24/1/16

Να «ξύνεις ή να μην ξύνεις»;

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος/α κριτικός της λο­γο­τεχνίας γνωρίζει μόνον τον Ανα­γνω­στάκη (μια δεκαετία μετά το θάνατό του) μετά την πτώση της δικτατορίας, κάποια λιγοστά ποι­ή­μα­τα και λίγα αυ­το­βιογραφικά κείμενα, χωρίς επιπλέον να έχει εντρυφήσει στην πενταετία 1948-1953, εντός και εκτός της χώρας (για μεταπτυχιακές σπουδές). Τι ήταν λοιπόν για τον ίδιο ο «κλεφτοπόλεμος» και οι «ουσια­στι­­κό­τε­ρες ρήξεις» σχετικά με το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ και το «σοκ» που αυτό προ­κάλεσε (1984); Ποια κείμενα της Κριτικής τα περιέλαβε σε μεταπολεμικές επα­νεκδόσεις, όπως στα Αντιδογματικά με άρθρα και σημειώματα των ετών 1946-1977; Το ένα θα έχω ανασυγκροτήσει εδώ και αφορά τον Στρατή Τσίρκα. Το δεύτερο έχει τίτλο: «Κριτική, συνέπειες και ευ­θύ­νες» (Ιούλ.-Αύγ. 1961: 144-147), στο οποίο ο Ανα­γνωστάκης αντεπιτίθεται στον Στάθη Δρομάζο που από τις στή­λες της Αυγής (14.7.1961) τον είχε ψέξει ότι δεν «εκπροσωπεί υπεύθυνα στον τόπο μας τη σωστή προοδευτική σκέψη».
Δεν συνεχίζω πια μ’ αυ­τήν τη φορά των κειμένων αλλά αντίστροφα: σε ποια συ­νά­φεια πρέπει να διαβαστεί το αδημοσίευτο, τό­τε, σχεδίασμα έκδοσης (1963) ενός πε­ρι­οδικού με τίτλο Δημοκρατική Πρωτοπορία που περιλαμ­βά­νε­ται κι αυτό στα Αντι­δογ­­ματικά (1985: 107-110); Έως πού εκτείνεται ο «προοδευτικός κόσμος», όταν μά­λι­στα η «επίσημη ηγεσία της ελληνικής αριστε­ράς» αδυνατεί να αντιληφθεί την «έκτα­ση του υπό­γειου ρεύματος» των «νέων αναζητήσεων» που συ­νιστά «εν δυνάμει» ένα «καινούριο θετικό φαινό­με­νο στην πολιτική ζωή του τόπου»;

Ξέρω πόσο άχαρη μπορεί να εκτιμηθεί μια τέτοια ανάξεση «πληγών». Για τούτο θα επανέλθω με άλλο αναλυτικό τρόπο, ξαναπιάνοντας το νήμα εκεί όπου το άφησα με την εργασία μου: «Ο Μ. Αναγνωστάκης ‘αυτοβιο­γρα­φούμενος’» στον Πολίτη (27.3.1998: 43-46). Πα­ρέπεμπα βέβαια στον τέταρτο τόμο της Σοσιαλιστικής σκέ­ψης, όπου στην τελευταία ένδειξη (1994: 469) ανή­κει η «Ανοιχτή επιστολή» του Ανα­γνω­στά­κη στο πε­ριοδικό που εξέδιδε ο Ηλίας Τσιριμώκος: Η Πο­λι­τι­κή (1963: 240). Προ­βλη­ματίζεται άλλωστε κι ο ίδιος ο ποιητής: «Να ξύνεις ή να μην ξύνεις;» (1992: 21). 
Πώς αντιμετώπισε λοιπόν ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Νο­έμβρ. – Δεκ. 1959: 257: 261) το βι­βλίο του Τσίρ­κα: Ο Καβάφης και η εποχή του; Υποδεικνύοντας από την αρχή της βι­βλι­οκρισίας του την «αρκετά ενο­χλητική παραφιλολογία», για την οποία ευ­θύ­νο­νται «ιδεαλιστές και διαλεχτικοί» που συντηρούν την «παρασιτική Καβαφολογία», πα­ρα­τηρεί ότι ο Τσίρκας «χειρίζεται τη διαλεχτική μεθοδολογία οπλισμένος με διαβήτες και μοιρογνωμόνια» και επομένως στα χέρια του «μεταμορφώνεται σ’ έναν καθαρά πε­ριστασιακό ποιητή». Αυτό σημαίνει ότι η «απλο­ποιητική» του μέθοδος δεν είναι «δια­λεχτική»: αν και καλλιτέχνης ο ίδιος ο Τσίρκας «δείχνει μια πε­ρί­εργη άγνοια στοι­­χειωδών κανόνων –και ‘μυστι­κών’– της καλλιτεχνικής δημιουργίας». Κοντο­λο­γίς, αντί να τον υπερβεί χώνεται βαθύτερα στον «Καβα­φο­πό­λεμο».
(Παρα)πομπές ποιητών, ένα επιπλέον ζήτημα. Διακειμενικότητα (χωρίς εισαγωγικά) δεν ση­μαί­νει υιοθεσία κειμένων άγνωστης, δηλαδή αδήλωτης, πα­τρότητας ή μη­τρότητας. Το φόβο να κατηγορηθούν λογοτέ­χνες που προβαίνουν σε μια τέτοια υιοθεσία ως λο­γο­κλόποι τον διασκεδάζουν είτε με τη χρήση πλά­γι­ων τυπογραφικών στοιχείων (italics) είτε με τη σχε­τική μνεία σε υποση­μει­ώσεις, στο τέλος του βιβλίου τους. Ο Αναγνωστάκης ακολούθησε μια τρίτη λύση: «… όπως είπε ο φίλος μου ο Τίτος». Μ’ αυτήν την προ­ϋπόθεση θα μπορούσε να εκλη­φθούν ως στίχοι δι­κοί του το:
«‘Γιατί’, όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος
‘κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα’»
δη­λαδή ενταγμένοι στο ποίημά του: «Επίλογος» (1985: 176) και κάπως παραλ­λαγ­μέ­νοι υπακούοντας στην όλη «λογική» του.
Σε κάθε πε­ρίπτωση, η διακειμενικότητα νοείται ως το πέ­ρα­σμα ενός κειμένου σε άλλο με προσδοκώμενο το διά­λογο των συγγραφέων τους. Έτσι ξεκινώντας ο Πα­τρί­κιος το 1957 με τους στίχους:
«γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες» (1998: 178).
τον ακολούθησε ο Αναγνωστάκης το 1970, στα Δεκαοχτώ κείμενα (133), για να επα­νέλ­θει ο Πατρίκιος το 1982:
«Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα
είχα γράψει πριν από χρόνια
κι ώς σήμερα μου το καταλογίζουν.
Όμως οι στίχοι κάνουν τη δική τους δουλειά
δείχνουν τα καθεστώτα […]
Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες» (1998: 34/35).
Προφανώς άλλη είναι η διαχείριση φαινομένων δια­κειμενικότητας από δη­μο­σι­ο­γρα­φούντες ή έστω φιλολογούντες που κρατούν ό,τι θέλουν (συνήθως πα­ραλείπουν το: «όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος», ίσως γιατί υποθέτουν ότι πρό­κειται για τον… στρα­τάρχη της Γιουγκοσλαβίας) και αποδίδουν εύσημα σε όποιον εκείνοι θέλουν. Με έτοιμη την απάντηση από τον αρ­χικό γεννήτορα: να υιο­θε­τή­σω κι εγώ τους καλύ­τε­ρους στίχους του Δάντη χωρίς να έχω το φόβο της «Κό­λα­σης» ή του «Καθαρτηρίου» και προφανώς να διά­γω στον «Παράδεισο» της ποίησης. Ο Αναγνωστάκης (1985: 163) πάντως συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο:
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει,
έλεγε κι ο Ποιητής»…

Α. Τάσσος, Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα, 1963, έγχρωμη ξυλογραφία 80 x 53 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: