7/2/16

Seize the Day

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΗΝΑ

. Γιάννης Μιχαηλίδης, Κυματισμοί Α’, 2008- 2010, ακρυλικό σε χαρτί επικολλημένο σε πανί,  196 x 225 εκ. 


ΣΟΛ ΜΠΕΛΟΟΥ, Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς, Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, σελ.  861

«Είμαι Αμερικανός, γέννημα του Σικάγου, αυτής της σκοτεινής και μελαγχολικής πόλης· ό,τι κάνω το κάνω όπως έχω μάθει από μόνος μου, δίχως κανόνες, κι έτσι θα γράψω την ιστορία της ζωής μου…».
Οι εναρκτήριες γραμμές στο τρίτο μυθιστόρημα του νομπελίστα, βραβευμένου με Pulitzer, Σολ Μπέλοου (1915-2005), που οιονεί παραπέμπουν στο ξεκίνημα του Μόμπι Ντικ (“Call me  Ishmael”), δηλώνουν ξεκάθαρα την πρόθεση του συγγραφέα. Από την αρχή ως το τέλος θα πορευτούμε με τον κεντρικό του ήρωα:  τον Ώγκι Μαρτς, γόνο Εβραίων μεταναστών, παιδί της εργατικής τάξης, αλάνι και καταφερτζή, έναν νεωτερικό Χάκλμπερι Φιν μεταφερμένο, ακολουθώντας λες την εθνική οδό της εσωτερικής μετανάστευσης (Highway 61), από τα Bayou του Μισσισσιππή στο Southside της Μεγάπολης του αμερικανικού Βορρά.
Οι Περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς εκδίδονται το 1953. Διαδραματίζονται από τη δεκαετία του ’20 μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και εκτείνονται από τις Η.Π.Α. ως ην Ευρώπη και το Μεξικό. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο εδώ είναι έντονο: όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο Μιχάλης Μακρόπουλος, που μετέφρασε με σπιρτάδα και μεράκι ένα κατεξοχήν απαιτητικό και δύσκολο να αποδοθεί στα ελληνικά κείμενο, ο ίδιος ο Μπέλοου πράγματι νεαρός ταξίδεψε στο Μεξικό για να συναντήσει τον Τρότσκι, έφτασε όμως στον προορισμό του μία μόλις μέρα μετά τη δολοφονία του τελευταίου.

Όπως και το αριστούργημα του Μαρκ Τουέην, «φλόγα που σιγοκαίει» στην καρδιά κάθε νεανικής εξεγερτικότητας , έτσι και το μυθιστόρημα του Μπέλοου εγγράφεται σε μια ευρύτερη λογοτεχνική παράδοση: στην παράδοση του πικαρέσκου (από τον ισπανικό τύπο picaro, ήτοι κάθαρμα, απατεώνας κλπ.). Το εν λόγω είδος άνθησε τον 16ο αιώνα στην Ισπανία (όπου απαντά μέχρι τις μέρες μας: π.χ. οι περιπέτειες του Καπιτάν Αλατρίστε του Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε είναι πικαρέσκα παρά «ιστορικά» μυθιστορήματα). Απαντά επίσης στις Περιπέτειες του Μπενβενούτο Τσελίνι ή στα βιβλία του Σάλγκαρι με ήρωα τον αντιαποικιοκράτη πειρατή Σάντοκαν. Στον αγγλόφωνο κόσμο το πικαρέσκο μεταλαμπαδεύτηκε στη λογοτεχνία του Χένρυ Φίλντινγκ και σε έργα όπως το Τρίσταμ Σάντι του Λόρενς Στερν ή το Μπάρι Λίντον του Ουίλιαμ Θάκερεϊ. Στη συγχρονία, το πικαρέσκο εξιτάρει τη λογοτεχνία συγγραφέων όπως ο Πίτερ Μέι, ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο και ο Τόμας Πίντσον (πάλι αυτός!), αλλά και τον κινηματογράφο του Σέρτζιο Λεόνε, ιδίως στην Τριλογία του Δολαρίου.    
Ο αντιήρωας του πικαρέσκου δεν νοείται παρά μόνο Στο Δρόμο. Η αφήγηση δομείται πάνω σε αλληλουχίες από εναλλασσόμενες περιπέτειες, επεισόδια και συναπαντήματα. Όμοια, ο Ώγκι στο βιβλίο του Μπέλοου είναι διαρκώς στη γύρα. Αποσυνάγωγος, περιφέρεται σε σφαιριστήρια, γυμναστήρια πυγμαχίας, κουρεία και στοιχηματζίδικα και σε οργανώσεις του κομουνιστικού κόμματος, αλλάζει συνεχώς επαγγέλματα, ερωτεύεται τη μια κοπέλα μετά την άλλη, εν τέλει ρουφά τους χυμούς της ζωής και «αδράχνει τη μέρα», για να θυμηθούμε ένα άλλο εμβληματικό βιβλίο του ίδιου συγγραφέα. Παρότι το περιβάλλον, η γειτονιά του (the hood), με τα εβραϊκά εθιμοτυπικά της, περιγράφεται σχολαστικά, ο Μπέλοου δεν ενδιαφέρεται για την κλειστή ηθογραφία της. Ο Ώγκι συναναστρέφεται τόσο με τύπους  εβραϊκής όσο και αγγλοσαξονικής, ιταλικής, ελληνικής, λατινοαμερικανικής καταγωγής, εξερευνώντας το melting pot της αμερικανικής ταυτότητας. Εξάλλου ο συγγραφέας ήταν ένας από τους πρώτους εβραϊκής καταγωγής Αμερικανούς συγγραφείς που επέλεξαν να γράψουν στα αγγλικά παρά στα γίντις.
Κάτι που μας φέρνει στη χρήση της γλώσσας: ο λόγος του Μπέλοου είναι σπερματικός, σύνθετος και μακροπερίοδος, ευέλικτος και λαϊκός όπου γουστάρει, γεμάτος απρόβλεπτες μεταφορές που θέλγονται από τη διακειμενικότητα, με παραπομπές από την αρχαιότητα ως την Αναγέννηση και από τον Ντίκενς ως τον μοντερνισμό, συναρθρωμένος σε προτάσεις-πυροτεχνήματα που εκρήγνυνται στο «δυναμό της νύχτας» (Ginsberg). Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική συγκυρία για τη λογοτεχνία: στις αρχές της δεκαετίας του ’50, από διαφορετικό μετερίζι, ο Μπέλοου και οι Μπητ έρχονται σε ρήξη με τη λογιοσύνη και τον ακαδημαϊσμό που επικρατούν στα αμερικανικά γράμματα. Θέτουν το αίτημα της δημιουργίας μιας νέας γλωσσικής επικοινωνίας  που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες ζωής της εποχής τους. Ο Πίντσον σημειώνει ότι αυτή η ρήξη «σε πρώτο επίπεδο αφορούσε τη γλώσσα. Ενθαρρυντικά σήματα παίρναμε από πολλές κατευθύνσεις – από τον Κέρουακ και από τους Μπιτ συγγραφείς, από τη γραφή του Σολ Μπέλοου στις Περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς, από πρωτοεμφανιζόμενες φωνές όπως του Χέρμπερτ Γκολντ και του Φίλιπ Ροθ – που μας έδιναν να καταλάβουμε ότι στη μυθιστοριογραφία επιτρεπόταν πια η συνύπαρξη δύο εντελώς διαφορετικών τρόπων αγγλικής γλώσσας». Ο Ροθ υπογραμμίζει: «Διογκωμένες προτάσεις είχαν υπάρξει και πριν στην αμερικανική λογοτεχνία, με πιο εξέχοντα παραδείγματα εκείνα του Μέλβιλ και του Φώκνερ, αλλά όχι σαν τον Ώγκι Μαρτς, που στην έκφραση μού φαίνονται ελεύθερες με το παραπάνω […] Υπάρχουν προτάσεις στο βιβλίο, που η ζωηράδα τους σε αφήνει με την αίσθηση ότι είναι πολλά αυτά που συμβαίνουν· μια πρόζα θεατρική, επιδειξιομανής και φλογερή, που συνδυάζει το δυναμισμό της ζωής με την πνευματικότητά της».
Έχει ορθά γραφτεί ότι οι κορυφαίοι ήρωές που έπλασε ο Μπέλοου  (ο Μόουζες Χέρτσογκ του ομώνυμου μυθιστορήματος, ο Τόμυ Oυίλχελμ του Άδραξε τη μέρα, ο Άρθουρ Σάμλερ του Mr. Sammler's Planet κ.ά.) «αποτελούν μια υπέροχη πινακοθήκη ανασφαλών, αστείων, γοητευτικών, απομυθοποιητικών, νευρωτικών και ταυτόχρονα ευφυών παρατηρητών του σύγχρονου αμερικανικού τρόπου ζωής». Ανάμεσά τους έχει μια θέση και ο κατεργάρης Ώγκι Μαρτς.

Ένα Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: