ας τα προσπεράσουμε).
Προς τι λοιπόν η παρούσα ανθολογία; Τα συνοδευτικά κείμενα είναι συμβατικά, θυμίζουν έντονα τα σχολικά βιβλία, τα οποία, όπως όλοι ξέρουμε, κάνουν τους μαθητές να μισούν διά βίου την ποίηση. Τα κείμενα των δύο φιλολόγων, και η όλη οργάνωση της ανθολογίας, αναπαράγουν τα γνωστά συντηρητικά στερεότυπα της τακτοποιητικής φιλολογίας. Έτσι, ο ποιητικός μας χάρτης του 20ού αιώνα χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους: «Οι ποιητές των αρχών του 20ού αιώνα», «Μοντέρνοι και σύγχρονοι ποιητές του Μεσοπολέμου», «Μεταπολεμικοί ποιητές», «Ποιητές της Μεταπολίτευσης».

Με βάση τις προφανείς δουλείες του συναφιού, ο Καβάφης παραχώνεται στην πρώτη περίοδο, ήτοι στις «αρχές του 20ού αιώνα». Δεν αξιώνεται να χαρακτηρισθεί «μοντέρνος και σύγχρονος». Τι και αν οι φιλόλογοι όλου του κόσμου, και όλων των γλωσσών, οι κριτικοί, οι ιστορικοί της λογοτεχνίας, τα εκατομμύρια αναγνώστες του παγκοσμίως, τον θεωρούν, και μόνο αυτόν από τους νεοέλληνες ποιητές, ως κορυφαίο «μοντέρνο και σύγχρονο»; Οι καθ’ ημάς φιλολογία έχει αντιρρήσεις... Αντίθετα, «μοντέρνοι και σύγχρονοι» είναι π.χ. οι Γιώργος Κοτζιούλας, Μήτσος Παπανικολάου, Κύπρος Χρυσάνθης... (Αρκούμαι σε αυτό και μόνο το παράδειγμα, αντί να παραθέσω έναν ατέλειωτο κατάλογο ατοπημάτων, γιατί η ανθολογία δεν αντέχει σε μια εμπεριστατωμένη κριτική).
Κοιτάζω την υποδειγματική τυπογραφική φροντίδα των εκδόσεων Gutenberg, σε έναν τόμο 680 σελίδων μεγάλου σχήματος, και σκέπτομαι σε ποιον τελικά απευθύνεται μια τέτοια έκδοση. Η προφανής κατηγορία αναγνωστών της είναι οι περί τους 80 εν ζωή ανθολογούμενοι, οι οποίοι μάλλον θα αγοράσουν από ένα αντίτυπο, ίσως και μερικά ακόμη για δώρο, αριθμός που θα αυξηθεί με τους συγγενείς κάποιων τεθνεώτων.
Μια δεύτερη κατηγορία είναι όσοι από τους πολυπληθείς θαμώνες των εργαστηρίων ποιητικής γραφής ελπίζουν, εις μάτην, πως υπάρχει κάποια πιθανότητα, δι’ αυτής της οδού, όχι να γνωρίσουν κάπως την ποίηση, πράγμα χρήσιμο και ενδιαφέρον, ίσως και κρίσιμο στη ζωή τους, αλλά να γίνουν οι ίδιοι ποιητές. Αυτοί λοιπόν θα ατενίζουν τις σελίδες της ανθολογίας, που κανένα κριτήριο δεν προσφέρει για το τι είναι και τι δεν είναι ποίηση. Άρα, συνακόλουθη και η σκέψη τους: γιατί όχι κι εμείς, κάποτε;
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει το βασικό ερώτημα: έχει κάποιο νόημα μια ποιητική ανθολογία σήμερα; Κατηγορηματικά, όχι, σε τέτοια μορφή. Ό,τι ονομάστηκε κοινωνία της πληροφορίας, έχει καταργήσει ακόμα και την όποια χρηστικότητα μιας πληροφοριακής ανθολογίας. Η μόνη ανθολόγηση που θα είχε νόημα σήμερα θα ήταν αυτή που θα είχε δειγματοληπτικό/παραδειγματικό χαρακτήρα, εντός μιας κριτικής αφήγησης, αυτής ή εκείνης της περιοχής της νεοελληνικής ποίησης, με τις θεωρητικές ορίζουσες που θα επέλεγε να τη δεσμεύουν.
Γιατί πια ξέρουμε, ότι η τεχνική της εμπειρικής φιλολογίας, ήτοι η κατά χρονολογική τάξη ανθολόγηση της νεοελληνικής ποίησης, όσο κι αν φαντάζει «αντικειμενική», δεν είναι. Εδώ και περίπου έναν αιώνα, η θεωρία της λογοτεχνίας μάς έχει δείξει ότι ιστορία της ποίησης, όπως και κάθε τέχνης, δεν είναι παρά η ακολουθία των μορφών της, η ιστορία των μορφών της. Και αυτή η ακολουθία άλλοτε επιταχύνει και άλλοτε επιβραδύνει τον βηματισμό της, έχει χάσματα, τομές και ασυνέχειες, δεν είναι μια ανέμελη εκδρομή πάνω στις δεκαετίες. Μόνο διά της αλληλουχίας των μορφών, της διαδοχής τους και της εξέλιξής τους, μπορεί να ερμηνευθεί η διαδρομή του ποιητικού λόγου, να γίνει κατανοητή και από τον αναγνώστη. Άλλωστε, ο Παλαμάς και ο Καβάφης είναι σχεδόν συνομήλικοι, αλλά η ποίησή τους απέχει μορφικά, εν τέλει αισθητικά, τουλάχιστον μισό αιώνα. Μάλιστα, ο Παλαμάς πεθαίνει αργότερα απ’ τον Καβάφη, οπότε, διά της χρονολογικής τάξης οδηγούμαστε στο τραγελαφικό συμπέρασμα, ότι στην κατάταξη θα μπορούσε και να έπεται του αλεξανδρινού. Μόνο ένας βίαιος και χοντροκομμένος κοινωνιολογισμός θα επιχειρούσε, σήμερα, να κατατάξει τους ποιητές και τα ποιήματα με βάση τη χρονολογία της γέννησής τους ή την ημερομηνία της δημοσίευσής τους. Γιατί ο χρόνος της ποίησης, και εν γένει της τέχνης, δεν είναι ομαλός και ευθύγραμμος, αλλά ούτε ακολουθεί, κατά πόδας, τον εν γένει ιστορικό χρόνο.
Βέβαια, ούτε ο ιστορικός χρόνος ακολουθεί τη σύμβαση του ημερολογίου. Αν θέλει κανείς να είναι σοβαρός, πριν βάλει φαρδιά-πλατιά το όνομά του κάτω από τον τίτλο «...τον εικοστό αιώνα», θα πρέπει να ορίσει το άνυσμα του ιστορικού χρόνου «20ός αιώνας». Όχι, δεν είναι αυτονόητο πως διαρκεί 100 χρόνια. Ο Έρικ Χόμπσμπάουμ τον περιορίζει ανάμεσα στα 1914 και 1989. Προκειμένου δε για το ποιητικό πεδίο, θα πρέπει, ο επίδοξος ανθολόγος, να ορίσει συγκεκριμένα το άνυσμα «νεοελληνικός ποιητικός 20ός αιώνας». Για παράδειγμα, μήπως ξεκινά περί το 1880, με την εμφάνιση των «δημοτικιστών»; Μήπως ξεκινά αργότερα, όταν «ωριμάζει» ο Καβάφης, δηλαδή όταν εμφανίζεται δι’ αυτού ο ποιητικός μοντερνισμός; Μήπως αρχίζει το 1922, όπου αλλάζουν πολλά σημαντικά δεδομένα, τόσο ιστορικά όσο και ποιητικά; Δηλαδή, όταν το νεοελληνικό έθνος κράτος αποκτά την «οριστική» του μορφή, ενώ δίπλα στον Καβάφη υπάρχουν πια ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης, περνώντας οριστικά την ποίηση στην αστική εποχή; Και πότε τελειώνει ο ποιητικός 20ός αιώνας. Μήπως διαρκεί ακόμα και σήμερα; Μήπως, αντίθετα, μας έχει αφήσει χρόνους προ πολλού;
Εδώ ας μου επιτραπεί μια προσωπική νότα. Τα προηγούμενα δύο χρόνια, που ο έφηβος γιος μου αποκτούσε βασικές γνώσεις ποίησης και πεζογραφίας, μεταξύ των βιβλίων που του σύστησα υπήρχε και μία (μόνο) ανθολογία, η οποία μάλιστα τον ενθουσίασε. Ήταν το Ανθολόγιο μεταφράσεων Νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, των Βαγενά και Καγιαλή, γραμμένο πριν σχεδόν 20 χρόνια, για τη Β΄Λυκείου. Είναι δε το μοναδικό σχολικό βιβλίο για το οποίο έχουν γραφεί κριτικές, και μάλιστα επαινετικές, σε εφημερίδες και περιοδικά, και για χρόνια πουλιόταν στα βιβλιοπωλεία, όχι ως σχολικό εγχειρίδιο αλλά ως «κανονικό» βιβλίο. Ως ήταν όμως φυσικό, δεν ευδοκίμησε στη σχολική πραγματικότητα, αφού, αν θυμάμαι καλά, μόνο σε 17 σχολικά τμήματα ανά την επικράτεια διδάχθηκε, ως μάθημα επιλογής, από ισάριθμους φιλολόγους, τους περισσότερους απ’ τους οποίους τους γνωρίζαμε στον δημόσιο χώρο (π.χ. Γιάννης Κουβαράς, Έλσα Λιαροπούλου).
Μετά από 20 χρόνια, οι σημερινοί φοιτητές της Φιλολογίας θα υποστούν την ανθολογία της κ. Μέντη και του κ. Γαραντούδη, την οποία, υποθέτω, θα φροντίσουν να την «περάσουν» ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Και αφού οι σημερινοί φοιτητές αποφοιτήσουν και πάνε στα Γυμνάσια και τα Λύκεια, θα συνεχίσουν τον ίδιο αέναο κύκλο. Και πάλι θα έχουμε κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, άξιων φιλολόγων, και πάλι απ’ την αρχή. Αυτή είναι άλλωστε η ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας – και αυτή είναι που απογράφεται στην παρούσα ανθολογία, έστω κι αν οι ανθολόγοι δεν το υποψιάζονται.
 
Υ.Γ. Περιοδικό Εμβόλιμον, τχ. 77-78, Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Στα αφιερώματα των λογοτεχνικών περιοδικών, ψάχνεις να βρεις ένα κείμενο που να έχει να πει κάτι, δικαιολογώντας την ίδια την ύπαρξη του αφιερώματος. Στο ανά χείρας τεύχος του περιοδικού Εμβόλιμον υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα κείμενα, όμως θα αρκούσε μία παράγραφος από το κείμενο του Τάσου Πορφύρη, όχι μόνο για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα του αφιερώματος, αλλά και να μας δώσει ένα κριτήριο για το πώς μπορεί, και πρέπει, να γίνει η προηγούμενη συζήτηση για την ποίηση του 20ού αιώνα:
«Θα ’θελα να εντάξω τον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου [1931-1996] στη χορεία των ποιητών της ήττας. Σύμφωνα με τον Βύρωνα Λεοντάρη, ‘ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο αλλά είναι γενικότερα ήττα της ανθρωπότητας, ήττα του πολιτισμού’. Πώς τώρα εγγράμματοι λόγιοι κατάφεραν να διαβάσουν τον όρο και να τον συνδέσουν με τη στρατιωτική ήττα του αριστερού κινήματος αποτελεί υπόθεση που δεν οφείλεται σε συνειδητούς παραχαράκτες –ή για να το πούμε σε διεθνή γλώσσα: agent provocateur– αλλά σε αναγνώστες με μειωμένες πληροφορίες. Όλη του λοιπόν η ποίηση του Ν.-Α. Α. είναι μια ποίηση της ήττας, χωρίς να είναι μια ηττημένη ποίηση...»

Δεν υπάρχουν σχόλια: