ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Ας
υποθέσουμε ότι κάποιος/α κριτικός της λογοτεχνίας γνωρίζει μόνον τον Αναγνωστάκη
(μια δεκαετία μετά το θάνατό του) μετά την πτώση της δικτατορίας, κάποια
λιγοστά ποιήματα και λίγα αυτοβιογραφικά κείμενα, χωρίς επιπλέον να έχει εντρυφήσει
στην πενταετία 1948-1953, εντός και εκτός της χώρας (για μεταπτυχιακές σπουδές).
Τι ήταν λοιπόν για τον ίδιο ο «κλεφτοπόλεμος» και οι «ουσιαστικότερες ρήξεις»
σχετικά με το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ και το «σοκ» που αυτό προκάλεσε
(1984); Ποια κείμενα της Κριτικής τα
περιέλαβε σε μεταπολεμικές επανεκδόσεις, όπως στα Αντιδογματικά με άρθρα και σημειώματα των ετών 1946-1977; Το ένα θα
έχω ανασυγκροτήσει εδώ και αφορά τον Στρατή Τσίρκα. Το δεύτερο έχει τίτλο: «Κριτική,
συνέπειες και ευθύνες» (Ιούλ.-Αύγ. 1961: 144-147), στο οποίο ο Αναγνωστάκης
αντεπιτίθεται στον Στάθη Δρομάζο που από τις στήλες της Αυγής (14.7.1961) τον είχε ψέξει ότι δεν «εκπροσωπεί υπεύθυνα στον
τόπο μας τη σωστή προοδευτική σκέψη».
Δεν
συνεχίζω πια μ’ αυτήν τη φορά των κειμένων αλλά αντίστροφα: σε ποια συνάφεια
πρέπει να διαβαστεί το αδημοσίευτο, τότε, σχεδίασμα έκδοσης (1963) ενός περιοδικού
με τίτλο Δημοκρατική Πρωτοπορία που
περιλαμβάνεται κι αυτό στα Αντιδογματικά
(1985: 107-110); Έως πού εκτείνεται ο «προοδευτικός κόσμος», όταν μάλιστα η
«επίσημη ηγεσία της ελληνικής αριστεράς» αδυνατεί να αντιληφθεί την «έκταση
του υπόγειου ρεύματος» των «νέων αναζητήσεων» που συνιστά «εν δυνάμει» ένα
«καινούριο θετικό φαινόμενο στην πολιτική ζωή του τόπου»;
Ξέρω
πόσο άχαρη μπορεί να εκτιμηθεί μια τέτοια ανάξεση «πληγών». Για τούτο θα
επανέλθω με άλλο αναλυτικό τρόπο, ξαναπιάνοντας το νήμα εκεί όπου το άφησα με
την εργασία μου: «Ο Μ. Αναγνωστάκης ‘αυτοβιογραφούμενος’» στον Πολίτη (27.3.1998: 43-46). Παρέπεμπα βέβαια
στον τέταρτο τόμο της Σοσιαλιστικής σκέψης,
όπου στην τελευταία ένδειξη (1994: 469) ανήκει η «Ανοιχτή επιστολή» του Αναγνωστάκη
στο περιοδικό που εξέδιδε ο Ηλίας Τσιριμώκος: Η Πολιτική (1963: 240). Προβληματίζεται άλλωστε κι ο ίδιος ο
ποιητής: «Να ξύνεις ή να μην ξύνεις;» (1992: 21).
Πώς
αντιμετώπισε λοιπόν ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Νοέμβρ. – Δεκ. 1959: 257: 261) το
βιβλίο του Τσίρκα: Ο Καβάφης και η
εποχή του; Υποδεικνύοντας από την αρχή της βιβλιοκρισίας του την «αρκετά
ενοχλητική παραφιλολογία», για την
οποία ευθύνονται «ιδεαλιστές και διαλεχτικοί» που συντηρούν την «παρασιτική
Καβαφολογία», παρατηρεί ότι ο Τσίρκας «χειρίζεται τη διαλεχτική μεθοδολογία
οπλισμένος με διαβήτες και μοιρογνωμόνια» και επομένως στα χέρια του «μεταμορφώνεται
σ’ έναν καθαρά περιστασιακό ποιητή». Αυτό σημαίνει ότι η «απλοποιητική» του
μέθοδος δεν είναι «διαλεχτική»: αν και καλλιτέχνης ο ίδιος ο Τσίρκας «δείχνει
μια περίεργη άγνοια στοιχειωδών κανόνων –και ‘μυστικών’– της καλλιτεχνικής
δημιουργίας». Κοντολογίς, αντί να τον υπερβεί χώνεται βαθύτερα στον «Καβαφοπόλεμο».
(Παρα)πομπές ποιητών, ένα επιπλέον
ζήτημα. Διακειμενικότητα (χωρίς εισαγωγικά)
δεν σημαίνει υιοθεσία κειμένων άγνωστης, δηλαδή αδήλωτης, πατρότητας ή μητρότητας.
Το φόβο να κατηγορηθούν λογοτέχνες που προβαίνουν σε μια τέτοια υιοθεσία ως λογοκλόποι
τον διασκεδάζουν είτε με τη χρήση πλάγιων τυπογραφικών στοιχείων (italics) είτε με τη σχετική
μνεία σε υποσημειώσεις, στο τέλος του βιβλίου τους. Ο Αναγνωστάκης ακολούθησε
μια τρίτη λύση: «… όπως είπε ο φίλος μου ο Τίτος». Μ’ αυτήν την προϋπόθεση θα
μπορούσε να εκληφθούν ως στίχοι δικοί του το:
«‘Γιατί’, όπως πολύ σωστά είπε
κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος
‘κανένας στίχος σήμερα δεν
κινητοποιεί τις μάζες
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει
καθεστώτα’»
δηλαδή ενταγμένοι στο ποίημά του:
«Επίλογος» (1985: 176) και κάπως παραλλαγμένοι υπακούοντας στην όλη «λογική»
του.
Σε κάθε περίπτωση, η
διακειμενικότητα νοείται ως το πέρασμα ενός κειμένου σε άλλο με προσδοκώμενο
το διάλογο των συγγραφέων τους. Έτσι ξεκινώντας ο Πατρίκιος το 1957 με τους
στίχους:
«γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν
ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις
μάζες» (1998: 178).
τον ακολούθησε ο Αναγνωστάκης το
1970, στα Δεκαοχτώ κείμενα (133), για
να επανέλθει ο Πατρίκιος το 1982:
«Κανένας στίχος δεν ανατρέπει
καθεστώτα
είχα γράψει πριν από χρόνια
κι ώς σήμερα μου το καταλογίζουν.
Όμως οι στίχοι κάνουν τη δική τους
δουλειά
δείχνουν τα καθεστώτα […]
Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες»
(1998: 34/35).
Προφανώς άλλη είναι η διαχείριση
φαινομένων διακειμενικότητας από δημοσιογραφούντες ή έστω φιλολογούντες
που κρατούν ό,τι θέλουν (συνήθως παραλείπουν το: «όπως πολύ σωστά είπε κάποτε
κι ο φίλος μου ο Τίτος», ίσως γιατί υποθέτουν ότι πρόκειται για τον… στρατάρχη
της Γιουγκοσλαβίας) και αποδίδουν εύσημα σε όποιον εκείνοι θέλουν. Με έτοιμη
την απάντηση από τον αρχικό γεννήτορα: να υιοθετήσω κι εγώ τους καλύτερους
στίχους του Δάντη χωρίς να έχω το φόβο της «Κόλασης» ή του «Καθαρτηρίου» και
προφανώς να διάγω στον «Παράδεισο» της ποίησης. Ο Αναγνωστάκης (1985: 163)
πάντως συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο:
«Όπου και να
ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει,
έλεγε κι ο
Ποιητής»…
Α. Τάσσος, Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα, 1963, έγχρωμη ξυλογραφία 80 x 53 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου