ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Α. Τάσσος, Ο ανάπηρος έπεσε, 1962, ξυλογραφία 50 x 75 εκ. |
Ο ποιητής είναι Αριστερός ή
τίποτε… Με αυτό το δόγμα μπορεί κανείς να τοποθετηθεί απέναντι σε μιαν ολόκληρη
πολιτικοποιημένη γενιά ή αλλιώς, εν μέσω της μετεμφυλιακής παθογένειας, σε
συγγραφείς με ακέραιη πολιτική ταυτότητα. Κάποιοι ενστερνίστηκαν τον
χαρακτηρισμό, μέσα στη δίνη του «παραλογισμού» της εποχής, επιλέγοντας την
παλινδρόμηση και την επιβολή μιας αμφίβολης ιδεολογίας
(σταλινισμός-ζαχαριαδισμός) στη λογοτεχνική αντίληψή τους. Κάποιοι άλλοι
δοκίμασαν την επίγευση της ανάγκης για έναν πιθανώς «απαραίτητο σωτήρα του
καιρού τους», κατά τον Carlyle,1
που θα γίνεται πιστευτός και πειστικός στο κοινωνικό σύνολο...
Ετούτη η διπλή διάσταση του
ποιητή-διανοούμενου, διαμορφωμένη εν παρόδω στην Ελλάδα (ανάμεσα στις γεωπολιτικές
εξελίξεις της ευρωπαϊκής ηπείρου και τους ενδοκοινωνικούς τριγμούς από την
εθνική καταστροφή στη Μικρασία, την Κατοχή έως και την εκδικητική Δεξιά
μεταπολεμικά) εκπορεύεται σε μεγάλο βαθμό από μια καρυωτατικής κοπής
αποστασιοποίηση, από την καβαφική διαφοροποίηση περί ατόμου, από την αριστερή
λογική του Βάρναλη, όσο επίσης από το αστικό περίβλημα της λεγόμενης «γενιάς
του τριάντα». Ανάμεσα στις πτυχές της αριστεροσύνης, του προοδευτισμού, της
κομμουνιστικής αντίληψης ή του ριζοσπαστισμού, η παρουσία του Μανόλη
Αναγνωστάκη ταυτοποιείται. Μέσα στον χρόνο έχει ήδη αποτελέσει επίκεντρο της
σχετικής επιχειρηματολογίας, ως οντολογικό δεδομένο της μεταπολεμικής ποίησης
και, ειδικότερα, ως σημείο αναφοράς γύρω από την «ποίηση της ήττας».2
Άλλο τόσο είναι δυνατόν κάποιος να σταθεί αντιστικτικά στην άλλη περίπτωση,
εκείνην του Βύρωνα Λεοντάρη, ο οποίος επέλεξε την αναδίπλωση και την κατάθεση
της δικής του αντίδρασης στο κλίμα που διαμορφώθηκε στο «μετά» του κόσμου, με
το όραμα μιας ποιητικής λειτουργίας δίχως διέξοδο, δίχως εστίαση, δίχως
αντίσταση: «Μη λογαριάζεις τι ήμουν τι δεν ήμουν/ δεν ομοιοκαταληκτώ με τη ζωή
μου…», αλλά και «Κατηφορίζοντας το μονοπάτι για το χωνευτήρι/ οι σκιές δε
ζητάνε πια άλλο αίμα/ στρέφουν το βλέμμα πίσω μ’ εγκαρτέρηση ξέροντας/ πως θα
γίνουν πέτρες…» (παραθέματα από τη συλλογή Μόνον
διά της λύπης, 2006).
Η επιλογή της απομάκρυνσης από
τα κομματικά credo
αποτελεί μια εύφημο πράξη για τον Λεοντάρη,3 με όσες συνέπειες ή
συνθήκες ωφέλιμης δημιουργίας συνεπαγόταν. Όμως, η περίφημη αποξένωση του
Αναγνωστάκη από την Αριστερά και τους δρόμους της, σε συνάρτηση με την
απογοήτευση από τη δογματική πολιτική του ΚΚΕ, πρέπει μάλλον να συζητηθεί στη
βάση μιας σημερινής, προσαρμοσμένης οπτικής γωνίας (όπου παραμένει η αίσθηση
της καθημαγμένης πραγματικότητας για τον άνθρωπο στην αυγή του νέου αιώνα). Ο
Αναγνωστάκης δεν είναι κάποιος αναχωρητής, ο οποίος περιπαθώς διατήρησε
αποστάσεις από την κοινωνία και τους ταγούς της, αλλ’ ο ενσυνείδητος δημιουργός
που αντιλήφθηκε την αδυναμία συμβιβασμού του με το ιδεολογικό περιβάλλον στο
οποίο «ανέπνεε» και με το κοινωνικό διακύβευμα που δεν τον «χωρούσε»:
«Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι/
Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότηερη λέξη…» (από τη συλλογή Στόχος, 1970) Παρακολουθώντας δε τη
διαδρομή του, με προσήλωση στη γόνιμη επίδραση της παιδείας του και της αστικής
καλλιέργειας στον οικογενειακό του περίγυρο, διαπιστώνει κανείς ευθέως τον
συνδυασμό αισθαντικότητας και περίσκεψης,
όσο και σατιρικής στάσης του
ποιητή απέναντι στην πραγματικότητα˙ είναι τα δύο εκφραστικά εργαλεία με τα
οποία διαχειρίστηκε τον ιδεολογικό προβληματισμό και την πολιτική εμπειρία του.
Όλα τα μοτίβα της ποίησής του αλληλοσυνδέονται, υπονοούν, συνεπάγονται, τον
«σφυγμό της σκέψης του μεταπολέμου».4 Και κοινό παρονομαστή αποτελεί
η αίσθησή του περί ζωής και τέχνης, από τη μια, αλλ’ επίσης η συνείδηση όσον
αφορά τη συλλογική δοκιμασία, το κοινό ήθος, τον κοινόχρηστο χώρο της Ιστορίας,
από την άλλη.
Εφόσον ισχύει η άποψη ότι το Δίκαιο αγωνίζεται κατά της Ισχύος5 ‒με το
ιστορικό ανάλογο της διαπάλης τους‒,
πράγματι ένας δημιουργός αντιλαμβάνεται ρεαλιστικά τη ματαιότητα και σαφέστατα
τη διακρίνει: ο εγωισμός της εξουσίας είναι απλουστευτικός στη λογική του, με
βάση τη μακιαβελλική ερμηνεία, αλλά και πανίσχυρος ανάμεσα στις επίμονες
ατομικές και συλλογικές αντιλήψεις. Ο ποιητής εικάζει τη φύση του κόσμου,
αναζητεί την αλήθεια του, προσπαθεί να αρθρώσει το μέλλον του… Αυτό συνεπάγεται
την κατανόηση και την επίγνωση της ελευθερίας για τον ίδιο και για το σύνολο –
ειδάλλως, αδυνατεί να υποστηρίξει τον ρόλο του, υποκύπτει στα διλήμματα,
καταναγκάζεται. Ως homo
politicus με
γερή κράση, ο Αναγνωστάκης, στην προκείμενη περίπτωση, φαίνεται ότι ακολουθεί
την επικούρεια θέση σύμφωνα με την οποία όταν δεν υπάρχει μια τρίτη προοπτική
ανάμεσα σε δύο άλλες συγκρουόμενες ή φαύλες, μπορεί κάποιος ν’ αποσυρθεί για να
υποστηρίξει ‒σε χαμηλούς τόνους, υποδόρια‒ τη
δημιουργία μιας επόμενης.
Πάντως, η ποιητική του
προοικονομεί τη συνθήκη της δικής του ενεργητικής «σιωπής» (και την έντονη
πολιτική δράση του κατά τη δεκαετία του 1980). Μετά την προσωπική περιπέτεια
της εμπλοκής στην Αντίσταση, τη φυλάκιση και τη θανατική καταδίκη ύστερα από τα
Δεκεμβριανά, η γραφή του ποιητή αντικατοπτρίζει την επεξεργασία των βιωμάτων, των
προσδοκιών και των διαψεύσεών του σε συνάρτηση με τον συγκαιρινό αναστοχασμό.
Μέσα από την πορεία του στον ποιητικό λόγο διαγράφηκε το σχήμα του απολογισμού,
της απολογίας, της εξομολόγησης, της καταγγελίας που κόμιζε. Είναι αυτό που
συνόψισε ο Γιάννης Δάλλας, σημειώνοντας ότι «η γλώσσα και η ποίησή του είναι,
βασικά, μια ομιλούσα σκέψη»,6
με στοιχεία αυτοελέγχου, διαλεκτικής αλλά και πολεμικής.
Ο Αναγνωστάκης, πάντως, κάνει
λόγο για τη «δημόσια παρέμβαση» του ποιητή, όταν απαιτείται, ως έκφραση «αγωνίας
για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή…».7 Σταδιακά έδειξε ότι ο
στίχος του δίνει τη σκυτάλη από τον αισθηματισμό στη δραματικότητα, το άτομο
προϋπάρχει του συνόλου, το πριν της εμπειρίας (δράση) τέμνει την αμήχανη
δοκιμασία τού κατόπιν (ιδέα). Πρόκειται για το δραματικό περίγραμμα της ομιλούσας σκέψης, λοιπόν, το οποίο
προαλείφει την αίσθηση συντέλειας των πάντων (ιδανικών και πρακτικών) από τη
ζωή μέσα στην Ιστορία. Γράφει στη Συνέχεια:
«Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε/ Αλλά ο καλύτερος τοίχος να
κρύψουμε το πρόσωπό μας».8 Και παρακάτω, στη Συνέχεια 3, αναρωτιέται: «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση/ – Αυτό,
έστω, που εγώ ποίηση ονομάζω – (Ας ζήσουμε λοιπόν και μ’ αυτά ή μόνο μ’ αυτά)».9
Σ’ αυτούς τους στίχους, μεταξύ
άλλων, εντοπίζεται η δυσφορία του για τα όρια της γραφής, την
αποτελεσματικότητα του ποιήματος στην κοινωνία, την όποια ωφέλιμη, διαρκή
παρουσία του ποιητή στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Με αυτά τα παραπάνω
ερείσματα, η «σιωπή» του υπήρξε φυσική συνέπεια κι όχι σκοπιμότητα˙ αποτέλεσε
απρόκλητη αντίδραση μα και ηθελημένη απόκλιση.
Το ιδεολογικό και πολιτικό
φορτίο της μεταπολεμικής περιόδου παραμένει παρόν στο σύγχρονο πλαίσιο αξίας
και δοκιμής ελευθερίας για τον άνθρωπο, που προσδοκά να διατυπώσει τους δικούς
του όρους απέναντι στις διάφορες μορφές εξουσίας. Η τωρινή με την τοτινή
πραγματικότητα διαφέρει στα σημεία. H
νεωτερικότητα
στην παρούσα φάση της εμπεριέχει παρομοίως αντικείμενα αντιπαλότητας,
προϋποθέτει μια εχθρική συνθήκη για τη διαρκή επανάσταση, επηρεάζει τις
συλλογικότητες και επιβάλλει τους μηχανισμούς διαχείρισης της διανοητικής
πρακτικής και της πολιτικής εμπέδωσης μέσα από το πρίσμα του κεφαλαιακού
συστήματος. Ο πνευματικός κόσμος αδυνατεί να προσποιηθεί, ωστόσο… Χρειάζεται
υποκρισία για την απόκρυψη της αλήθειας και την αντιμετώπιση της υπαρξιακής
ανησυχίας του σύγχρονου ανθρώπου. Είτε, αλλιώς, χρειάζεται προσπάθεια για να
κινηθεί κάποιος –στις τέχνες, ατομικά ή συλλογικά– εκτός του καθεστωτικού
πλαισίου για να έρθει ενώπιος ενωπίω με την πραγματικότητα.
Το ερώτημα προβάλλει άμεσο:
σήμερα, τι αξία μπορεί να έχει η σιωπή του ποιητή; Ή, μ’ άλλα λόγια, ποιος
Αναγνωστάκης μπορεί να σταθεί ευθαρσώς και αξιοπρεπώς έναντι της πολύπτυχης
κρίσης στη Δύση; Δεδομένου ότι έχει προηγηθεί, αρκετές φορές, η αναρώτηση για
τη χρησιμότητα του συγγραφέα στις απεχθείς ιστορικές εξελίξεις για την
κοινωνία, κάνοντας μιαν ανασκόπηση στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, μεταξύ
άλλων ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, με το δικό του κοινωνιολογικό κάτοπτρο,10
επικεντρώνεται στη σκέψη γύρω από το χάσμα που δεν γεφυρώνεται ανάμεσα στη λέξη
και την πραγματικότητα (αφού η πρώτη μοιάζει υπερβολικά ανίσχυρη απέναντι στη
δεύτερη, αποδεδειγμένα). Είναι ανορθολογικό επίσης, όπως επισημαίνει, η όποια
ευθύνη για την πορεία του κόσμου να βαρύνει ποτέ τον συγγραφέα˙ ασχέτως εάν
θελήσει ν’ αναλάβει την προσπάθεια αλλαγής του κόσμου με ρεαλιστική πρόθεση και
αποτελέσματα.
Αναλογικά, η υπεράσπιση του
Αναγνωστάκη για τη στάση του δεν λογίζεται ως αποστασιοποίηση, ωσάν εκείνη που
περίτεχνα επιδίωξε ο Γιώργος Σεφέρης παρακάμπτοντας τον χωροχρονικό ορίζοντά
του. Η ποιητική του Αναγνωστάκη δεν μυθοποιεί εαυτήν˙ εν τέλει αρνείται την
οποιαδήποτε απόδοση «ρόλου» στα πεπραγμένα της γενιάς του. Κι ακόμη, χάρη στην
προοπτική που δημιουργεί η χρονική απόσταση επάνω στα γραπτά του, γίνεται
φανερό ότι εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην πορεία της ανθρώπινης κατάστασης.11
Το κυριότερο όμως: δεν δοκίμασε να γράψει το κατ’ εξοχήν ποίημα του ελληνικού
εμφυλίου πολέμου – είναι ό,τι, ανάμεσα στ’ άλλα, τον διαφοροποιεί από τη στάση
του Τάκη Σινόπουλου και τον Νεκρόδειπνο,
την εμβληματική ποιητική σύνθεσή του, στο διάκενο μεταξύ της αριστερής και της
δεξιάς ρητορείας. Κι όσον αφορά τη συγχρονία, οι ιστορικές αναλογίες δεν είναι
δυνατόν να υφίστανται: άλλος ο Αναγνωστάκης των δεκαετιών 1940-197012
κι άλλος ο σύγχρονος ποιητής στη δεύτερη δεκαετία του επόμενου αιώνα... Ο
αντίκτυπος των πραγμάτων διαφοροποιείται, ανά εποχή, από τις υπόρρητες
διακυμάνσεις του κοινωνικού σώματος, το οποίο επηρεάζεται (συγκινείται,
συνεγείρεται είτε πείθεται, καθηλώνεται) από το αξιακό σύστημα που του
προβάλλει η εκάστοτε εξουσία. Το μόνο βεβαιωμένο είναι, πάντως, η σταθερή στις
αρχές της εκάστοτε εξουσία όσο και η ασταθής θέση των κοινωνιών μέσα σ’ αυτό το
πλαίσιο.
-----------------------------------------------------------
*Εισήγηση σε ημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ
στην Πάτρα (3 Ιουνίου 2015)
1 Thomas Carlyle, Περί ηρώων,
ηρωολατρείας και του ηρωικού στοιχείου στην ιστορία, ανάγν. 1, σσ.13 κ.ε. Πανηγυρική έκδοση των Εκατόχρονων,
V 13.
2 Ο όρος ανήκει στον Βύρωνα Λεοντάρη, όπως τον διατύπωσε,
το 1963, στο δοκίμιο με τίτλο «Η ποίηση της ήττας» αναφορικά με την πρόσληψη
του κόσμου από την πρώτη μεταπολεμική γενιά, δημοσιευμένο στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 106-107).
Σημειώνει: «...η ποίηση της ήττας δεν
επισημαίνεται μόνο στο έργο των αριστερών ποιητών. Εκτείνεται συχνά και πέρα
απ’ αυτούς. Η αίσθηση της ήττας διακατέχει και ποιητές που προσδοκούσαν αόριστα
μιαν άλλη ανθρώπινη μοίρα απ’ αυτήν που ζουν σήμερα, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο...».
3 Με τη δημοσίευση της «Ποίησης της ήττας», ο Β. Λεοντάρης
υπέστη την αμήχανη και σφοδρή απαξίωση από τον κομματικό μηχανισμό, καταπώς
σημειώνει ο Κώστας Βούλγαρης: «…εισέπραξε
την μήνιν της κομματικής ορθοδοξίας (Τάσος Βουρνάς), αλλά και εισέπραξε τη
δυσφορία ολόκληρης της λογοτεχνικής συντεχνίας. Μικρό όμως το κακό. Στα χρόνια
του ’60, μαζί με τον Μανόλη Λαμπρίδη, τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον Μάριο
Μαρκίδη, τον Στέφανο Ροζάνη, τον Τάσο Πορφύρη, ‘περιορίστηκαν’ στο περιοδικό Μαρτυρίες και αργότερα στις Σημειώσεις, δύο περιοδικά απ’ τα ελάχιστα που κοσμούν
και συνέχουν τη διαδρομή της πνευματικής μας ζωής, και τα μόνα, μαζί με τα Νέα
Γράμματα, που διαθέτουν πρόταγμα ιδεών,
εμπεδωμένο στα παντός είδους κείμενά τους», βλ. Αυγή της Κυριακής, ένθετο «Αναγνώσεις» (9/8/2014).
4 Γιάννης Δάλλας, Μανόλης
Αναγνωστάκης: ποίηση και ιδεολογία, Κέδρος, 2007, σ. 60.
5
Franz Neumann, Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, εισ.:
Γ. Μερτίκας, μτφ.: Γ. Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, 1989, σ. 16-17.
6 Δάλλας, ό.π., σ. 112.
7 Μανόλη Αναγνωστάκη, Είμαι
αριστερόχειρ ουσιαστικά, πρόλ.:
Π. Μπουκάλας, επιμ.-επίμ.: Μισέλ Φάις, Πατάκης, 2011, σ. 59.
8 Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα: 1941-1971, Νεφέλη, 2000, σ. 118.
9 Αναγνωστάκης, ό.π., σ. 153.
10 Zygmunt Bauman, Πλούτος και
ανισότητα. Μας ωφελεί όλους πλούτος των ολίγων;, μτφ.: Γιώργος Λαμπράκος,
Εκδόσεις Οκτώ, 2014, σ. 105-109.
11 Βλ. τη διατυπωμένη άποψη του Νάσου Βαγενά: «Δεν γνωρίζω
άλλον Έλληνα ποιητή με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο
λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο (το
φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην υψηλή αισθητική
συνείδηση του Αναγνωστάκη)», στον συλλογικό τόμο Για τον Αναγνωστάκη – κριτικά κείμενα, επιλ.: Νάσος Βαγενάς,
Αιγαίον, 1996, σ. 293-301.
12 Ικανό το σχόλιο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου: «Η
δαμόκλεια απειλή της σιωπής που συνοδεύει την απογοήτευση της απόγνωσης […]
αίρεται σ’ όλη τη διάρκεια του έργου του από μια διαλείπουσα αλλά επίμονη τάση
ηθικής ορθοστασίας…», βλ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Αναφορές, Έρασμος, 1979, σ. 57.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου