Α. Τάσσος, Χολαργός, 1948, χαλκογραφία 27 x 48 εκ. |
ΤΗΣ
ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
ΕΚΕΙ…[i]
Εκεί
θα τα βρεις.
Κάποιο
κλειδί
Που
θα πάρεις
Μονάχα
εσύ θα το πάρεις
Και
θα σπρώξεις την πόρτα
Θ΄
ανοίξεις το δωμάτιο
Θ’
ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα
τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι
καθρέφτες θα λάμψουν
Οι
γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί
θα τα βρεις
Κάπου
– απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’
τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα.
Καρφίτσες
στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα
ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα
μείνεις λίγο μες το φως
Ύστερα
θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά
τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα
τα ποντίκια θα σε γλύφουν
Θα
σκοτεινιάσουν οι γλόμποι
Και
συ θα πάρεις το κλειδί
Και
με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’
αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά
μες στα πυκνά νερά.
Τότε
θα ξέρεις.
(Γιατί
η ποίηση δεν είναι τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά
ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Ποιος μιλάει; Κάποιος που έχει την
ισχύ και χορηγεί στον ποιητή το κλειδί,
καθοδηγώντας τον ώστε να βρει αυτά
που ζητάει; Ή μήπως η «αποστροφή», το δεύτερο ενικό πρόσωπο, σηματοδοτεί το
δίπολο Εγώ/Άλλος, έναν εσωτερικό
διάλογο όπου και πάλι ένας από τους
δυο έχει το «πάνω χέρι», είναι ο κλειδούχος που ορίζει τον τόπο και το χρόνο
του αφηγήματος, τις κινήσεις όλες και τη διάρθρωση της περιπέτειας του ποιητή
που αναζητά αυτά που ποτέ δεν
ονομάζονται, τα υπαρκτά- ανύπαρκτα;
Θα ανοίξει τη πόρτα, θα εισέλθει στο
Δωμάτιο με το κλειδί του, στιγμιαία
θα μπει μέσα το φως, τα ποντίκια που
τρων τη μνήμη των πραγμάτων θα κρυφτούν, θα νοιώσει την κίνηση του ανέμου , θα
δει τους λαμπερούς καθρέφτες που περιμένουν μάταια τα είδωλα, όσο για εκείνα «κάπου» εκεί βρίσκονται: σ’ ένα χρόνο αιωρούμενο, ακινητοποιημένο: σε
τιμόνια καραβιών που χάθηκαν, σε κορνίζες άδειες από εικόνες, σε απομεινάρια από
καρφιά και δόντια, σε τυραννισμένα μαξιλάρια και ξύλα που δεν πρόλαβαν να
καούν. Και μετά το σκοτάδι. Και πάλι
τα τρωκτικά που τώρα μεθοδικά θα τον σπαράξουν, αφού πρώτα, «χωρίς τύψεις»,
εκτελέσει την ΕΝΤΟΛΗ: θα πάρει το κλειδί και
«με βέβαιες κινήσεις» θα το αφήσει «να κυλήσει στον υπόνομο/ βαθιά-βαθιά μες
στα πυκνά νερά». Το δίπολο εκτός/εντός
θα εξ-αφανιστεί.
Τότε, θα βρει εκείνα ο έγκλειστος ποιητής, όμως με το κλειδί που θα του δώσει ένας άλλος ποιητής, ο Μίλτος Σαχτούρης: «
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλλίτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας)»[ii].
Ήταν το 1952, δύο χρόνια πριν το ΕΚΕΙ, που δημοσιεύτηκε η Συλλογή ποιημάτων του
Μίλτου Σαχτούρη, Με το Πρόσωπο στον
Τοίχο.
Όμως, το κλειδί του Αναγνωστάκη, που έπεσε βαθιά-βαθιά στον υπόνομο, δεν
κόλλησε στα «πυκνά νερά». Πέρασε με τα χρόνια στα χέρια ενός άλλου γραφιά, του
Γιάννη Πάνου, για να χαθεί και πάλι:
«Κλείδωσα το κιβώτιο και το έσπρωξα
βαθιά κάτω από τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, άφησα το κλειδί να γλιστρήσει σε
μια σχισμή του τοίχου ανάμεσα στις πέτρες που το κατάπιαν ως τα θεμέλια …
Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ποιητής;»[iii]
Πανάρχαιο σύμβολο το κλειδί
και διαχρονικό, όπως το φως και το σκοτάδι, δεν χάνεται ποτέ, από εποχή σε
εποχή, μέσα από τη γλώσσα, την ποίηση, τη σκέψη πάντα, ως τον τελευταίο
άνθρωπο, θα μεταβιβάζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου